KRETAS VOLKSLIEDER

NEBST

DISTICHEN UND SPRICHWORTERN IN DER URSPACHE MIT GLOSSAR

HERAUSGEGEBEN

VON ANTON JEANNARAKI

GERMANY 1876

PRINTED IN GERMANY
Am Schraegen Weg 12
FL-9490 VADUZ Liechtenstein

A.

a, gewohnlich vor δ, θ. ζ, λ, μ, ν und σ = αν
α, nur vor να = ας d.h. Άφης(άφες) lass.132.15 292.11 etc.
αβαντσάρω (it. Avanzare), λείπεσθαι, λοιπόν είναι, ubrig bleiben 49.10
αβιζάρω (it. Avvisare), εντέλλεσθαι, auftragen, jemand aufmerksam machen.
αβρύ το, βρύον, Moss. 80.4 Davon αβρυκάλαμο το. 80.4
αγάερτος = αμεταγάερτος
αγάλι γάλι und αγάλια γάλια (turk. Agali agali), ήρεμα, langsam, leise 34.37
αγαλιανά = αγάλι γάλι. 163.4
αγαπητικός, αγαπητική und
αγαπητικιά, εραστής, ερωμένη, der, die Geliebte.
αγαπώ, αγαπάν, φιλείν, lieben ο und η αγαπώ = αγαπητικός
αγάς ο ((turk. Aga), κύριος, Herr. 133.130 etc., es wird dem Namen stets nachgesetzt, also: Herr Mehmed Μεμεντ αγάς
αγγελοκαμωμένος, wie ein Engel geschaffen,sehr schon.
αγγουροξυπνώ (άωρος εξυπνώ),zu fruh aufwecken, zu fruh aufwachen. 86.2
άγγουρος, Αdj.,άωρος, απέπειρος, unreif; Subst. Νεανίας, Jungling. 144.6
άγγριγιος = άγριος, wild, scheu.
αγιοκωσταντινάτο, mit dem Bilde des heiligen Konstantin's, 122.23 etc.Unter dem Worte αγιοκωσταντινάτο το (Subst.)
versteht man vorzuglich ein Geldstuck des heiligen Konst. (Konstantin's des Grossen,274-335), welchem wunderbare
Kraft zugeschrieben wird. Wer z.B. ein solches Geldstuck auf seiner Brust tragt, wird fur unverwundbar gehalten;
ungesauerter Teig soll durch langere Beruhrung mit einem solchen Stucke gesauert werden
άγιος, Αdj., Plur. (άγιοι) αγοί, άγιος, heilig; άγια τα (Subst.), τα άγια μυστήρια, dasHochwurdigste, le Saint-
Sacrement.2.11 Dav.αγιογδύτης (εκδύω), ιερόσυλος, sacrilegus, Templerauber, Religionsfrevler,Schurke.
αγκανάρω (άγχω, ανάγκη), αναγκάζειν, nothigen, zwingen. 205.2 etc.
αγριάδα η, αγριάς wildes Land.
αγρίμι το (αγριμαίος, άγριος), αίξ ορεινή,die Gemse. 82.2 186,3 200.2 etc. Davon αγριμολογώ. 142.2
αδερφοχτός ο, neugr. Αδελφοποιητός,bruderlicher Freund. 35.120 40.32 192.3 etc.
αδικοθανατίζω und αδικοθανατώ, unschuldig den Tod erleiden; einen Unschuldigen todten. 286.28
αδυνατός, δυνατός, ισχυρός, stark. 35.34 etc.
αζάτι το (turk. Asat), ελευθέρωσις, liberatio, die Befreiung. 51.46
άη = άϊ 1.1.
αηδονολαλούσα η, singend wie eine Nachtigall. 304.21
αητός ο, ο αετός, der Adler. 239.1 etc.
αθιβολή η (die Ableitung von αντιβάλλω,
ανθηβολή und αντηβολή ist nicht befriedigend, denn das Verbum lautet
αναθιβαίνω und αναθιβάνω), μνεία, λόγος, mentio, die Erwahnung, die Rede. 210.1 143.1 211.1 294.2 etc.
αθός ο, Plur. Οι αθοί und τα άθη, η ανθήλη, η κάλυξ, το άνθος, der Blumenkelch, die Blute (die Blume heisst βιόλα) .....
241.4und 5 etc
αθός ο, Plur. Άθουδες (αίθω), η αιθάλη, die Asche. 251.28 etc.
αθότυρος ο, und αθοτυρί το, siehe τυρί.
αθώ, ανθείν, bluhen. 250.27
άϊ =άις = άγιος
αϊδάρω und αιδαίρνω (fr. Aider, it. Ajutare, adjutare; adjuvare), συμπράττειν, αρήγειν,βοηθείν jemand behulflich
sein, helfen 227.2
αικουμένη η, η οικουμένη, η γή, ο κόσμος die Bewohnte, die Erde, die Welt. 1.56 125.15 220.2 221.2 etc.
αϊλλοίμονο und αϊλλοίμονος = αλλοίμονο.
άϊντε, άϊντεστε (turk.aide), wie έλα, ελάστε, Imper. Aor. von έρχομαι (selten von. πηγαίνω). 142.13
άκλερος (άκληρος), κληρονόμων oder συγγενών άμοιρος, μονώτατος, δείλαιος, ohne Erben, ohne Verwandten,
alleinstehend,unglucklich.
ακλής, siehe ατλής.
ακούω, ακούειν, horen;υπακούειν, πείθεσθαι, parere, gehorchen; ακούει μου να.οιόν τέ μοί εστι ποιήσαί τι,δυνατός
oder ικανός ειμί τι ποιήσαι, meine Kraft steht mir zu Gebote, ich bin im Stande zu …;
δε μου ακούει oder δε μ'ακούει (absol.),ασθενείν, αρρωστείν, unpasslich sein,unwohl sein. 57.90 etc.
ακριβός, carus; φιλάργυρος, avarus, geizig.II.192
αλάϊ το (turk. Allaϊ), η ακολουθία, comitatus, das Gefolge.
αλαργάρω (siehe αλάργο), πόρρω γίγνεσθαι, sich entfernen
αλάργο oder αλάργω (it. Larga, alla larga),πόρρω, fern. Dav. αλαργοξωρισμένος, πόρρω φυγάς, weit verbannt.......
αλαφρός, ελαφρός, levis, leicht. 75.4
αλέθω, αλείν, αλήθειν, mahlen.
αλέργος (it. Allegro), φαιδρός, laetus, heiter; ελεύθερος, κούφος, velox, leicht, rasch. 170.4 etc.
άλεσμα το, was zu mahlen ist. 253.10.15
αλέτρι το, το άροτρον, der Pflug.274.16 278.15
αλετριά (und αλετρέ) η, ολκός αρότρου, sulcus, die Furche. II.30
αλησμονώ (λήθη, λήσμων), επιλανθάνεσθαι,vergessen
αλλαξιά η (αλλάσσω), στολή, περιβολή, vestis, die Kleidung, der Anzug. 137.3 etc.
αλλάσσω, αλλάσσειν, wechseln; μεταμφιέννυσθαι, sich umkleiden.
αλληθωρίζω (άλλος θεωρώ), στραβίζειν,schielen.
αλλήθωρος, στραβός, παραβλώψ, ein Schielender.
αλλιώς, άλλως, άλλη, aliter, anders.
αλλοίμονο (vgl. Ιαλία, ιάλεμος, οίμοι, turk. Allah = Gott), οίμοι! Φεύ! Wehe!
άλλος, άλλη, άλλο, Gen. Άλλου, αλλού und
αλλουνού, Fem. Άλλης und αλλής, Plur.Gen.
αλλωνώ(ν), άλλος, alius; χωρίς άλλο oder
δίχως άλλο, πάντως unbedingt, jedenfalls.
άλογο το, Plur. αλόγατα, ίππος, Pferd.
αλογομπέγιρο το, soviel als μπεγίρι. 126.35
αλώνι το, η άλως, die Tenne.
αλωνεύγω, αλωνεύεσθαι, dreschen
αμάλαγος (αμάλακτος) χλωρός, δροσερός, frisch, neu. 272.11
αμάνι το (turk. Ahman), έλεος, οίκτος Mitleid.
αμάραντος ο, ο αμάραντος, der Amarant, das Tausendschonchen.
αμασκάλη η, η μασχάλη, die Achsel.
αμάχι το (μάχη), έχθος μίσος, odium occultum, Groll.
άμε, αμέτε, Imper. Aor. Von πάγω, ίθι, ίτε,gehe, gehet; Άγε, άγετε oder φέρε, φέρετε, fuhre, fuhret, bring bringt 35.151
αμεταγάερτος, sonst αγάερτος, ανεπίστρεπτος,der Ort, von dem man nicht zuruchkehren kann, d.h. die Holle.
123.12 'ς τον αγάερτο oder's τον αμεταγάερτο, ες όλεθρον, ες κόρακας, zum Teufel, zum Henker.
αμέτρητος, αναρίθμητος, innumerabilis, unzahlig; Απροβούλευτος, αλόγιστος, unbesonnen, unbedachtsam.
αμίλητος (ομιλέω), άλαλος, mutus,stumm. 104.8
αμίρης ο, αμίρισσα η (turk. Amir), δεσπότης, άρχων,Gebieter, Herr 80.11
αμμάτι το, Gen. Αμμαθιού, το όμμα, ο οφθαλμός, das Auge.
άμμος η auch αμμούτσα η, der Sand.
αμπάρι το (turk. Ambar),το της νεώς κενόν, die Lucke (am Schiffe). 275.20 etc.
αμπασάδα η (ven.ambassada, it. Ambascia,ambasciata),επίσταλμα,εντολή, curatio mandatum,Commission, Auftrag;
ασχολία, occupatio, der Beschaftigung.
αμπασαδόρος ο, (ven. Ambassadore, it. Ambasciadore), απόστολος, άγγελος, nuncius der Gesandte, der Bote.
202.3 etc.
αμπάσος (it. Abbasso), βραδύς, αργός, tardus, langsam, trage
αμπασωπός, βραδύς τι, tardiusculus,etwas langsam.
αμπέλι το, το αμπελουργείον, η άμπελος, vinetum, der Weingarten.
αμπελοκουτσούρα η, η οινάς, vitis, der Weinstock. M.242
αμπολιάζω (εμβόλιον,it.bollare),εκλέγειν,unter mehrern Sachen eine fur sich kennzeichnen,sich etwas auswahlen.165.2
αναγαλλιάζω (αγαλλιάω, γελώ), wie
γαλουρίζω, προσμειδιάν, lacheln .(von Kindern)
αναγαράς ο (turk. Nahara), κύμβαλον,Schallbecken. 59.5
αναγνώθω, αναγιγνώσκειν, lesen.
αναβουλιώ (gula, it. Gola οισοφάγος), εμετιάν, Erbrechen fuhlen
αναγυρισμένος (siehe γυρίζω), wie
κοσμογυρισμένος, πολυπλάνητος,viel gewandert, viel gereist 120.8 192.1
αναδένω (δένω, δέω), πηγνύναι, gerinnen lassen (siehe τυρί). 120.12
αναζητώ, αισθάνεθαί τινός λείποντος,das Fehlen von etwas merken; επιθυμείν,ποθείν,vermissen,Sehnsucht nach etwas
haben. 20.6 21.5 299.30 etc
ανάθεμα το, η αρά, der Fluch; Ανάθεμά σε, κατάρατος είης, sei verflucht. 293.21 Davon μυριανάθεμα το. 293.20 etc.
αναθεματίζω, καταράσθαι, verfluchen.20.13 293.20 etc.
αναθιβαίνω und αναθιβάνω, Fut. Θαν
αναθιβάλω (sehr heufig beim Sprechen),μνείαν oder λόγον ποιείσθαί τινός, erwahnen 1.3 etc.
αναθρεφτός, Pflegakind.
ανάκερος, ακέραιος, όλος, totus, ganz. 41.6
αναλλόνω (άλλος), συγχείν confundere, verwechseln, verwirren. Davon
αναλλώματα τα, ταραχαί, στάσις, motus,  concitatio, Aufruhr, Aufstand.
αναμαζωξιάρης ο (siehe μαζόνω), παράσιτος, ein von der Strasse aufgelesener Mensch, Schmarotzer.
αναμελειά η, αμέλεια ignavia, Nachlassigkeit, Faulheit.
αναντρανίζω (ατενίζω?) επαίρειν, aufheben;
αναντρανίζω τα μάθια μου oder nur
αναντρανίζω , τα όμματα αναβάλλειν, attollere oculos, aufblicken. 48.52 76.1 131.45 282.15 etc. Davon
αναντράνισμα το, το ανάβλεμμα, das Aufblicken.119.5
αναρωτώ, πυνθάνεσθαι, requirere, nechfragen
ανασέρνω, ανασύρειν, extrahere, heraufziehen; Αναρριχάσθαι, klettern; αναπνέειν, respirare, aufathmen
ανασταίνω, ανιστάναι, aufrichten; resuscitare, wieder zum Leben bringen; Αναψύχειν, erquicken.
αναστορούμαι (ιστορέομαι), μεμνήσθαί τινος, sich besinnen. 25.8 etc.
ανατέλλω, αναφαίνεσθαι, erscheinen. 94.1 etc.
ανατολικός ο, ο απηλιώτης,der Ostwind.
ανατριχιώ und ανατριχιάζω, φρίττειν,ορρωδείν, horreo, capilli horrent, die Haare stehen mir zu Burge, ich schaudere.
vor etwas, ich zittere.
αναχαράσσω, μηρυκάσθαι, wiederkauen; den Mund halb aufmachen.II.186
άνε oder άνεν (α Arsis), ανέ oder ανέν (ε Arsis) = αν, εάν si, wenn.
ανεβάζω αναβιβάζειν, steigen lassen.
ανεδιάζομαι (ιδέα), αισθάνεσθαι, wahrnehemen; Ανιχνεύειν, ρινηλατείν, nachspuren. 111.12 307.16
ανεμοκυκλοπόδης ο = αελλόπους, sturmaschnell
άνεσι η, η άνεσις,die Erholung.
ανυβουλής, άνευ βουλής, αέκητι, οohne Zustimmung, wider Willen. 58.26
ανήπλυτος, άπλυτος, ρυπαρός ungewaschen, schmuzig.
ανιτερί το (turk. Intari), χιτών, χιτώνιον, palla, ein proachtiges Obergewand. 272.20 Jetzt versteht man unter
ανιτερί das Messgewand des Priesters.
ανοίγω, ανοίγειν, offnen; διαρρήγνυσθαι, zerspringen.
ανταμόνω, αντάν, απαντάν, begegnen. 48.49
αντάρα η (ανταίρω), αχλύς, ομίχλη, Hohenrauch, Nebel. 126.10 193.8 etc.
ανταραχή η, ταραχή, τύρβη, tumultus, Larm; ομίχλη, Nebel.
αντένα η, antenna, η κεραία, die Segelstange.
άντερο το, έντερον, Darm.
αντέτι το, Plur. Αντέθια (turk. Ahdet), έθος, Sitte. 218.9 304.6
αντιγαέρνω (siehe γαέρνω), υποστρέφεσθαι zuruckkehren.
αντίδικος, απειθής, αυθάδης, contumax, trotzig, Trotzkopf.
αντικομός oder αντικομμός ο (κόπτω), διακοπή, Unterbrechung; τίμησις, aestimatio, Abschatzung.
αντίντερο το, το αντίδωρον, die geweihte Hostie. 128.11
αντίς, αντί statt.
αντόντι το, Gen. αντοδιού, οδόντιον, Zahn. 38.88 49.14 204.7 etc
αντράκι το, Diminutiv von άντρας, ανήρ, Mann.
αντρειωμένος, ανδρείος, tapfer.
αντροκάλιο το, πρόκλησις, provocatio, Herausforderung. 276.16
αντροκαλώ. (mit Accus.), αντροκαλιούμαι und αντροκαλίζομαι (mit. Gen.), (άνδρα καλώ), προκαλείσθαι, provocare,
herausfordern. 148.9
αντρόϋνο, d.h. αντρόγυνο το
αντρωμένος = αντρειωμένος 107.6 177.1 etc.
ανύχι το, όνυξ, Nagel (an den Fingern und Zehen der Menschen und Thiere), unguis;απού τ'ανύχια ως την κορφή,
εκ κορυφής ες άκρους όνυχας, a capillo usque ad ungues, vom Kopf bis zur Zehe. 61.78 etc.
αξάδελφος (εξάδελφος), ανεψιός, der Vetter.
άξαφνα, εξαίφνης, άφνω, plotzlich.
αξέπλεχτος soviel als άπλεκτος, ungeflochten, aufgelost.
απάκι το (turk. Apack), κρέας καπνιστόν, Rauchfleisch. 307.60
απαλαίω, απαλαίγω und απαλεύγω, παλαίειν, luctari, ringen. 142.13 146.13 etc.
απαντέχω (bei den Albanesen heisst esauch παντέχ), προσδοκάν, ελπίζειν, erwarten, hoffen. Davon απαντοχή η,
η προσδοκία, die Erwartung.
απαντώ, Fut. Θα απαντήξω, απαντάν, begegnen; προτάττεσθαι, ανακόπτειν =, obstare aufhalten, zuruckhalten.
41.40 92.1 etc
απάνω = επάνω
απανωγίγλι το (siehe γίγλα), ο δεσμός, το έποχον, der Sattelgurt. 126.20
απανωζεύλι το (siehe ζεύλα).
απανωπρούκια auch παραπρούκια τα(προίξ) τα παράφερνα. 272.3
απάρθενος, παρθένος, virgo, jungfraulich, Jungfrau. 76.4 etc.
απατός oder ατός, αυτός, ipse, selbst;
απατός μου, ego ipse etc. 174.2 246.11 etc.(im hoflichen Umgang): απατός σου oder ατός σου soviel als η αφεδιά σου...
oder η ευγενεία σου, Sie.
απελαλώ, απελαύνειν, wegjagen. 213.1
απηλογούμαι, Fut. Θάν (oder θ') απηλοηθώ (απολογέομαι), αποκρίνεσθαι, respondere, antworten.
απής, απήτης und vollstandig απήτης ώρας, επεί, επειδάν, postquam, nachdem. 123.3 128.6 etc.
απίδι το, το άπιον, die Birne.
απλόνω, εκτείνειν, ausbreiten; απλόνω τη χέρα (auch ohne τη χέρα), ορέγειν την χείρα, die Hand ausstrecken.
από (nur vor Vocalen und vor κ,γ,χ, und ρ, sonst απού) = από
απογλακώ (siehe γλακώ), καταδιώκειν, verfolgen. 48.6
αποδέλοιπος, υπόλοιπος, reliquus, ubrig.
αποδιαντρέπομαι wie ξεδιαντρέπομαι (εντροπή), απαισχύνεσθαι, die Scham ablegen,sich nicht mehr schamen 297.6
αποδιαφώτισμα το, το διαύγασμα, der Anbruch des Tages. 144.9 etc.
απόδομα το, η σχολή, ο έσχατος βίος, το γήρας, otium, der Ruhestand, das Alter. 307.20
αποζιγόνω = απογλακώ.
αποκαλαμιά η, αι καλάμαι, das Stoppelfeld.
αποκασταλάσσω (it. Stalare, ιστάναι), αποκαθίστασθαι, sich zur Ruhe setzen, sich niederlassen. 124.1
αποκλεισμένος, περιπεφραγμένος, abgesperrt; απεγνωκώς, desesperatus, hoffnungslos. 28.72
απόκοτος (κότος?), εύτολμος, θαρραλέος, muthig. 19.4
αποκοτώ, τολμάν, wagen, Muth fassen 21.31 267.13 etc.
αποκρισιάρης ο, άγγελος Botschafter.
απολυώ und απολάρω, απολύειν, loslassen. 299.9 etc.
απομεσήμερο το, der Nachmittag.
απομονή η, υπομονή, Geduld.
απόντα (από όταν), από εκ, seit (vor Adv.).
απόντε (από όντε, όταν), αφού, εξ'ού, seitdem (vor Verb.).
αποντεστινάρω, destinare. 272.41
απονωρίς oder απονωρής (ένωρος ενωρίστερον), πρό της ώρας πρωϊ, fruhzeitig, fruh.
απορπίζω, απελπίζειν αφαιρείσθαί τινος την ελπίδα, jemand die Hoffnung benehmen, zur Verzweiflungbringen.
απορριξιμιός (απορρίψιμος), απόβλητος, άτιμος, contemptus, ohne Werth, unbrauchbar, unwurdig.
αποσβολόνω, verstarktes ασβολόνω.
αποσκύβαλα auch σκύβαλα τα, τα σκύβαλα, die Kleien.
αποσπερίτης ο, ο έσπερος, der Abendstern. 283.4 etc.
αποσταίνω, καταπονείν, defatigare, ermuden, abmatten; Αποστεμένος, κατάκοπος, ermattet.
αποτσακίζω (siehe τσακίζω), αποκρούειν μετακλίνειν, umschlagen, anders wohinwenden, abwenden. 273.9 280.10 etc.
απού = ο οποίος.
απού = από
άπου = όπου
αποφανίζω, τιμάν, auszeichnen; Διαπρέπειν, sich auszeichnen. 254.10 etc.
αποφασίζω, γιγνώσκειν, decernere, beschliessen; Αποφασίζω τη ζωή, παραβάλλομαι τον βίον, ich wage mein Leben
αραγιάς ο (turk. Raϊa), υπήκοος, der (turkische) Unterthan. 29.19,21 etc.
αραγός ο (Etym.?), ασκίδιον, ein kleiner, Schlanuch, uter. 252.6
αράθυμος (άγαν θυμός), οξύθυμος, οργίλος, iracundus, jahzornig, heftig.
αράσσω, ορμίζεσθαι, landen; Ορμάν, anfallen.
αραχνιασμένος, ηραχνιωμένος, πλήρης αράχνης, voll Spinngewebe. 141.2 etc.
αργά οψέ, spat; Εσπέρας, abends.
αργαλειός ο, ο ιστός der Webestuhl, der Webebaum. 288.2
άργανο το, όργανον, Instrument. 247.3 etc.
αργαστήρι το (εργαστήριον, εργάζομαι), ο ιστός, der Webebaum; Αποθήκη, κατάστημα εμπορικόν, horreum, das
Vorrathshaus, der Kaufladen.
αρίφνητος, αναρίθμητος, innumerabilis, unzahlig. 125.11
άρκαλος ο (vgl. Άρκηλος), μυωξός, der hamster.
αρκομπούζι το (it. Arcobugio, archibuso), eine Art Pistole. 51.23
αρκούδι το, sonst αρκούδα η, άρκτος, Βar.
αρμάδα η (it. Armata), ο στόλος, classis, die Flotte.
άρματα τα (arma), τα όπλα, die Waffen.
αρμέγω, αμέλγειν, melken. 120.11 etc.
αρμενίζω (άρμενα), πλείν, φέρεσθαι, navigare, segeln, schiffen. 112.1
αρμενοκούπι το, die Fahrt mit Rudern und Segeln. 17.13 44.3
αρνεύγω (αρνίον, wie γίνομαι αρνί=gut werden, sich beruhigen; Ειρηνεύω), αποκλαίεσθαι, καταπροαϋνεσθαι, aufhoren
zu weinen, sich beruhigen (von Kindern).
αρόλιθος ο (Etym?), ein Felsenloch zum Wasserschopfen.
αρπώ und αρπάζω, εξαρπάζειν, eripere, enreissen. 249.9
αρραβώνας ο (αρραβών), ο της εγγύης δακτύλιος, der Verlobungsring.
άρρος, bei den Sphak. Statt άλλος.
αρρώστια oder αρρώσια η, νόσος, krankheit.
αρτζιχάλι το (turk. Ardsuhal),ικετηρία γραφή, Bittschrift, Gesuch. 53.16 etc.
αρχιμενιά η (αρχή μην) = αρχιχρονιά, η πρώτη του έτους ημέρα, der Neujahrstag.263.5 307.78 etc.
άρχομαι und αρχινίζω, άρχεσθαι, beginnen.117.13 etc.
αρχοντικό το, οίκος άρχοντος, ein vornehmes Haus.
αρχοντολόϊ oder αρχοντολόγι το = οι άρχοντες
αρχοντοπoύρα η, bei den Sphak. Statt
αρχοντοπούλα, δεσποινίς, virgo, domina, das Fraulein.
ας = άφης, d. h. Άφες, lass. ( siehe αφήνω ).265.36 etc.Dasselbe dient als hulfswort zur Bildungdes Imper. Und absoluten.
Conj. Ας έλθη,
ελθέτω; Ας πάμε, ίωμεν etc.
ασβολόνω (ασβόλη, Kohlenstaub), τυφλούν, jemand Staub in die Augen werfen oder streuen, ihn blenden. M.180.
ασερνικός (αρσενικός), άρρην mannlich.
ασικιαρέ (turk. Assikiare), φανερώς, δημισία, palam, in publico im Angesicht, offentlich
ασκέρι το (turk. Asker), στρατός Heer Mannschaft. 86.76 etc
ασκί το, ασκός, der Schlauch; Κοιλία, der Bauch (famil.); Έχει το διάολο'ς τ'ασκί, il a le diable au corps, er hat den
Teufel im Leib. M. 188.
ασκιά η, η σκιά, deer Schatten; Φοβάται την ασκιάν του, την εαυτού σκιάν δέδοικε, umbras timere, sich vor seinem
Schatten furchten.
ασκιανιός ο, bei den Apokoroniten und Sphak. = ασκιά.
ασμπερδένω, Fut. Θαν ασμπερδέξω (εμπεριδέω)εμπλέκειν, implicare, verwickeln; εμπλέκεσθαι, implicari, sich
verwickeln. M114.
ασπάλαθρος ο, ο oder η ασπάλαθος, ein dorniger Strauch. M.43.
ασπερινός ο, Wie αποσπερίτης ο έσπερος, der Abendstern.
άσπρο το, die kleinste turkische Munze = ein Drittel eines παράς (sie ist nicht mehr in Umlauf); Uberhaupt άπρα=χρήματα
129.23. 268.2 etc.
ασπροκούτελος (άσπρος = λευκός, κούτελο = μέτωπον), λευκομέτωπος,λευκόθριξ, weisstirnig, weisshaarig, alt.
άστε, Imper. Aor. Statt αφήστε (siehe ας und αφήνω).
αστήθι το, το στήθος, die Brust, der Schos.129.11 126.27 etc.
αστοχώ, αστοχείν, verfehlen; Δυστυχείν, κακοπραγείν, arm oder unglucklich sein. 172.7
άστρο und άστρι το, Plur. άστρα und άστρη
αστήρ, Stern. 118.19 etc.
αστράγαλος ο, ο αστράγαλος, το σφυρόν, der Fussknochel
άτζεμπα, Fragewort (turk. Adseba), άρα; άραγε; ne? (siehe παιδί).
ατζί το (την γαστροκνημίαν η των πολλών γλώσσα άνζαν φησί, Eust.II.ψ), η κνήμη, das Unterschenkelbein. 92.4 etc.
ατζοπατώ, ποδοκτυπείν, γαυριάν, die Erde mit den Fussen stampfen, sich brusten, se ostentare.
ατιμάζω (vgl. Απάρθενος und αδυνατός), τιμάν, ehren, schatzen. 182.5 etc.
ατίμητος, ανεκτίμητος, υπερτίμιος, unschatzbar. 159.5 etc.
ατιρντίζω (turk. Arterdi, vgl. Addere, addiren), επιτιμάν, πλειστηριάζειν, den Preis erhohen.
ατλής ο (turk. Altu), ιππεύς, Reiter. 48.58, 72
ατός, siehe απατός.
ατσάλι το (vgl. Acies, acuere, it. Acciato), o χάλυψ, der Stahl.
αυγερινός ο (αυγή), ο εωσφόρος, ο φωσφόρος Lucifer, der Morgenstern. 168.1 171.2
αυγό το, το ωόν, das. Ei.. Davon αυγουλάκι το 307.61
αυτί το, Gen. Αυθιού, Plur. Αυθιά (altkretisch und lakonisch αύς, Gen. Αυτός),το ούς, das Ohr. 270.13
αφεδειά η (αυθέντης), οι εντέλει, η αρχή oder αι αρχαί, magistratus oder magistrati,  die Obrigkeit. 88.2 etc.
αφεδιά η (αυθεντία), η σεμνότης, die Wurde; η αφεδιά σου (του, τση, τωνε etc.) = Sie (vgl. Απατός).
αφέντης ο, Fem. Αφέντρα, αυθέντης, δεσπότης, der Herr, der Gebieter. 103.7
αφίνω, Fut.θαν αφήσω, Aor. Άφηκα,  Ιmper.Sing. Άφης und ας, Plur. Αφήστε und άστε; αφιέναι, lassen. 261.30 etc.
αφορέζω, d.h. Αφορίζω (nur von Priestern), excomunicare, in den Kirchenbann thun, verfluchen.
αφράτος oder αφράτος (αφρός, αβρός), τρυφερός, frisch. 131.57 178.5 etc.
αφρουκάζομαι, ακροάζεσθαι, horchen, zuhoren; Υπακούειν, parere, gehorchen.
άφτω, άπτειν (Arist. Nub. 57), ανάπτειν, anzunden 144.5 131.39. 246.4. M.179 etc.
αφώριος (ώρα), νεόπλαστος, καινός, neu, neugemacht, frisch. 285.20
αχαμνοπιάνω (αχαμνός [χαύνος], πιάνω, siehe dieses), χαλάν, ανιέναι, schlaff machen, nachlassen. 71.7
αχείλι το, Plur. Αχείλια, αχείλη und χείλη, το χείλος,labrum, die Lippe, der Rand.
άχερα τα, τα άχυρα, ο χόρτος, η φορβή, das Stroh, die Spreu, das Futter. 253.2 etc.
αχλάδα η, η αχράς, der Holzbirnbaum.
άχνα η (άχνη, dor. Άχνα), ατμίς ατμός, der Dunst, die Ausdunstung; Δε βγάνω άχνα, ουδέ γρύ λέγειν, nicht eine Silbe...
sagen. 17.89 128.26 129.26 etc.
αψύς, αψειά, αψύ (άπτω), αψίθυμος, γοργός, δριμής, feurig, heftig, scharf. 51.50 etc.
B
βάγια η (βαϊα), η τροφός, nutrix, die Amme; θεράπαινα, κομμώτρια, kammermadchen, Zofe. 127.27 131.55 155.5 etc..
βάγια τα, η βαϊς ο φοίνιξ, palma; η ημέρα των βαγιώ, η βαϊφόρος εορτή, η Κυριακή των βαϊων, der Palmsonntag
βαγιοκλαδίζω (βάγια τα, κλάδος),sovielals βαυλίζω 119.14.
βαγιοκλαδιστής ο, θεράπων, der Pfleger. 241.16
βάλη, τα (it. Vaglia), ανδραγαθίαι, πράξεις die Thaten.
βαλής, ο (turk. Vali,it. Bali), επίτροποςVerwalter
βάνω, Fut. Θα βάλω, τιθέναι, legen; βάνω τα ρούχα μου, sich anziehen.
βαραίνω, Fut. Θα βαρώ, πληγάς εμβάλλειν, schlagen; Προσκρούεσθαι, sich anstossen.
βάρδια η, (ven. Vardia, it. Guardia), φρουρά, σκοπός, die Wache. 299.20 etc.
βαρδιάνος ο (ven. Vardiano, it. Guardino), φύλαξ, σκοπός, der Wachter.
βαρθακός ο, ο βάθρακος oder βάτραχος,der Frosch.
βαροπρουκίζω μετά πολλής προικός εκδιδόναι, eine starke, grosse Mitgift geben.
βαροχαρατσόνω (siehe χαράτσι), βαρύν φόρον επιτάττειν, eine schwwre Steuer auferlegen. 268.2
βαρυούμαι, Fut. Θα βαρεθώ (βάρος), οκνείν, βλακεύειν, faul, trage sein;  Βαρυούμαι τη ζωή μου, seines Lebens
uberdrussig sein.
βαρύς, βαρειά und βαρά, βαρύ, βαρύς, gravis, schwer. 152.1 192.5
βασαρμολουσμένος, βαλσαμώ oder μύρω λελουμένος, in Balsam gebadet, balsamisch.
βάσαρμος ο, η βάλσαμος. 120.1 etc.
βασιλεύγω βασιλεύειν, regnare, Konig sein; Βασιλεύγει ο ήλιος (το άστρο, το φεγγάρι etc.), occidere, untergehen
(vgl. It. Bassare). 196.1 etc.
βασιλίκι το, η βασιλεία, regnum.
βαγεστίζω (turk. Vasgestin), αφιέναι, παραιτείσθαι, aufgeben, versallen. 52.46 117.7
βάτος ο, η βάτος, der Brombeerstrauch
βαυλίζω, θεραπεύειν, ziehen, pflegen. 241.8
βγορίζω (seihe όβγορο), εξέχειν, περιφανήείναι, von allen Seiten sichtbar sein, hell sein.
βεζύρης ο (turk. Vesir), άρχων, τετράρχης, Statthalter, Regent.
βελούδο το (ιt. Velluto, fr. Velours; velum, villus), ο εξάμιτος, der Sammt. 13.79 etc.
βενέτικο (scil. Φλουρί) το, νόμισμα χρυσούν, venetianische goldene Munze, Goldstuck. 297.3
βέργα η, (it. Verga; vergo) virga, ο κλών, das Reis, die gerte; davon βεργολυγερή und βεργολιγνολυγερή, εύστροφος,
ευκίνητος, leicht beweglich, schlank.
βερέμι το (turk. Verem), η φθίσις. 196.6 Davon βερεμιάρης, φθισικός. 196.3
βίγλα η, (it. Viglia), vigilia, φρουρά, die Wache. 218.3 etc.
βιγλίζω, vigilare, φρουρείν, σκοπείν, wachen, beobachten, lauern. 126.26 etc.
βίδα η, (ven. Vida), κοχλίας,έλιξ, die Schraube; (scherz.) η γνώμη, die Gedanken, der Kopf. M.210.
βιζιτάρω (it.Visitare), επισκοπείν, beobachten
βιλαέτι το (turk. Vilajet), νομός, χώρα, District, Land. 51.10.
βιόλα η (viola), άνθος, Blume. 140.32 294.13
βίος το, θησαυρός, Schatz.
βίσεχτος, bisextus; Ολέθριος, fatalis, unheilbringend. 272.8 etc.
βιτουριέρος ο, victor, νικηφόρος, der Sieger.
βίτσα η (vgl. Fistula, fiscus)= βέργα.
βιτσίζω μαστιγούν, ιμάσσειν, peitschen.
βίτσισμα το (βιτσίζω, vgl. It. Guizzare, quassare), δρόμος βραχύς, ein kurze rLauf. 102.13.
βλαστημώ, βλασφημείν, maledicere, lastern. 126.45 etc.
βλέπω wie θωρώ (siehe dieses). Οράν, sehen; Βλέπου σε (sehr oft), nimm dich in Acht.
βλογώ, Fut. Θα βλοήσω, ευλογείν, segnen trauen. 121.16
βολά η, wie φορά, Mal.
βολεί, καιρός oder ευκαιρία εστί, vacat, tempus oder spatium est.
βολετό auch βολεζάμενο, εύκαιρον, opportunum.
βόλι το (βολή), ο δίσκος, η δισκοβολία, das Steinwerfen.
βόλιτα η (it. Volta), περίπατος, περιπάτησις, das herumgehen, der Spaziergang.
βολιτάρω (volitare), περιέρχεσθαι, ambulare, herumgehen. 48.65
βοσκόπουρο το, bei den Sphak.statt
βοσκόπουλο, Hirtenknabe 90.1.
βότανο und βοτάνι το (βοτάνη), φάρμακον, herba medica, Heilpflanze.
βότυρος ο, το βούτυρο, die Butter.
βουβάλι το, βους, Rind, Stier, Ochse.
βουηθώ, βοηθείν helfen.
βούϊ το, soviel als βουβάλι.
βούλα η (bulla), σφαγίς, das Siegel; Το σημείον, das Zeichen.
βουλώνω, σφραγίζειν, siegeln, stempeln. 61.44. βουλωμένος στιγματίας
βουλώ (bullo?) βυθίζεσθαι, καταδύεσθαι, untersinken.
βούργια η (βύρσα), θύλακος, Sack. Davon βουργίδι το, σακίον, θυλάκιον, Sackchen.
βούρκα τα (vgl. Βλύω, βρύω, βόρβορος), ιλύς, humida, nesse Stellen, Schlamm. 149.6
βουρκώνω, δακρύειν, in Thranen zerfliessen 50.15 75.26.
βουτσί το (βικίον, it. Botte), πίθος, Tonne.
βουτώ (βυθός), βυθίζειν, βυθίζεσθαι,tauchen. Davon βουτακιά η. 72.11
βρακοζώνη η (βράκα, bracca), der Hosenbund. 35.68.
βρίσκω und βρίστω, Aor. Ηύρα, Conj. Βρώ;ευρίσκειν, finden 103.13 etc.
βυζάνω (μυζάνω, βλύζω), θηλάζειν, lactare, saugen
βυζί το, ο μαζός oder μαστός, der Busen. 128.9 etc.
βωλοσέρνω, soviel als κωλοσέρνω ( sehr oft sagt man ) βωλοσέρνω, statt, κωλοσέρνω, nur um das Wort κώλος...........
{der Hintere} zu vermeiden;  gleichfalls: μα το θεριό, statt μα το Θεό, bei Gott,ανάλεμα statt ανάθεμα, verflucht etc.
vgl. Χυλός).
Γ
γαγερμός, γαερμός und γιαγερμός ο (siehe γαγέρνω), επάνοδος, απονόστησις, die Kuckkehr, γαγέρνω, γαέρνω und....
γιαγέρνω (vgl.κάμπτω und turk. Gaeri, ruckwarts), αναπέμπειν,remittere, zuruckschicken, zuruckgeben; Επανέρχεσθαι,
zuruckkehren.
γάϊδαρος ο (turk. Gaisar), ο όνος, der Esel.
γαϊτάνι το (turk. Gaϊtan), fistula, ein dunner Strick. Davon γαϊτανόφρουδη. 165.4 etc
γαλάζιος (καλάϊνος), κυανούς, coeruleus, dunkelblau. 266.18
γαλιότα η (it. Galeotta), die Galiote.
γαμουλιώτης ο, d.h. Γαμηλιώτης, Ηοchzeitfeier.
γανόνω, γανούν, κασσιτερούν, verzinnen, blankmachen.
γάντζος ο (turk. Gandja, vgl. Κάμπτω), άγκιστρον, λύκος, der Haken.
γάρα το, bei den Sphak. Statt γάλα.
γαριερός (vgl. Μαγαρίζω, coeruleus und cariosus) und γαριοφορεμένος, ρυπαρός, pullus, schmuzigweiss.
γαρόφαλο το, το καρυόφυλλον, (it. Garofano), die Nelke.
γάστρα η, γάστρα, κεράμιον, Topf, Blumentopf. 209.2 etc
γάστρι το (γαστήρ), η κύησις, die Schwangerschaft. 209.2
γαυγίζω, βαϋζειν, υλακτείν bellen.
γγίζω (εγγίζω), άπτεσθαι, θιγγάνειν, beruhren, angreifen. 103.13 128.18 etc.
γδερμάτι το, το δέρμα, die Haut. 280.14
γδέρνω, εκδέρειν, abschinden.
γδέχομαι, εκδέχεσθαι, erwarten.
γδυμνός, γυμνός, nudus, nackt. 52.24 etc.
γεζίτης ο (turk. Jesit) άθεος, ασεβής, gottlos 56.31 etc.
γεί = γείς. 94.1 149.1 etc.
γειά η, υγεία, Gesundheit: έχε γειά! Vale! lebe wohl! Γειά σου oder εγειά σου! εύγε! Bravo!-----------------------------
γείς, Gen. Ενιούς und νιούς, είς, unus 19.33 110.2 115.1 etc.
γελέκι το (turk. ϊeleh, fr. Gilet), προστερνίδιον, die Weste.
γελώ, γελάν, lachen; Απατάν, betrugen.
γέμι το (turk.ϊem), φοβρή, χιλός, der Hafer, das Futter. 279.17
γεμιτζής ο (turk.ϊemidsi), ναύτης, Schiffer, Matrose, 60.18 116.1 etc.
γενιά η, γενεά, gens, das Geschlecht.
γεράκι το, ο ιέραξ, der Habicht. 188.5 etc
γερμένης, germanus. 130.19
γέρνω und γέρνομαι, εγείρεσθαι, aufstehen. 81.4
γέρνω και γέρνομαι (γέρων), κλίνεσθαι, sich neigen, sich biegen. 186.15
γέρνω, χείν, προχείν, giessen.
γερώ, γηράν, γηράσκειν, senescere, alt werden, alt machen. 223.1.3 305.28.
γεφύρι, γιοφύρι und διοφύρι το, γέφυρα, die Brucke.
γή = ή, oder.
γηά = γή.
γής η, η γή die Erde.
γήτεμμα το, wie γηθειά η, γοήτευμα, γοητεία, Zauberei, Hexerei.
γι, Euphonicum zwischen den Artikeln ή, ή , οι und den Worten die mit einem Vocal anfangen.
για (διά), προς, υπέρ, fur: ότι, διότι, weil. 41.54 etc.
γιαγέρνω, siehe γαγέρνω.
γιαγκίνι το (turk.ϊanghin), πυρκαϊά, Feuersbrunst, Fener. M. 154.
γιάϊντα und γιάντα (για ίντα, siehe dieses), διά τι; Τι; Τίνος ένεκα; warum?  wozu? 125.4
γιαίνω, υγιαίνειν, gesund werden; Ιάσθαι, heilen. M.165 308.4 310.15 etc.
γιαράς ο (turk. Jara), πλητή, die Wunde.
γιασεμί το (turk. Jassumi), der Jasmin.
γιαταγάνι το (turk. Iatagan),ξίφος, der Degen. 244.15
γιερός, υγιηρός, υγιής, gesund. kraftig. 34.13 51.19 etc.
γίδι το, αίξ, capra, die Ziege.
γίγλα η (it. Giglio), cingulum,  κοιλιόδεσμος, το έποχον, der Sattelgurt. 126.20
γιοκλαντάρω (turk. Joklandi), ερευνάν, forschen.
γιορντάμι το (turk. Joldum), o κόσμος, decus, die Zierde; Αρέσκεια, die Gefallsucht, Koketterie.
γιορντάσης ο (turk. Joldass), εταίρος, Kamerad. 34.11
γιορτή η, η εορτή, der Feiertag 47.1
γιούργια η, soviel als γιουρούσι.
γιουργιάρω γοργός vgl.Γιούργια und γιουρούσι,εφορμάν, auf jemand lossturzen;Εις φυγήν τρέπειν,in die Flucht schlagen
γιουρούσι το (turk. Juruss), έφοδος, εφορμή, das Lossturmen, der Angriff.
γιοφύρι το= γεφύρι 181.1
γιτσικά τα, αι στείραι αίγες, die unfruchtbaren Ziegen.
γιτσικός, αίγειος, caprinus, von der Ziege.
γιώμα το (γεύμα), το δειλινόν, das Nachmittagsbrot, das Vesperbrot, merenda. 229.1
γιωματάρω, das Vesperbrot essen. 121. 15
γκάβγω (vgl. Κάμπτω und χάζω), απιέναι, απέρχεσθαι, weggehen. 47.65 52.45 ect.
γκαρδιακός, ευθαρσής, animosus, herzhalf, muthig.
γκρυνιάζω (γρυλλίζω, grunnio), στυγνάζειν, σκυθρωπάζειν, niedergeschlagen,  misgestimmtsein.19.15 304.7
γλάκιο το, ο δρόμος, cursus, der Lauf. 142.5 etc
γλακώ (vgl. Αλυκτώ oder αλουκτώ, αλύσκω), τρέχειν, θείν, currere, laufen. 250.3 etc.
γλεντίζω ( siehe εγλεντζές ) , τέρπειν , oblectare , vergnugen , amusiren ; Τέρπεσθαι , ευφραίνεσθαι , sich amusiren, sich
ergotzen. M.61.
γλεντιστής ο, soviel als χαροκόπος.
γλίνα η, η γλίνη, το λίπος, das Fett, der Talg
γλιστρώ, λιστρούν, ολισθαίνειν, ausgleiten, ausglitschen 13.36 etc.
γλιτσιάζω, γλισχραίνεσθαι, γλοιούσθαι, zah und kleberig werden. 94.3
γλυτόνω (λυτρόω),ρύεσθαι, ελευθερούν, retten; Απαλλάττεσθαι, ελευθερούθαι τινος,sich von etwas befreien.95.11etc
γνοιάζω (siehe έγνοια), επιστήναί τινα, jemand aufmerksam machen; Γνοιάζει με (σε, τον, τση etc.) es geht mich an;
γνοιάζομαι, aufmerksam werden.
γνωστικός, λελογισμένος, besonnen, vernunftig.
γόβα η, (it. Gobba), το σάνδαλον, ein ausgeschnittener Schub. M. 205
γόζιομαι [nicht γοϊζομαι] (όϊ, οϊζύω, oder οιζύω), οιμώζειν, webklagen, jammern.
γόϊ und εγόϊ! Όϊ! heu!Vae!Wehe!O!-γόϊ μου! εγόϊ μου! Οίμοι! Wehe mir!
γομάρι το (γόμος), το φορτίον, was ein Lastthier tragen kann, die Last. 126.40 etc
γονικά τα, οι γονείς, die Aeltern.
γοργό oder γοργώ (γοργός), ταχέως, εν βραχεί, brevi, bald.
γοργογόνατος, ωκύπους, celeripes, schnellfussig.
γοργός, ωκύς, ωκεπέτης, velox, schnellfliegend, schnell.
γούνα η, (it. Guna), διφθέρα, σισύρα, der Pelz.
γούρνα η, urna (γρώνη), λιθίνη υδροδόκη, ein steinerner Wassertrog. 132.8 268.3 etc.
γρά η, η γραύς, anus, vetula, die Alte. 157.4 etc.
γραίνω, ραίνειν, υγραίνειν, humectare, befeuchten, benetzen.
γρακώ, bei den Sphak. Statt γλακώ.
γραμματικός, λόγιος, doctus, gelehrt.
γραφτό το (γράφω), η ειμαρμένη, η μοίρα, das (von Gott geschriebene oder bestimmte) Loos, Menschenloos.
γρεμνίζω, κρημνίζειν, praepitare, herabsturzen. 262.17
γρεμνός ο, ο κρημνός, der Abgrund.
γρέος ο (it. Greco) ο καικίας, der Nordostwind.
γροικώ und δροικώ, selten αγροικώ, ακροάσθαι, ακούειν, zuhoren, horen. 74.2 99.6 etc.
γρόσι το (turk. Grusch), turkische Munze = 40 Paras, der Piaster (το γρόσιον); uberhaupt χρήματα, Geld. 129.23 etc.
γυαλί το, η ύαλος, vitrum, das Glas.
γυνί το, η ύνις, die Pflugschar.274.16 278.15
γυρεύγω (vgl. Γυρίζω), ζητείν, suchen. 193.6 etc.
γυρίζω (γύρος), στρέφειν, drehen; περιφέρεσθαι, περιτρέχειν, herumwandern, herumlaufen. 28.13 195.2 etc.
γυρογιάλι το, αιγιαλός, παραλία, die Kuste.
γύρος ο, γύρος, Kreis; fr. Cote, Seite; 'ς το
γύρο μου, παρ'εμοί, in der Nahe von mir, neben mir oder mich, apud me; Γύρου γύρου oder γύρου γυρού wie τριγύρου,
κύκλω, circum, ringesum. 151.1 300.2 etc.
Δ
΄δα = εδά 15.47 etc.
δαγκάνω und δακάνω, δάκνειν mordere, beissen.
δαμάσκηνο το, το δαμασκηνόν το κοκύμηλον, prunum, die Pflaume, die Zwetsche.
δαμασκί το (turk. Dimeschki), Adj. Von δαμάσκο το, der Damast.
δασκαλάκι το, discipulus, μαθητής, Schuler.
δε = δεν, ου, non, nicht.
δείχνω, δεικνύναι, zeigen; Φαίνεσθαι, scheinen. 118.14 δείχνει μου, ich scheine, ich sehe aus.
δεκαριά η, δεκάς, eine Anzahl von zehn. 105.1
δεκεί = εκεί.
δένε = δεν. 160.2
δεντρό το, Plur. Δεντρά und δέντρη, δένδρον, Baum. 120.1 114.4 231.2 etc.
δεπά = επά. 237.2
διαγουμίζω (turk. Jaguma), διαρπάσειν, expilare, plundern; Διασκεδαννύναι, zerstreuen. 143.4 184.2 etc.
διάγω und διάω, διάγειν, διαιτάσθαι, διατρίβειν, sich verweilen.35.19.38 126.4 etc.
διάζομαι, διάζεσθαι, anzetteln.
διακονιά η (διακονιά, Gottesbedienung), ελεημοσύνη, das Almosen.
διακονιάρης ο, πτωχός, einer der um almosen bittet, Bettler. 75.6.
διαλαλώ, κηρύττειν, laut ankundigen, bekannt machen. 125.15
διάλε und διάλοσι, siehe διάολος.
διαλεούδι und αποδιαλέουδο το (διαλέγω), το υπόλειμα, το άχρηστον, das Ueberbleibsel,  das Untaugliche. 44.30-----
διαολίζω(d.h.Διαβολίζω),εξιστάναι τινά του φρονείν, alci mentem exturbare,jemand des Verstandes berauben,verruckt
machen.
διάολος ο, διάβολος, πνεύμα πονηρόν, der Teufel. 51.20 etc.Den Voc. Διάλε (vor einem Artikel,dem ein anderer Artikel
oder das Relativpron. Πού folgt) und διάλοσι (ohne nachfolgenden Artikel) gebraucht man sehr oft um eine starke
Verneinung auszudrucken, z. B. Διάλε τη σταλιάν την (oder πού) ήπια oder διάλοσι σταλιάν ήπια, hole der
Teufel den Tropfen, den ich getrunken habe, d.h. ich habe keinen einzigen Tropfen getrunken. 110.13
διασκελώ und διασκελίζω, διασκελίζειν, διαβαίνειν, mit ausgespreitzten Beinen uberschreiten oder uberspringen.
διάω, siehe διάγω.
διγούμαι, διηγείσθαι, erzahlen. 122.1 etc.
δίδω und δούδω, διδόναι, dare;
δούδει μου (mit oder ohne ο νους μου)να…(=ο νούς μου μου δούδει συμβουλή) να, in mentem mihi venit, es kommt
mir in den Sinn, es fallt mir ein; Μου δούδει
λιγομάρα, das Erbrechen kommt mir an; δούδει θάνατος του κορμιού μου, es todtet meinen Korper.241.10 M31 M.225
δικάζομαι (δικάζω oder διχάζω), ερίζειν, διαφέρεσθαι, streiten.
δικητής ο, διοικητής, praefectus,Gouverneur. 62.6
δικός = εδικός 175.1 etc.
δίμουρος (siehe μούρη), αμφιπρόσωπος αλλοπρόσαλλος, δολερός, listig.
διορία η, προθεσμία, der Termin.
διπλοπόδης, mit uberschlagenen oder aufeinander geschlagenen Fussen. 153.4
δίχως (δίχα), άνευ ohne; Δίχως άλλο, πάντως, jedenfalls, ganz gewiss. 158.3 etc.
διωματάρης (ιδίωμα oder ιδώμα, siehe dieses), αξιοθέατος, μεγαλοπρεπής, stattlich. 199.4
διώχνω, καταδιώκειν, verfolgen, verjagen;
διώχνει μου να…= δούδει μου να…(siehe δίδω).
δό (nur vor μου), Imper. Aor. Von δίδω.
δόλιος und δολερός, δειλός, άθλιος, misellus, bemitleidenswerth, elend. 224.4 6
δοξάρι το(τόξον),το πλήκτρον,der Bogen;(ubertragen)μύες ρώμη,θυμός, Muskeln,Kraft, Muth,animus. 34.13 51.19 etc.
δόσι το, δώρον, donum, Geschenk. 155.4
δούδω = δίδω
δουλειά η, η ασχολία, το ασχόλημα, die Beschaftigung. 131,29 etc
δουλεύγω, εργάζεσθαι, arbeiten.
δουλευτής ο, δουλεύτρα η, εργάτης, Arbeiter; Υπηρέτης, Dienur.
δραγουμάνος und δραουμάνος ο (turk.dragoman), διερμννεύς, Dolmetscher.
δροικώ, siehe γροικώ.
δρομολάτης (δρόμος ελαύνω), οδίτης, οδοιπόρος, Wanderer. 271.6
δροσιά η, η δρόσος, το ψύχος, die Frische,die Kuhle; bei einem starken verneinenden Ausdrucke,wie δροσιά δεν
έφαγα, δροσιά δεν έβαλα 'ς το στόμα μου, ich habe nicht einen Bissen zu mir genommen(vgl. Διάολος)252.14253.14etc
δρόνω, ιδρούν, schwitzen.
δροσιός ο, soviel als ασκιά.
δύνομαι und δυνάζομαι, βαστάζειν, φέρειν, ferre, sustinere, tragen konnen, auf sich tragen konnen.
δώμα το, το δώμα, η στέγη, tectum, das Dach.
Ε
έβγα το (εκβήναι), το εξιέναι, η έξοδος, das Ausgehen. 122.33 126.25
έγγαλο το (scil. Πρόβατο oder σφαχτό), το έγγαλον, το γαλακτοφόρον,ovis lactaria.
εγλεντζές ο, (turk. Eglendsche), η τέρψις, die Vergnugung. 59.30 etc
έγνοια η, η έννοια, η μέριμνα, η προσοχή, die Sorge, die Acht, die Aufmerksamkeit.
εγώ, Gen. Μού oder μου, εμέ, εμένα, und μένα, Accus. Εμέ, με oder με, εμένα und μένα Plur. Εμείς, Gen. Εμάς und .
μας, οder μας Accus, μας(μάςε) οder μας und εμάς
εδά, νύν, nunc, jetzt.
επεδά, verstarktes επά. 130.25 etc.
εδετέθοιος, verstarktes ετέθοιος.
εδέτσι, verstarktes έτσι.
εδικός, d.h. Ιδικός, ίδιος, eigen, proprius; δικός μου, δικός σου, etc., unser etc.; συγγενής προσήκων, verwandt.
εζημιά η, η ζημιά, der Nachtheil, die Strafe.
έθοιος = ετέθοιος. 303.32
είμαι, είσαι, είνε (είναι) und bei den Sphak.
ένε, Plur. Είμεστα, είστε, είνιε  (είνιε),selten είνε (είναι), und bei den Sphak. Ένε. Ιmperf.
ήμου(ν) und ήμουνε, ήσου(ν) und
ήσουνε, ήτο(ν)und ήτονε; Plur. Ήμεστα(ν) und ήμεστανε, ήστε,ήσαν, ήσανιε und ήσανε, oder selten ήταν, ήτανιε
und ήτανε.
είς nur nach der Worten κάθα und πάσα (κάθε είς oder πάσα είς), έκαστος, πάς τις, quisque, unusquisque
jeder Einzelne, jedermann.
ειςέ = εις, sehr oft.
εκειά auch έκεια, εκεί da, dort.
εκειδά und έκειδα verstarktes εκειά.
εκεινοςάς verstarktes εκείνος. Diese starke Declination ist: εκεινοςάς, εκεινηνά,
εκεινονά; Gen. Εκεινουνά, εκεινησάς,
εκεινουνά; Accus. Εκεινονά, εκεινηνά,
εκεινονά; Plur. Εκεινοινά, εκειναιςάς
εκεινανά; Gen. Εκεινωνά (fur alle drei geschlechter); Accus. Εκεινουςάς,
εκειναιςάς, εκεινανά; Εκείνος, ille, is jener, derjenige.
εκεινοςές, εκεινηνέ,
εκεινονέ; Gen. Εκεινουνέ, εκεινηςές,
εκεινουνέ; Accus. Εκεινονέ, εκεινηνέ,
εκεινονέ; Plur. Εκεινοινέ, εκειναιςές
εκεινανέ; Gen. Εκεινωνέ (fur alle drei geschlechter); Accus. Εκεινουςές,
εκειναιςές, εκεινανέ; Εκείνος, jener da, dieser da.
έλατος ο, η ελάτη, die Tanne. 156,1
εληά η, ελαία, der Oelbaum und die Olive; (auf dem Gesicht) φακός, das Muttermal.
ελίγος, ολίγος, wenig. 48.102 etc.
εμιλιά und μιλιά η, ομιλία λόγος, Rede, Gesprach; Φωνή die Stimme. M.35
έμπα το (εμβήναι), το εμβαίνειν, η είσοδος, das Eintreten (vgl. Έβγα). 122.33 126.25
έν (nur vor den Pronom.τονε [=αυτόν],τηνε [=αυτήν],τoν oder τo[=αυτό]),τσηςε [=αυτούς], τσηςε [=αυτάς], ταε oder.
τα[=αυτά]),= ιδέ, ιδού, ecce; Έν τονε, έν τηνε, ιδού αυτός, ιδού αυτή, fr. Le voila, le voici. 133.61 etc.
επά, τήδε, ενθάδε, hier.
επεδά verstarktes επά.
έρεγος (siehe ρέγομαι), ορεκτός, εφετός, αρεστός, gern gesehen, gewunscht, angenehm.
εργώ, ριγούν, frieren. 160.1 282.28
ερωθιά η, ερωτιάς, τα ερωτικά, die Liebesangelegenheiten.
έρωντας, έρως, amor.
εσύ, Gen. Εσένα, σένα, εσέ und σε; Accus. Εσέ, σε, σε, εσένα und σένα.
ετέθοιος soviel als τέθοιος.
ετότες soviel als τότες.
ετότεσας verstarktes ετότες.
έτσα und έτσι ουτωσί ούτως, ώδε, sic, hoc modo, gerade so. 52.22 etc.
ευγιά η, ευδία, ανομβρία, jedes nicht regnerische Wetter.
ευτόνος = ευτός.
ευτός = αυτός.
ευτύς = ευθύς, sogleich.
έχη τα, τα κτήματα, die Habe, der Besitz.
έχνος το (ίχνος), κτήνος, das Vieh. 270.17
Z
΄ζά τα = ωζά (siehe ωζό)
ζαερές ο (turk. Sahile), τα σιτία, τα επιτήδεια, der Proviant,Mundvorrath. 31.70.
ζάλο το (σάλος, salum), το βάδισμα, der Gang, deer Schritt; Ίχνος, vestigium, die Spur.
ζαρίφης (turk. Sariff), κομψός, elegans, fein, niedlich.
ζευγάρι το, το ζεύγος, das Paar; Το ζεύγος, το ζευγάριον, boves arantes, aration, Jochochsen.254.6 286.4 etc
ζευγάς ο und ζευγολάτης, ο ζευγηλάτης, arator, der Achersmann.
ζεύλα η, η ζεύγλα, η ζεύγλη, der Jochring.
ζευλόνω, κάμπτειν, biegen. M229.
ζευτικό το, ο ζευγνύμενος βούς, βούς ο αρωτήρ, bos arator, das Jochrind.
ζήλος το (ζήλος), ο φθόνος, der Neid. 81.26
ζηλειάρης, ζηλότυπος, φθονερός, eifersuchtig, neidisch.
ζιγόνω, διώκω, jagen, verfolgen.
ζιμπούλι το (turk. Sumbul), ο υάκινθος.51.21
ζιώ = ζώ, leben M.60
ζόγια η. (it. Gioja), Schmuck,- Zierde; Blumenkranz;-- ein mit vielen Kleinoden, namentlich mit Goldstucken, geschmuckter
Kranz. 285.2 302.2 etc.
ζουδερός (vgl. Sudor und σείρ, σειριώ), φθινώδης, καχεκτικός, άχρηστος.
Η
Ηι, η = αι
Θ
θα, siehe θέλω
θαμή η (θάπτω), η ταφή die Beerdigung, das Begrabniss.
θαμμάζομαι, θαυμάζειν, bewundern.
θάρασσα η, bei den Sphak. Statt θάλασσα.
θαρρώ, νομίζειν, glauben, behaupten. 140.27 197.4 256.6 etc.
θέ, siehe θέλω
θέλω, θέλεις und θές, θέλει und θέ, Plur. Θέλομε und θέμε, θέλετε und θέτε,
θέλουν ode θέλουνε und θέλουσι oder
θέσι oder auch θεν, wollen. - Alle drei Personen von beiden Nummeri konnen, wenn das Bindewort να folgt, in θέ
abgekurzt werden und dadurch oft das Futurum bilden, z.B.(εγώ) θενά(θέ να)τσή μπέψω μια γραφή, ich will (werde) ihr
ein Schreiben (einen Brief) schicken; Θενά φάμε και να πιούμε, wir wollen (werden) essen und trinken etc.
Aus diesem θενά entstand das Hulfswort θα, durch dessen Vorsetzung stets das Futurum gebildet wird.
θενά (να Arsis) und θένα (θε Arsis), siehe θέλω.
θεριό το, ο θήρ, δράκων, wildes Their, Drache; Γίγας, Riese. 35.117 204.3 etc.
θέτω, τιθέναι setzen, legen; Κατακλίνεσθαι, sich niederlegen. 89.8 140.11 129.27
θηκάρι το, η θήκη, ο κολεός, die Scheide.
θιός ο, ο Θεός, der Gott; Ο θείος, der Oheim.
θλιφτός, άθυμος, περίλυπος, traurig.
θρέφω, τρέφειν, ernahren.
θρουλί το auch θρύμμα το, θρύμμα, Βruchstuck. 53.23 Davon θρουλίζω, θρυλίσσειν, zerschmattern, zerstuckeln.
θωριά η, η θεωρία, η θέα, das Aussehen.
θωρώ, Aor. Είδα (ίδα) Conj. Ιδώ, Imper. Ιδέ und ιδές;Θεωρείν, οράν, sehen.(Das anlautende ι allein bildet nie eine Silbe,
sondern  wird stets mit dem vorangehenden Vocal zusammen  ausgesprochen,, sodass Synizesis stattfindet. Diese
Eigenthumlichkeit hat Einige veranlasst zu schreiben: δγω, δγούμε, δγέ etc.vgl. Λέγω).
Ι
ιδώμα (oder ιδόμα) το (ιδείν), το βλέμμα, der Blick. - (Auch in diesem Worte bildet
das ι keine besondere Silbe, daher wird es in der Aussprache kaum gehort).
ιλάμι το (turk. Ilam), η κρίσις, το ψήφισμα, der Richterspruch.
ινάτι το (turk. Inat), η αυθάδεια, der Trotz.
ίντα (ίνα τι), was? - ότι, was; Ποίος, was fur?
ίσια, Adv. (ίσος), ευθύ, gerade.
ίσκα η, αι ίσκαι, το αγαρικόν, fungus aridus, der Schwamm, (zum Feueranmachen).
Κ
καβάζης ο (turk. Kavas), ο δημόσιος, der Gerichtsbote.
καβές ο, (turk. Kahvee), der Kaffee; das Kaffeehaus (neugr. Το καφενείον).
καβρός ο (it. Gavero, vgl. Πάγουρος), καρκίνος, cancer, Krebs.
καδένα η, catena, η άλυσις,die Kette.
κάθα wie πάσα (siehe είς), πάς, έκαστος, jeder.
καθρέφτης und καρφίχτης ο,  το κάτοπτρον, der Spiegel.
κάθω = κάθημαι.
καϊκι το (turk. Kaϊk), το ακάτιον, das Boot.
καιντώ, καίειν, πυρπολείν, brennen, sengen. 36.8 etc.
κακαποδούδω (vgl. Απόδομα),κακώς αποβαίνειν, schlecht ausfallen, ins Ungluck gerathen. Κακαποδομένος unglucklich
30.16
καϊρέτι το (turk. Kaϊret), o θυμός, το θάρσος, animus, der Muth.
καιρός ο, χρόνος, Zeit; Είνε του καιρού τση, εν ώρα (γάμου, τοκετού) εστί, sie ist in ihrer Zeit. 280.4
κακκαρίζω, κακκαβίζειν, gachern. 186.6 etc.
κακκογραμμένος (γράφω, siehe γραφτό), κακοδαίμων, unglucklich.
κακομοίρης (μοίρα), δυστυχής, unglucklich.
κακορίζικος (siehe ριζικό), starker als κακομοίρης.
καλαμιά η und καλαμιώνας, ο καλαμών,arundimentum,das Rohricht;Αι καλάμαι das Stoppelfeld.204.2 229.3 262.12
καλαναρχώ, κανοναρχείν, die Antiphonien singen, vorsingen (in der griechischen Kirche).
κάλαντα τα (calandae), der Gratulationsgesang, den die Jugend am Neujahrsabende zu singen pflegt. Davon
καλαντίζω = λέγω τα κάλαντα.
καλαπόδι το, το καλαπόδιον, ο καλόπους, der Leisten. M.177.
καλεστής ο, ο κλήτωρ, der Hochzeitsbitter.
καλλιάς ο, καλλιά η (καλλίων),αμείνων, besser. 174.3 182.4 etc. Adv.
καλλιά und κάλλια; Έχω κάλλια, προτειμώ, ich habe lieber, ziehe vor. M.224.
καλοκαρδίζω, φαιδρούν, ευφραίνειν,heiter, lustig machen, erfreuen;ευφραίνεσθαι, lustig werden.
καλόμοιρος ο, (gewohnlich von Madchen)
καλομοίρα η, ευτυχής, glucklich.
καλόφαγος, der alles gern isst.
καλώ, καλείν, einladen. 82.2 etc. Δεν το καλεί η γιώρα, άκαιρόν εστι, die Zeit erfordert es nicht. 61.104
καλώς ευ, bene καλώς τα κάνετε oder
καλώς τα πολεμάτε! Εύ πράττοιτε! salvete! Seid mir gegrusst! Gott gruss Ankommenden: καλώς σας ηύραμε! Und
bekommen die Antwork:  καλώς ωρίσετε! willkommen! 271.22 etc
κάμαρα η, η καμάρα, το ψαλίδωμα, fornix, der Schwibbogen, die Wolbung.
καμάρι το (καμάρα?), το σέμνωμα,die Zierde, die Ehre. 180.1 211.4
καμαρόνω (καμάρι), καταθεάσθαι,θαυμάζειν, betrachten.
καμενάχης = κάμε να έχης.
κάμερα η (καμάρα, camera, it. Camera), το οίκημα, το διαιτητήριον, die Stube. 149.1
καννυώ oder κανυώ, καμμύειν, καταμύειν, die Augen schliessen.
κάνω, Fut. Θα κάμω, ποιείν, machen; τίκτειν, erzeugen; Αρούν, pflugen; Λέγειν, sagen, (siehe καλώς). 272.27
καούδι το (κάω),το καύμα, der Brand, die Glut;  Η βάσανος, η ταλαιπωρία, die Qual, die Pein.
καπανταής ο (turk. Kapa daϊ), δυνάστης, βιαστής, Bandiger, Bezwinger.
καπέλο und bei den Sphak. Καπέρο το (it. Capello), ο πίλος, der Hut.
καπετάν oder καπετάνι (vor einem Namen),
καπετάνιος (ohre Namen) o (it. Capitano), κυβερνήτης, πλοίαρχος, Schiffskapitan;
καπετάν πασάς, der turkische Grossadmiral; Αγός, ηγήτωρ, Anfuhrer, Chef.
καπετάνα η (it. Capitana), η ναυαρχίς, das Admiralschiff.
καπνοπίνω, καπνόν πίνειν, καπνοποτείν rauchen.
καπότο το (it. Cappotto), η χλαίνα, das Oberkleid, der Oberrock. 254.9
καράβι το (κάραβος), ναύς, das Schiff. 112.1 etc
καραβοκάτεργο το, soviel als κάτεργο.
καραβοκύρης ο, κυβερνήτης, der Schiffskapitan. 129.14 etc.
καραβόσκοινο το, ο κάλως, das Schiffstau.
καραβοτσακισμένος, ναυαγήσας, naufragus, schiffbruchig.
καραμπίνα η (it. Carabina), eine Art kurzer Carabiner mit breitem Rohrende. 247.17
κάρβουνο το, carbo (it. Carbone), άνθραξ,die Kohle.
καρεφύλι το (turk. Karafil), eine Art Flinte mit dickem Rohrende.
καριόλα η (ven. Cariola, it. Cariuola), κλιντήρ τροχήλατος, der Rollstuhl.131.64
καρμανιόλα η (vgl.Κάρα, manusund carnifex), η λαιμοτόμος, das Fallbeil, die Guillotine.55.47
καρνάδος (carnasus, it. Carnale) ροδόχρους, ρόδεος, rosenfarbig. 140.32
καρός, bei den Sphak. Statt καλός.
κατέχω, κατέω und κατώ,
κατέχεις, κατέεις und κατές, κατέχει,
κατέι und κατέ, Plur. Κατέχομε und κατέμε,
κατέχετε und κατέτε, κατέχουσι, κατέσι und κατένε; Ειδέναι, wissen. 135.122 178.1
κατζικλίκι το (turk. Kadsiklik), απάτη, Betrug, List. 37.16
κατηγορώ, καταπονείν, entkraften, schwachen. 230.2
κάτης ο, catus (it. Gatto), η γαλή, ο αίλουρος, die Katze, der Kater; Φίλοι σαν το σκύλο με τον κάτη, amici ut
canis et catus.
κατσιφάρα η (κατήφεια?), η ομίχλη, der Nebel. 279.15
κατσιούλα η (catulus, it. Cazzuola), η γαλή, die Katze. Davon κατσουλοπαιγνιδιάρης 236.2
κατσόπρινος ο (άκανθα oder καθίζω, Fut. θα κάτσω), πρίνος χθαμαλή και πυκνή, eine niedrige und dichte Steineiche.
102.9
κατσόχοιρος ο, ακανθόχοιρος, das Stachelschwein. 310.24.
κατώ, κατές, κατέ, Plur. Κατέμε, κατέτε,
κατένε (auch κατέν), siehe κατέχω.
καυγάς ο (turk. Kauga) έρις, διαμάχη, Zank, Kampf. 174.6 etc.
καυκί το, καυκίον, κύλιξ,ein Gefass von Holz Becher; Εικάς, είκοσι, zwanzig (als Maass fur Schafe und Ziegen).
καύκος ο (καυχάομαι), ο ερωτύλος, ο εραστής, der Geliebte. 201.2 etc.
καϋμένος (eigentlich der Verbrannte, gewohnlich aber in der Beziehung:), δείλαιος! der Arme! 58.90 etc
καφάς ο (turk. Kafa),ο αυχήν, το ινίον, cervix, der Nacken, das Genick. 254.4
καφτάνι το (turk. Kaftan), ein turkisches Kleid, der Kaftan. 275.16
κάχριτα η (turk. Kachri), η έχθρα, το μίσος, der Hass, der Groll. 61.26
κάψα η, ο καύσων, die Hitze. Davon καψερός, καυστηρός, brennend.
καμπαέτι το (turk kabaet), το έγκλημα, das Vergehen, das Verbrochen.
καμπάνα η, campana, ο κώδων, die Glocke.
καμπαναρειό το, το κωδωνοστάσιον, der Glockenthurm.
καμπανέλι το (it. Campanello), o κωδωνίσκος, die Klingel.
καμπανίζω (campana), sonst ζυγίζω,σταθμάσθαι, wagen. 124.5 253.21 etc.
κάμπανο το, ο σταθμός, ο ζυγός, die Wage. 372.12
κάμπος ο (campus, it. Campo), το πεδίον, die Ebene, das Feld.
καμπούρης (turk. Kambur, καμπύλος), κυρτός, κυφός, gibber, buckelig.
καμπουρόνω und καμπουριάζω,καμπυλούσθαι, κυφούσθαι, buckelig werden. 186.13
κάμωμα το (κάμνω), το πράγμα, factum; Καμώματα τα, πρόβατα, die Schafe. 87.8
κανακάρης, αρεστός, χαρίεις, blanditus, reizend.
κανάκι το (turk. Okanak), το θώπευμα, blandimentum, die Schmeichelei, das Liebkosen.
κανάτα η (κανήτιον), ο αμφορεύς, η πρόχους, der Krug. κανίσκι το (κανίσκιον), δώρον βρωμάτων, ein aus Esswaaren
wie Fleisch, Brot, Wein etc., bestehendes Geschenk.
καντάρι το (it. Cantaro, turk. Kandar), στατήρ, ein Gewicht von 44 Okka; τα σταθμά, die Schnellwage. 252.29
253.10 etc.
καντήλα η (it. Cantela), η λυχνία, die Nachtlampe.
καντίνα η (turk. Kahadin), γυνή, mulier, Fran. 133.131
καντιφές ο (turk. Katife), ο εξάμιτος, der Sammt; Ο αμάραντος, das Tausendschon.
καντούνι und καντόνι το (it. Cantone), η γωνία, die Ecke, der Winkel. 52.27.
καρούλι το (carrulus, it. Carrucola), τροχαλία, die Winde, die Fadenrolle 300.3
καρπέτα η (it. Capetta), χιτών γυναικείος, ein Weiberrock.
καρσί (turk. Karschu), εναντίον, απέναντι, contra, gegenuber. 299.17
κάρτο το (it. Quarto), τέταρτον, Viertel (eines μίστατο, eines μουζούρι, auch einer Stunde). 307.64 etc.
κάρτσα η (it.calza, wie αρμυρός von αλμυρός) soviel als βράκα.
καρτσόνι το (it. Calzoni), κνημίς πλεκτή, der Strumpf. 131.9
καρτσονάς ο (eingentlich einer der Strumpfe tragt, daher) μαλακός, τρυφητής weibisch,  schwelgerisch. 51.48
καρφίχτης ο = καθρέπτης
καρώ, bei den Sphak. Statt καλώ.
καρώς, bei den Sphak. Statt καλώς.
κάρφας ο (turk. Kalfa), μαθητής, Lehrling.
κασαβέτι το (turk. Kassavet), πάθος, εμπάθεια, die Leidenschaft. M.87.
κασέλα η it. Cassella), η κίστη, η κιβωτός, der Koffer. 301.7
κασίδα η (κάσα), ο αχώρ, der Grind.Davon κασίδης, ψωραλέος, grindkopfig.M.33.etc.
καστέλι το, castellum, αστυφρούριον, Stadt, Festung; Επικράτεια, Gebiet.
κάστρο το, castrum, φρούριον, Festung. Davon καστροπολεμητής und
καστροπολεμάρχος 150.5 etc.
καταδούδω, προδιδόναι, verrathen. 208.7
καταλυώ, αναλίσκειν, verzehren; Αποτρίβειν, abnutzen; Διαχράσθαι, umbringen.58.11 267,18 etc.
κατάρτι το (κατάρτιον), ο ιστός, der. Mastbaum 299.20 etc.
καταχανάς ο (Etym.?), ψυχής σκιοειδές φάντασμα (Plat. Pfaed., p.81), der Vampyr, das Gespenst.
καταχνιά η (άχνη), ομίχλη, Nebel. 126.10
κάτεργο το (κάτεργον, Ruderschiff), τριήρης, die Galere.
κεδιά η, d.h. Κεντιά wie αντόδια fur οδόντια κεντώ), το στίγμα, το νύγμα, der Stich. 166.3
κειά = εκειά, εκεί
κελί το , cella, die Stube eines Monchs.
κεμέρι το (turk. Kemer) βαλάντιον ζωστήρος δίκην, ζώνη, zona, der Geldgurtel, die Geldkatze.
κερατάς ο (Schimpfwort), κεράστης, Hornertrager.
κερί το, cera, ο κηρός, das Wachs, das Wachslicht
κερκέλλι oder κερκέλι το, το κρικέλλιον, der Ringel. 159.1
κεσίμι το (turk. Kessim), η κόψις, der Schnitt (des Kleides); Κόσμος, Pracht. 24.19
κηλαϊδώ (κελαδέω), άδειν singen (von Vogeln). 123.20 130.8 etc.
κηραϊδώ, bei den Sphak. Statt κηλαϊδώ.
κιαγιάς ο, (turk. Kehaja), επίτροπος, Verwalter. 133.63 etc.
κιαείς oder κιανείς, Fem. Κιαμιά, Gen.
Κιανιούς (siehe γείς), niemand, keiner; τις, aliquis, jemand. 60.10 M. 62.
κιάλι το (turk. Kial), το τηλεσκόπιον, das Fernrohr
κιαπόεις, κιαπόκεις und κιαπόκειας (d.h. Και από εκεί) = εντεύθεν, tum, sodann, hierauf, nachher
κιατίπης ο (turk. Kiatip), γραφεύς, γραμματεύς, Schreiber. Buchhalter.
κιμάς ο (turk. Κima), περίκομμα, χόρδευμα, gehecktes Fleisch.
κινάς ο (turk khina), ρόδεον χρώμα Rosenfarbe.296,8
κινώ, κινείν, στέλλεσθαι, sich auf den Weg begeban; Κινά ο ποταμός, ο ποταμός υπερχειλείται, der Fluss tritt aus,
uberschwemmt.
κιόλας, ήδη jam, schon; Αληθώς, re, in der That. 100.2 140.32 etc.
κιόντες = κι'όμως, αλλά, aber.
κισιμέτι το (turk. Khissimet), τύχη, Gluck ;ελεημοσύνη, Almosen.
κιτάπι το (turk. Kitap), βιβλίον, Buck (der Koran). 230.11 etc.
κλειδονιά η, το κείθρον, claustrum, das Schloss (an einer Thure). 127,5 147.5
κλειδονιάστρα η, η κλειθρία, das Schlusselloch.
κλήδονας ο,Am Vorabend des Johannisfestes holt ein knabe,ohne dass er dabei ein Wort sprechen darf, Wasser(αμίλητο
νερό). In dieses Wasser wirft hierauf ein jeder von der Gesellschaft eine Frucht (gewohnlich Birne,Apfel u. gergl.),die er
durch ein besonderes Zeichen kenntlich gemacht hat. Die Nacht uber bleibt das Wasser mit den Fruchten unter freiem
Himmel stehen (αστροφεγγιάζεται). Des Morgens kommt die Gesellschaft wieder zusammen und fangt den eigentlichen
κλήδονας mit dem Liede 309 an. Wahrend jetzt ein Madchen eine Frucht aus dem Kruge herausholt, ruft ein anderes
Madchen jemand, der ein Distichon (μαντινάδα, gewohnlich von Liebe handelnd) sagen muss. Aus dem Inhalte dieses
Distichons wird das Loos desjenigen prophezeit, dem die Frucht gehort.
κλησιά η, εκκλησία, die Kirche.
κλωνίτσα η, soviel also κλωνάριον, Sprossling, Reis.
κοιλοπονώ, ωδίνειν, Geburtswehen haben kreissen. 112.1
κολάνι το (it. Collana, collare), η δειροπέδη, die Halskette (eines Pferdes). 56.21
κολατσιδάκι το, Dimin. Von κολατσιό το (it. Colazione), το ακράτισμα, das Fruhstuck, die Fruhstuckszeit. 291.1 etc.
κολισαύρα η, η σαύρα, lacerta, die Eidechse. 220.3 280.14.
κολώ mit Gen. (vgl. Κόλαφος, κόπτω), πλήττειν, παίειν, schlagen. 59.25 249.14 etc.
κολώνα η (it. Colona; columna), η κίων, die Saule.
κομματαρχία η, η αίρεσις, η στάσις factio, die Partei. 49.6
κομπί το, το κομβίον, der knopf.
κομπόνω (κομβόω), προσπερονάν, anknopfen; Απατάν, betrugen. 279.9
κομπωτής ο, ο φέναξ, ο ψεύστης, der Betrugen. 125.2
κόνα η, η εικών, das Bild.
κονάκι το (turk. Konack), το καταγώγιον, το οίκημα, die herberge, das Haus. 55.39 etc.
κονεύγω, καταλύειν, haltmachen, Quartier aufschlagen. M.159.
κόνισμα το, το εικόνισμα, das Bild.
κονταρεύγω und κοντεύγω ( κοντός, κοντάριον ) , ακονίζειν τιτρώσκειν , mit dem Speer verwunden; Κονταρεύγομαι
oder κοντεύγομαι, καταπίπτειν νοσούντα, plotzlich krank werden.
κοντεύγω (κοντός, kurz), πλησιάζειν, εγγίζειν, sich nahern, nahe daran sein.
κοντεύγω , siehe κονταρεύγω.
κοντύλι το (κόνδυλος), το γραφίδιον, ο στύλος, der Griffel. Davon
κοντυλοσερμένος, soviel als σύμμετρος, λεπτός, regelmassig, schon.
κοπέλα oder κοπελιά η, κοπέλι το (κόπτω;
κοπανίζω heisst auch entmannen, castriren)= παις ο und η, knabe, Madchen.Davon κοπελουδιά und κοπελοπούλα η, ein
kleines (niedliches) Madchen; Κόπελος ο, ein grosser Knabe; Κοπελιάρης auch κόπακας ο, νεανίας, Jungling.
κοπιάζω, πονείν, sich bemuhen; Κόπιασε,
κοπιάσετε, bemuhen Sie sich (her zu kommen).
κόρδα η, χορδή, nervus, die Darmasaite; soviel als δοξάρι (siehe dasselbe).
κορδέλα η (it. Cordella), η ταινία, das Band.
κορδίζω, τείνειν, διατείνειν, ausdehnen, ausstrecken; Σκορδινάσθαι sich recken.122.27
κορμί το (κορμός), το σώμα, η υφή, der Korper, die Taille.
κορφή η, η κορυφή, die Spitze (siehe ανύχι).
κόρφος ο (κόλπος), η μασχάλη die Achselhohle; Οι μαστοί, der Busen. 196.7
κορώνα η (κορώνη, corona), το στέμμα,die Krone.
κοσκινικό το (κόσκινον), die in einem Siebe befindl. Blumen, womit die Madchen den Hochzeitsleuten entgegen kommen.
κόσκινο το, το κόσκινο, das Sieb; = κοσκινικό 35.97.
κόσολος und κόσολας ο (it. Consolo; consul), ο πρόξενος, der Consul. 53.10 133.6
κότσι το (οστούν, ossum, os it. Osso), η κνήμη, das Bein; Ο κόνδυλος, das Gelenk.
κόττα η (κόττος), η αλεκτορίς, η όρνις,die Henne.
κουβεδιάζω, διαλέγεσθαι, reden.
κουβέντα η (turk. Kuvet),  η διάλεξις, die Unterredung, das Gesprach. 211.1
κουβέρτα η (it. Coverta), το κατάστρωμα, das Verdeck. 116.8
κουδούνι το, ο κώδων, das Glockchen (am Vieh). 99.4
κουζουλαίνω, εξιστάναι τινα του φρονείν, jemand ausser Fassung bringen. Davon κουζουλαμός auch τρελαμός, die
Verruckung. 172.21
κουζουλός (vgl. Σαλός), μωρός, narrisch, dumm.
κούκος ο, ο κόκκυξ, der Kukuk. 235.3
κουκοσάλι στο (κόκκος), η χάλαζα, der Hagel. 90.7
κουκουβάγια η (κουκούφας, κικκάβη), sonst σκλόπα η, η γλαύξ, die. Eule.
κουκούλι το, cucullus, ο πίλος, der Hut.
κουλούκι το (turk. Kuluk), το κυνάριον, das Hundchen; auch κουλουκάκι το Μ.140.
κουλουκουρίζω (κώλος κουρίζειν), τα οπίσθια αποκείρειν, die hintern Theile abscheren.
κουλλούρι το ( κολλούριον, κολλύριον), ίτριον, ein kreisrundes Brotchen.
κουλλούρα η, ein grosses κουλλούρι;
κύκλος, kreis; ein Kreis von Tanzern, die sich einander an den Handen halten.
κουμαντάντης und κουμαντάντες (it. Comandante), έπαρχος, αρμοστής, Befehlshaber. 49.11.
κουμπαράς ο (turk. Kumbara), σφαίρα πυροβόλος, die Bombe.
κουμπάρος ο, κουμπάρισσα, selten
κουμπάρα η (it. Compare), παρανύμφιος, Brautfuhrer. 256.17
κουμπές ο (turk. Kubhe, vgl. Cubus, κύβος), θόλος, die Kuppel.
κουμπίζω (accumbo), κατακλίνεσθαι, αναπίπτειν, sich niederlegen.
κουμπούρι το (turk. Kumbur), das Pistol.
κουνάλι το (Etym.?) πεπαίτατος, ganz reif; (komisch) οινοβαρής, vino gravis, stark betrunken. 251.18
κουνενός ο (κωνίς), υδρίσκη, ein Wasserkrug.κούνια η (cuna, cunae, it. Cuna, κινέω), το λίκνιον, η αιώρα, die Wiege.
95.8 308.14
κουνιάδος (cognatus), δαήρ, γαμβρός, Schwager. 61.56 130.29 267.16 etc.
κουνιώ und κουνώ, κινείν, σαλεύειν, bewegen; καταβαυκαλάν, wiegen, einwiegen (siehe κούνια). 95.8 308.13
κούντουρος (κοντός), βραχύς, brevis, kurz.
κούπα η (cupa, it. Coppa, fr. Coupe), κύπελλον, κύλιξ, Becher.
κουπί το, η κώπη, das Ruder.
κουράδι το (κουρά), η ποίμνη, το ποίμνιον, die heerde. 51.20 99.1 etc.
κουράζω (κόρος, κορέννυμι), καταπονείν, κοπούν, ermuden.
κουρκουνώ, κροτείν, κόπτειν, schlagen, klopfen.
κουρμπάνι το (turk. Kurban), θύμα, ιερείον, σφάγιον, das Opferthier. 19.8 133.29
κουρνός (it. Corno), ποικιλόδερμος, schwarz - und weissgestreift (nur von Ziegen).99.4
κούρτα η (it. Corte, fr. La court, vgl. Securitas), έπαυλις μάνδρα, der Viehhof.
κούρταλα τα (κρόταλον), κρότος χειρών, das Klatschen (in die Hande).
κουρταλώ, κροταλίζειν, klopfen, klatschen.
κουρτίνα η (it. Cortina), το περιπέτασμα, der Vorhang. 140.28
κουσουλτάρω, consultare, συμβουλεύεσθαι, berathschlagen. 108.3
κουσούλτο το (consultum, it. Consulto), συμβούλιον, Rathsversammlung.
κουτάλα η (κώταλις) λύστρον, ein grosser Loffel.
κουτάλα η, scutala operta, αι ωμοπλάται, die Schulterblatter, der Rucken.
κούτελο το (Εtym.?), το μέτωπον, die Stirn.  251.14 271.16 303.7 etc.
κουτελόνω (κούτελο), soviel als απαντώ.34.45
κουτουλώ, κορύσσειν, κερατίζειν, mit der Stirn oder mit den Hornern stossen.
κουτούτο το (it. Condotto), το υδραγωγείον, οι οχετοί, die Wasserleitung.
κουτσαίνω, χωλεύειν, lahm sein, wie ein Lahmer gehen.
κουτσοκεφαλίζω, αποκεφαλίζειν, hinrichten. 62.32
κουτσός΄(κόπτω), χωλός, lahm.
κουρσάρης ο (it. Corsaro), πειρατής, Seerauber. Davon κουρσεύγω, πειρατεύειν
κριγιός ο, ο κριός, der Widder, der Hammel.107.6
κρίμα το, αμάρτημα, das Verbrechen, die Sunde; Κρίμα' ς…, schade um…
κρούσος το (cursus it. Corso), η πειρατεία, die Seerauberei. 129.1
κρυγιαίνω (κρύος),ψύχειν, abkuhlen;Ψύχεσθαι, kalt werden.
κρυγιόρεμμα το, το ρεύμα, der Rheumatismus.
κρυγιός, ψυχρός, kalt. 300.39
κυβούρι το (κύξβος), τύμβος, τάφος, das Grab. 178.6
κυκλοπορπατούσης ο, soviel als ανεμοκυκλοπόδης.
κύρης ο (κύριος), ο πατήρ, der Vater.
κυρφός, κρύφιος, geheim; Adv. Κυρφά, κρύφα. 17.69 211.4 etc.
κωλόνω ( κώλος ) , = fr . Acculer, ες τουπίσω βιάζειν , zuruckdrangen ; Αναχωρείν , αφανίζεσθαι , sich zuruckziehen ,
dahinschwinden
κώλος ο, ο πρωκτός, ο αρχός, der Hintere, der After.
κωλόσερμα το, το επίσυρμα, die Schleppe.
κωλοσέρνω, σύρειν, schleppen.
Λ
λ' = λέ (siehe λέγω). 17.59
λαβόνω (λαμβάνω), βασκαίνειν, καταμαγεύειν, verhexen; Τραυματίζειν, verwunden. 48.69.96
λάβωμα το, η βασκανία, fascinatio, die Behexung.
λαγκάδι το = λαγκός. λαγκαδιώτης, ορείτης, Bergbewohner.
λαγκός ο (it. Lago, vgl. Λαγών und άγκος), η φάραγξ, die Bergschlucht.
λαγούτο το (ven. Lauto, it. Flauto, liuto), βάρβιτον, κιθάρα, die Laute.
λαζάνια τα (it. Lazzaroni), die Nudeln.
λαζάρι το (λάζαρος), στρώμα εντάφιον, das Leichentuch. 263.26
λαζαρίνα η (Etym.?), eine Flinte mit langem Rohre.
λαήνα η, λάγηνος, υδρία, Wassergefass, Krug.
λαθούρι το, λαθυρίς, die Wolfsbohne (Lupine). 254.26
λαλώ, ελαύνειν, treiben, jagen.
λάμνω, ελαύνειν κώπην, ερέσσειν, πλείν, schiffen. 124.8 297.2
λαός το = ο λαός.
λαμπράζομαι, πασχάζειν, το πάσχα διατρίβειν, Ostern feiern. 138.5 Ebenfalls λαμπροσκολάζω.
λαμπρή η = το πάσχα.
λαχαίνω, λαγχάνειν, τυγχάνειν. 143.3 184.1
λαχταρίζω und λαχταρώ(λακτίζω), ασπαίρειν,zucken, zappeln; Διακαώς ποθείν lebhaft wunschen, schmachten. 254.28
λεβάντες ο (it. Levante), ο απηλιώτης, der Ostwind. 116.13 174.1
λεβέντης ο (turk. Levend), ανδρείος, tapfer.Davon λεβεδιά η und λεβεντοσύνη η. 185.4
λέγω , λέω und λώ, λέγεις, λέεις und λές, λέγει, λέει und λέ, Plur .( λέγομε ) λέμε, λέγετε und λέτε, λέγουσι, λέσι,
λένε und λεν. Aor. Είπα, Conj. Πώ und selten ειπώ (wenn ein Vocal vorangeht, wo dann stets die Synizesis stattfindet),
πής (ειπής), πή (ειπή), Plur. Πούμε (ειπούμε, πήτε (ειπήτε),πούσι (ειπούσι), πούνε und πούν (ειπούν),
Imper. Πέ (ειπέ), πέτε (ειπέτε).-λέγειν,sagen.
λέρι το (Etym.?), κωδώνιον, tintinabulum, eine Viehglocke, 96.6 etc.
λεφτό το, λεπτόν, die Minute. 60.8
λιανός (vgl. Λείος, λεαίνω und ολίγος), λεπτός, ισχνός, dunn, schlank; Λιανό
χτήμα, ο όνος, der Esel.
λιγομάρα η, λιποθυμία, die Ohnmacht. 140.18 305.10
λιγόνομαι (vgl. Ligurire, λείχω, λυγγάνω), εφίεσθαι, sich sehnen. 57.34 131.41
λιθάρι το, ο λίθος, der Stein; Ο δίσκος, η δισκοβολία, das Steinwerfen (siehe βόλι).
λιμιώνας ο, ο λιμήν, der Hafen. 64.2
λιό, mit Artikel (Adv. Durch dessen Vorsetzung der Superlativ gebildet wird),
λίαν, μάλιστα, maxime, am meisten.294.26 etc.
λιοβασιλέμματα τα (ήλιος βασιλεύγω, siehe dasselbe), auch λιοκαθίσματα τα, αι ηλίου δυσμαί, der Sonnenuntergang.
56.24 etc.
λογάρι το, χρυσός, Gold. 274.14 307.73
λογή η, nur im Gen. Λογής und Plur.
λογιώ(ν), ποιότης, είδος, τρόπος, Beschaffenheit, Art, Weise; Έτσα λογής,έτσα λογιώ(ν), auf solche Weise. 41.6 61.3.
218.8 etc.
λόγος ο, λόγος, Wort, Rede; Του λόγου σου=η γι αφεδιά σου, Sie. M.160.
λογοτριβή η = controversia.
λοϊσμός ο, ο λογισμός, die Vernunft, der Gedanke.
λουκάνικο το, (lucanica), o αλλάς, το χόρδευμα, die Wurst.
λουρί το, λωρίον, ιμάς, der Riemen.
λουτρουγώ, λειτουργείν, die Messe lesen, das Hochamt halten. 126.8 etc.
λυγερός, Adj. Λυγιστός, biegsam; Subst.
η λυγερή, die Maid.
λυγνός (λύγος, λυγίζω), ισχνός, λεπτός, schlank. Mager.
λυώ und λυόνω, λείς, λεί, Plur. Λυούμε, λείτε, λυούσι und λυούνε oder λυούν; λύειν, losen; Τήκειν, schmelzen.
λωλός, λάλος, ανόητος, geschwatzig, unsinnig. Davon λωλαίνω= κουζουλαίνω.Μ.28
λώμπης, λώμπως und λώπως (λώ [siehe λέγω],πώς, ich sage, ich meine, das), δοκεί μοι,ως έοικε, es scheint mir, wie
es scheint; Fragwort: μη, μών, nun?
M
μ΄= μά. 17.63
μά (it.ma), αλλά, sed, aber.
μαγάρι (it. Magari), είθε! Wollte Gott! 51.72
μαγατζές ο (it. Magazzino), αποθήκη, der Speicher, das Magazin. 254.27
μαγαρίζω (maculare, it. Macchiare), μιαίνειν, μολύνειν, beschmuzen, besudeln. 30.8 etc.
μαγέρεμμα το (μαγειρεύειν), τα χέδροπα, τα όσπρια, die hulsenfruchte. 254.23.
μαγκλαβίζω (vgl. Μαγγανεύειν), βασανίζειν, στρεβλούν, αικίζεσθαι, martern, peinigen.103.6 155.5
μάγουλο το (μάγουλον, magulum), η γνάθος, η παρειά, die Wange, der Backen. M.159.
μαδάρα η (μαδαρός), χωρίον ορεινόν, wildes und bergiges Land fur Schafe und Ziegen. 130.1 187.4 210.4 220.4 etc.
μαζί wie ομάδι (ομαδίς), ομού, άμα, una cum, zusammen, nebst, mit.
μαζεύγω und μαζόνω (ομαδεύω, vgl. massare), αθροίζειν, συλλέγειν, sammeln, zusammenhaufen.
μαθαίνω, μανθάνειν, lernen, vernehmen; εθίζειν, gewohnen, angewohnen; Εθίζεσθαι, sich angewohnen.
μαϊνα, Imper. Von
μαϊνάρω (it. Mainare), καταστέλλειν, vela dimittere, die Segel streichen; Είκειν,weichen, nachgeben.
μαϊστρος ο (it. Maestrale), ο σκίρων, ο αργέστης, der Nordwestwind.
μακελεύγω, κρεουργείν, σπαράττειν, schlachten, hinschlachten;στρεβλούν, βασανίζειν, peinigen, martern.
μακελειό το (macellum, μάκελον), το κρεουργείον, das Schlachthans. 148.6
μαλάκα η (μαλακός, μαλάσσω), siehe τυρί.
μάλαμμα το (μαλάσσω), ο χρυσός, das Gold.
μάλαντρο το, το μάλαθρον, der Fenchel.
μάλι το (μαλλός?), ο θησαυρός, der Schatz. 55.29
μαμή η, η μαία, die Hebamme. 96.4
μαμμά το (in der Sprache der lallenden Kinder wie altgr. Μάμμα; ebenfalls
μπουνμπούν = Wasser), άρτος, Brot;
θέλω μαμμά, μαμμάν, μαμμάν αιτείν.
μάμμου, μάμμα, φάγε (von kleinen Kindern, siehe μαμμά).
μάνα η, Plur. Μάναις und μανάδες, μάμμα, μάμμη, μήτηρ, amma, Mutter. 150.6
μανιάκι το, το μαννάκιον, ο μανιάκης,ο κλοιός, das Halsband. 206.3
μανίζω (μήνις, μανία), παροξύνεσθαι, αγανακτείν, sich argern, bose werden. 294.15 etc.
μανίκα η, manica, η χειρίς, der Aermel.M199
μανίκι το (ven. Manin, it. Maniglio), ψέλλιον, das Armband.
μάνιτα η (μανία), η οργή, ο χόλος, iracundia, die Aufregung, der Zorn.
μανίτης ο, ο αμανίτης, ο μύκης, der Erdschwamm, der Champignon. 38.16
μανταλόνω, μανδαλούν, μοχλούν, verriegeln.
μάνταλος ο, ο μάνδαλος, ο επιβλής, der Thurriegel.
μαντατεύγω = μηνυτεύγω.
μαντάτο το ( mandatum, it . Mantato ) , η αγγελία , nuncium , die Botschaft , die Nachricht . Davon μαντατοφόρος ,.-
αγγελιοφόρος nuncius, der Bote.
μαντινάδα η (ven. Matinada, it. Matinata), το δίστιχον.
μαντύλα η (μανδύας, it. Mantile), mantele, το χειρομάκτρον, das Handtuch.
μαντύλι το, το ρινόμακτρον, das Taschentuch.
μαραγκιώ und μαραγκιάζω, μαραίνεσθαι, marcescere, verwelken. 164.2
μάραθο το, το μάραθρον, der Fenchel. II.84.1
μαργέλλι το, το μαργέλλιον, το μάργαρον, die Perle. 166.1 202.4 etc.
μαριόλος (it. Mariolo), πανούργος, schlau 127.17 202.4
μαρόνω, bei den Sphak. Statt μαλώνω, επιτιμάν, zanken.101.1
μαρουβάς ο (vgl. Mera uva), οίνος παλαιός, alter Wein. 254.22
μάρωπο το (vgl. Μάλον, ovis), η αμνή, agna, das weibliche Lamm.
μασκαράς ο (ven. Mascara), σκώπτης, εμπαίκτης, Spotter; Καταγέλαστος, lacherlich.
μασούρι το (turk. Massur), ο κάλαμος, η κάνα, das Rohr.
μάστορας ο (it. Mastro, maestro), ο τεχνίτης, der Meister, der Kunstler.
μαστραπάς ο (Εtym?), o ποτήρ, das Trinkgefass. 302.14
ματζιέτα η  (vgl. Mugio, μυκάομα), δάμαλις, juvenca, die junge Kuh.
ματόνω = αιματόω.
ματζιοράνα η (it. Maggiorana),το αμάρακον, der Majoran. 293.18
μαυλιστής ο, μαυλίστρα η,  μαυλιστής, μαστροπός, Kuppler.
μαύρος, Adj. Μαύρος, μέλας, schwarz; Subst.o μαύρος, ίππος, der Rappe,das Ross.
μαχόνω (μάχομαι), βιάζειν, συστέλλειν,zwingen, einschranken, beschranken.
μεγαλοβδομάδα η, = η μεγάλη εβδομάς,die heilige Woche, die Charwoche.μεγάρος, μεγαροβδαμάδα bei den Sphak,
Μεγάλος μεγαλοβδομάδα.
μεϊντάνι το (turk. Meϊdan), το φανερόν, ein offentlicher Platz. 60.17 etc.
μελιγούνι το, ο μύρμηξ, die Ameise.
μελισσός (μέλισσα), μελίχρους, honigfarbig (von Ochsen).
μελτέμι το (turk. Meltem), ο ζέφυρος, der Zephyr. 69.5
μένω wie ξωμένω, διανυκτερεύειν, ubernachten, die Nacht zubringen. 252.20
μέρμηγκας ο, ο μύρμηξ, die Ameise. 92.1
μερντσάνι το (turk. Merdjan), το κοράλλιον, die Koralle.
μερόνω, ημερούν, δαμάζειν, zahmen, bandigen. M.9.M.229.
μεροξημερόνομαι und μερνοξημερόνομαι, d.h. Ημεροξημερόνομαι, νυχθήμερόν που διατρίβειν oder διάγειν,
irgendwo Tag und Nacht zubringen.
μερός ο, ο μηρός, der Oberschenkel.
μερτικό το, το μέρος, η μοίρα, der Antheil.
μέση η (μέσος), η οσφύς, die Hufte.
μεσημεράς ο (μεσημέρι, jemand, der bei der Mittagshitze herumlauft und mit den Mittagsgeistern verkehrt, in
welchem Falle er auch νέραϊδος heisst),άφρων, unsinnig; Βωμολόχος,Lustigmacher, Hanswurst.
μεταγνώθω = μεταγιγνώσκειν, bereuen.
μετρημένος = λελογισμένος, λογικός, besonnen. 33.7
μήμπα, μήπως, μη, μών, num? Doch wol nicht?
μην = μη.
μηνυτεύγω, μηνύειν, προδιδόναι, verrathen.
μηνώ, μηνύειν, renunciare, durch einen Boten melden, benachrichtigen.
μιαρός, Adj. Μιαρός, frevelhaft; Subst.
το μιαρό, gewohnlich τα μιαρά, οι θήρες, die Raubthiere.
μιζήθρα η (μίσγω, misceo), siehe τυρί.
μιλιούνι το (it. Millione), εκατόν μυριάδες, εκατομμύριον, eine Million.
μιλώ, ομιλείν, λαλείν, reden, sprechen.107.8 131.43 etc.
μιναρές ο, (turk. Minare), Thurm einer Moschee, Minaret. 60.11
μιντάτι το (turk. Imdat), επικουρία, auxilium, die Hulfe, die Hulfstruppen.
μισεύγω (mitto, missus), απέρχεσθαι, weggehen, abreisen.
μίστατο το (it. Mestato), Flussigkeitsmass = 8 Okka Oel oder = 12 (auch 14) Okka Wein. 116.11 251.32
μιτάτο το (it. Comitato; comitatus), εταιρεία ποιμένων, Hirtengesellschaft, Hirtenhaus 102.8
μιτιρίζι το ( turk. Meteris ), ο προμαχεών , το προτείχισμα , propugnaculum , die Schutzwehr, die Vormauer. 51 .25
μιτσός = μικρός.
μνώγω, ομνύναι, schworen. 121.17 230.10
μόδος ο (modus, it. Modo), ο τρόπος, die Art, die Weise.
μολογώ, Fut. Θα μολοήσω (ομολογείν), εκφέρειν, enunciare, melden, verrathen.
μοναστήρι το, μοναστήριον, Kloster; ναός, die Kirche.
μοναχογιός, μοναχοθυγατέρα, einziger Sohn, einzige Tochter.
μονετσιά τα (munitiones), τα πολεμοφόδια, die Munitionen.
μονοιάζω (ομόνοια), συντίθεσθαι, ubereinkommen.
μονομερίζω (μόνος μέρος), συλλέγειν versammeln.
μονομεριώ und μονομερίζομαι, συνάγεσθαι, zusammenkommen.
μονομιάς, διά μιάς, αθρόως, auf einmal, fr.tout d'un coup.
μονοπάτι το (μόνος πατέω), η ατραπός, ο στίβος, der Fussteig.
μονοχνοτώ ( μόνος χνώτα , siehe dasselbe ) , ομονοείν , ubereinstimmen ; Εφορμάν , auf jemand lossturmen . 206 .2 ....
μοντάρω (ven. Montar, it. Montare), επιφέρεσθαί τινι, auf jemand losgehen, lossturmen. 206.2
μονωρίτικος (μόνος ώρα), μιάς ώρας, einstundig.
μότσιος (it. Mozzo), αμβλύς, stumpf. 278.15
μουγκούμαι, μυκάσθαι, mugire, brullen. 263.22.
μουζντές ο (turk. Musde), ευαγγέλια, die Freudenbotschaft.
μουζούρι το (it. Misura, mensura), Getreidemaass = 16 biss 20 Okka. 19.38 307.10
μουϊδέ = μηδέ 66.4
μουκαρέμι το (turk. Mukarem, mukarik), αγγελία, die Nachricht.
μουλαζίμης ο (turk. Mulahasim), neugr. Ο ανθυπασπιστής, der Lieutenant.
μουλάρι το (mullus, it. Molo), o ημίονος, der Maulesel. 254.13
μουντίζει (fundere?) συσκοτάζει, νύξ επέρχεται, advesperascit, es wird Abend.30.33 282.31
μουντίζομαι, υπό της νυκτός καταλαμβάνομαι von der Nacht uberrascht werden.
μουντίρης ο (turk. Mudir),έπαρχος Bezirksvorsteher.
μουράκι το (siehe μούρη), προβολή, κορυφή, die Bergspitze.
μούρη η (vgl. Μούτρο, mucro und mons) = acies, πρόσωπον, das Gesicht, die Spitze. 133.8 245.50 etc.
μούρκι το (turk. Mulki), κτήμα, das Landgut.
μουρνιά η, η μορέα, η συκάμινος, der Maulbeerbaum.
μουρτάτης ο, (turk. Murtad), αποστάτης, renegat. 45.9
μουσαφίρης ο (turk. Mussahfir), o ξένος, der Gast
μουσίρης ο (turk. Mussir) = διoικητής.
μουστάκι το, ο μύσταξ (it. Mustacchi), der Schnurrbart. 244.8
μούτρο το (vgl. Mucro, μυκτήρ, μύττω; μύτη heisst die Nese) = acies, το πρόσωπον das Angesicht. 134.40
μπά, Abkurzung von μπαμπακερά, wie ξά = μεταξωτά (vgl.Altgr.Κρά fur κράνος, κρί fur κριθή), βύσσινα, baumwollen
μπαγιονέτα η (it. Bajonetta), η λόγχη, die Lanze.
μπάγκος ο (ven. Banco, it. Banca),το βάθρον die Bank, 280.7.
μπαδιέρα η (it. Bandiera), τα σημεία, η σημαία, die Fahne. 33.13
μπαίνω, εμβαίνειν, eintreten; Άρχεσθαι, anfangen.
μπαϊράκι το (turk. Baϊrak) = μπαδιέρα.
μπαϊραχτάρης ο (turk. Baϊraktar), o σημαιοφόρος, signifer, der Fahnentrager.
μπάλα η (ven. Bala, it. Palla), η σφαίρα, die Kugel.
μπαλάσκα η (ven. Balasca, it. Palascio), die Patronentasche, der Patronenbehalter.35.40
μπαλωθιά η (ven. Balota, it. Pallotta), βολή, ψόφος όπλου, der Flintenschuss, der Schuss.
μπαλόνω (vgl. Εμβάλλω, παλαιός, pallium, pannus, it. Palliare), επισκευάζειν,αναρράπτειν, ausflicken, ausbessern.
μπάμια η , = Eine agyptische Pflanze , deren pyramidale , citronenfarbige Frucht innerlich mit mehrern dichten Reihen von,
weissen Kornern gefullt ist; fr. Bamier M.234.
μπαμπάκι το (it. Bambagio), ο βυσσός, die Baumwolle.
μπαμπάλης ο, η λάμια, η μορμώ, mania, ein boser Geist, der Popanz.
μπαμπάς ο (turk. Baba), auch μπαμπάκας, πάππας, ο πατήρ, papa, der Vater.
μπαμπέσης (it. Babbuasso), δόλιος,listig.
μπαμπεσιά η, δόλος, die List. 37.16 etc.
μπάντα η (it. Banda), η πλευρά, τα πλάγια, die Seite. 128.13 175.8
μπαξίσι το (turk. Bakzisch), η αμοιβή, der Geldlohn. 32.17 48.74 133.131
μπάρμας ο (it. Barba), ο θείος, der Oheim, der Onkel.
μπαρμπέρης ο (it. Barbiere), o κουρεύς, ο κομμωτής, der Barbier.
μπαρντάκι το (turk. Bardak), το ποτήριον΄, das Trinkglas. 59.27.
μπαρούτι το (turk. Barut), η πυρίτις (κόνις), das Schiesspulver.
μπάς = μήμπα 121.14
μπάσης ο (turk. Basch = Haupt) = αγός, Fuhrer. 136.2 - (Gewohnlich in den Zusammen-setzungen μπίνμπασης, turk.
Bin-basch =χιλίαρχος, γιούσμπασης, turk. Jus-basch =λοχαγός etc.)
μπατάγια η (it. Bataglia), η προσβολή, επιδρομή, der Angriff.
μπαταρία η, (ven. Bataria, it. Batteria), στίχος βολών, mehrere Schusse nacheinander. 34.28
μπατσάρομαι (it. Abasciata), αναλαμβάνειν, ubernehmen. M. 255
μπεγεντίζω (turk. Behendi), τιμάν, diligere, achten. 74.41
μπεγίρι το (turk. Begir), ο ίππος, das Pferd.
μπέης ο (turk. Beϊ), άρχων, Furst, Gebieter.
μπελάς ο (turk. Bela), βάρος, die Beschwerde.
μπέλα η (bella), Adj. Καλή, schon; Subst. η ερωτίς, die Geliebte.
μπελίκι (turk. Belki), ίσως vielleicht. 48.46
μπέμπω, πέμπειν, senden. 200.1 etc.
μπένα η, penna, ο κάλαμος, το γραφείον, die Schreibfeder.
μπεντένι το (turk. Beden), το τείχος, moenia, die Mauer.
μπερέτα η (it. Berretta), μίτρα, Kopfbinde, Mutze.133.100
μπέσα η (turk. Bess), pax, ειρήνη, der Friede. 28.33 52.73
μπέτης ο (it. Petto), pectus, το στήθος, die Brust. 200.7
μπήχνω, εμπηγνύναι, einschlagen, hineinschlagen.
μπιζελίκι το, (turk. Biselik), Ring um die Flinte.
μπίμπασης ο (turk. Bin = tausend, basch = Haupt, siehe μπάσης), χιλίαρχος,Major.
μπινίσι το (turk. Biniss), χιτών, palla, Obergewand. 133.132.
μπιρντένι (turk. Birden), παραχρήμα, αθρόως, sogleich, auf einmal.
μπισταγκωνίζω (οπισθάγκων), αποστρέφειν τας χείρας εις τουπίσω,jemand die Hande auf den Ruckenbinden.61.30.
μπιστεύγομαι, πιστεύειν, vertranen;
μπιστεμμένος = πιστός, treu.
μπιστόλα η (it. Pistola), die Pistole. 51.31
μπιστός und μπιστικός, πιστός, treu.174.1 etc.
μπλέκω, εμπλέκεσθαι, sich verwickeln.
μπλιό, Adv. Πλέον, ήδη, mehr, schon. 109.2 123.17 186.24 etc.
μπλοκάρω (it. Bloccare), πολιορκείν, κατακλείειν, belagern, blokiren. 52.10
μπλόκος ο (it. Blocco), η πολιορκία, die Belagerung.
μπογάζι το (turk. Boghas), το ρεύμα, der Strom. 109.3
μπόϊ το (turk. Boϊ), Gen. Μπογιού, το ανάστημα, die Statur. 245.28 304.9
μπολέτι το (ven. Boletin, it. Bulletino), ο κλήρος, το λάχος, das Loos. 1.9.11.
μπόλια η (it. Boglia), περιβόλαιον, der Mantel.
μπολιασάρης, μπολιασάρικος und
αμπολιάρης (it. Bolla, vgl.αμπολιάζω), σημειωτός, bezeichnet, gekennzeichnet.90.12
μπομπή η, χλεύη, όνειδος, Spott, Hohn.
μποντικός ο (ποντικός, πόντιος), μύς, Maus 111.12 ΙΙ.94
μπορέτως, δυνατόν, ίσως, moglicherweise. 47.50 172.15
μπορώ (ευπορώ), δύναμαι, konnen.
μποτόνι το (it. Bottone), goldenes Geschmeide in Perlenform.
μπότσα η (it. Botte), ο βίκος, das Fass.256.16
μπουγιουρντί  το (turk. Bujurti), το πρόσταγμα, το διάταγμα, der Befehl.
μπουζουνάρα η, ( vgl. Πουγγί , it. Buco , buchi , ζωνάριον , ζώνη , zona ), κόλπος, προσκόλπιον, die Tasche. 254.11
μπούκα η (bucca, it. Bocca), το στόμα der Mund.
μπουκιά η, bucca, ο ψωμός, ο βλωμός, der Bissen. 130.17 253.18
μπούρμπουρα, Adv. Auch μπρούμυτα (πρό μύτη, siehe dasselbe), πρινής, auf der Nase.35.162.
μπούμπουρας ο, η βομβύλη, ο βομβυλιός, die Ηummel.
μπουνταλάς (turk. Budala, vgl. Βούς), παχύνους, αβέλτερος, bardus, albern,dumm. 49.33.
μπουρλότο το (it. Bruloto), πυρπόλοςναύς, der Brander.
μπουρμάς ο ("Das Wort Bourma bedeutet soviel als ein Mann, der einen turban tragt.Die Kreter pflegten, als die Turken
Kreta eroberten, Turbane zu tragen; die Kinder, die aus den Ehen zwischen den turkischen Eroberern und
den einheimischen kretischen Frauen entstanden, sind nicht von rein turkischem Geblut, weshalb die  echten Turken
aus Konstantinopel, auf diese kretischen Turken herabsehen, und sie oftmals, im Zorne mit dem Beinamen, Bourmades,
schimpfen" Elpis Melena, Kreta - Biene.-Das Wort μπουρμας wird seitens der Christen nur gegen die Turken gebraucht
und bedeutet soviel als). Ασεβής, άθεος, gottlos. 61.89.
μπουρμπάδα η (it. Bombarda), Bombarde, Kanone.
μπουτσουνάρα η (bucca, it. Bocchino), στόμιον, Kleine Mundung.
μπράτσο το (it. Braccio),ο βραχίων, der Arm, die Elle. 142.19 etc.
μπρέ = μωρέ (siehe μωρός).
μπρίκι το (engl. Brig), neugr. Το βρίκιον, ein zweimastiges Schiff, die Brigg.
μπρόβα η, (proba, it. Prova), μέγα έργον, die Grossthat.
μπρόκα η (it. Brocco, brocciare), ηλίσκος, kleiner Nagel.
μπροντερεύγω und μπροστερεύγω, προτερεύειν, παρατρέχειν τινά, uberholen.
μπρόντζινος (it. Bronzo), χαλκούς, aus Erz, ehern. 76.2.
μπροσκάδα η (έμπρος καθίζω), η ενέδρα, der Versteck.
μπροσπερνώ = μπροντερεύγω.
μπροσπόδι το, das Fussende des Bettes. 103.13.
μπροστάρης ο, κριός ή τράγος, ηγεμών, der Leithammel. 102.7 120.4
μπροστινός, πρόσθιος, ηγεμών, Vorganger, Fuhrer.
μπυχνός, πυκνός, dicht.
μρέ = μωρέ (siehe μωρός). 35.15
μύγια η, η μυία, die Fliege.
μυγιάζομαι, οιστράν, οιστρηλατείσθαι.
μυρολογιού μυρολόϊ το, Gen. (μύρω, μύρομαι),θρηνωδία, Trauergesang, Klagelied.
μυρωδιά η (μύρον), οσμή, der Geruch.
μυστρί το, (μύστρον), ο υπαγωγεύς, die Mauerkelle. 271.25
μωρός = νήπιος, kindisch, albern; Μωρέ, μπρέ, auch μρέ! Ούτος! Ώ ούτος, heus! du! Du da!
Ν
να, 1)soviel als ινα, 2) soviel als  αν,εάν, si, wenn, 3) wie εν (siehe dasselbe)= ιδού ecce, fr. Voila oder voici, 4)=λαβέ,
hier! nimm!
νάδης, Νάδης ο (auch νάδη το), ο άδης, Άιδης, die Unterwelt, die Holle. 144.5 145.1 208.4 etc.
νάζι το (turk. Nas), ο ακκισμός, Ziererei M.174 M.182.
νάμι το (turk. Nam), η δόξα, το κλέος, der Ruhm. 302.8
νανά (ναννίον, it. Nana), schlaf, Kindlein! schlaf!
ναναρίζω, βαυκαλάν, einwiegen, einsingen. 95.8
ναργιλές ο (turk. Narghileh) turkishe Pfeife, der Narghileh. 57.29
νάτο το (nota), νεύμα, der Wink. 199.5
ναύκληρος ο, ναύκληρος, Schiffsherr, Schiffsleiter. 129.13 etc.
ναύρας (να εύρισκα = wenn ich fande), ein fauler Mensch der immer sagt: o wenn ich nur das finden konnte!
νάχας ο (να'χα, d.h. Να είχα = wenn ich hatte, siehe ναύρας), ein fauler Mensch.νε, Suffix zu der ersten person Plur
(such dritte Person Sing. Imperf.) Med. und Pass.,als: συνορίζομέστανε (fur συνοριζόμεστα =συνοριζόμεθα),
δέρνομέστανε, εχτυπούμε-στανε, ήρχομέστανε, ήρχοντονε, ήτονε. 48.42
νενέ η (turk. Nene), η μήτηρ, die Mutter.
νεράντζι το (it. Naranzio, arancio), χρυσόμηλον, die Pomeranze.
νιννί το, νιννίον, Kindlein, Puppchen; Η γλήνη,η κόρη, die Pupille.
νιότη η, Plur. Τα νιότα und τα νιάτα, η νεότης, die Jugend. 102.3 137.6 218.10 etc.
νιούς, Gen. Von γείς, siehe dasselbe.
νόβα η (it. Nuova), res nova, το νέον, το νεώτερον, die Neuigkeit.
νοικοκύρης ο, Subst.(οίκου κύριος),οικοδεσπότης, Hausbesitzer; Adj. Εύπορος, wohlhabend, reich; Fem.νοικοκερά
η, Subst. οικοδέσποινα, Herrin, Adj. Wirthschaftlich;
νοικοκύρισσα, Adj. Εύπορος, wohlhabend, reich.
νομάζω, ονομάζεσθαι, όνομα φέρειν, sich nennen; Νομάζω 'ς την Τουρκία, ich trage einen turkischen Namen, ich bin
ein Turke. 48.22
νομάτοι οι (d.h. Ονομάτοι), άνθρωποι Personen, Individuen.
νοματίζω, ονοματίζειν, nennen. 138.1
νοτικά, Adv. Προς νότον oder μεσημβρίαν, Sudwarts, gen Sud.
νούρι το (turk. Nur), πνεύμα φώς, Geist, Licht (Zartlichkeitswort).
ντά = ίντα. 21.37 etc.
νταβραντώ (turk. Davrand), υπομένειν, φέρειν, ertragen, erdulden, aushalten.45.9 48.41 50.6 244.29.
νταγιαντώ und νταγιαντίζω = νταβραντώ.
νταδάκι το, Dimin. Von οντάς.
νταμόνω und ανταμώνω, αντάν, απαντάν, begegnen.
νταμουλάς ο (turk. Damula), αποπληξία, Schlagfluss, Apoplexie.
νταμπακιέρα η (it. Tabacchiera), καπναποθήκη, die Tabacksdose.
νταμπουράς ο (turk. Tabura), κιθάρα, eine Art Zither.
ντάργα η (ven. Darga, it. Targa), ασπίς, πέλτη, Schild. 153.8
ντελής (turk. Deli), ανδρείος, tapfer, standhaft. 42.6
ντελίδικη (seihe τέλι) μπάλα, eine mit Draht versehene Kugel, die todtliche Wunder herbeifubrt.
ντελικανής ο, (turk. Deli kanli), νεανίας ακμαίος, ein bluhender junger Mann. 59.11
ντελίνι το . , ( turk. Delin vom it . Nave oder vascello di linea ) , μακριά ναύς πολεμική , τριήρης , das Linienschiff.. .
ντελόγκως (it. Non lungo?), αυτίκα παραχρήμα, sogleich. 250.6
ντέλομαι (delirare), διακαώς ποθείν, desiderare, lebhaft wunschen.
ντένι auch ντέντενο το (τείνω), η κρεμάθρα, der Stiel, der Fruchtstiel.
ντενιέτας ο (dignitas?), διάκονος, ακόλουθος, Officiant, Adjutant.
ντεσκερές ο (turk. Teskere), γραφή πίστις, Schrift, Beglaubigungsschein.
ντεφτέρι το (turk. Tefter), κατάλογος, απογραφή (neugr. Κατάστοιχον), Register, Verzeichniss.
ντολάπι το (turk. Dolap), οψοθήκη, der Speiseschrank. 254.75
ντοναμάς ο (turk. Donanma), στόλος, die Flotte. 245.12
ντουμάνι το (turk. Duman), καπνός, Rauch.
ντουνιάς ο (selten ντουνιά η) (turk. Dunia), ο κόσμος, die Welt. 30.4 M.36
ντούρος (durus), σταθερός, μόνιμος, fest, anhaltend.
ντουσουντίζω (it. Desidare), διανοείσθαι, nachdenken.
ντρακάρω (it. Attracare), προσβάλλειν, angreifen.
ντραντάφυλλο το, d.h. Τριαντάφυλλο το, το ρόδον, die Rose. 134.10
ντραντάχρονο το, d.h. Τριαντάχρονο, τριακονταετηρίς, eine Periode von 30 Jahren.
ντροπιάζω, εντρέπειν, καταισχύνειν, beschamen.
ντύνω, ενδύνειν, ενδύειν, ankleiden. 108.5
νυχτοπαραδέρματα τα, νυκτεριναί, ταλαιπωρίαι, nachtstrapazen. 240.29
νώμος ο, ο ώμος, die Schulter. 31.40 298.10
Ξ
ξά τα, d.h. Μεταξωτά, μετάξινα σηρικά, aus Seide, seiden (vgl. Μπά).
ξαγγριγεύγω, εξαγριαίνειν, εξαγριούν, zornig, scheu machen. 48.40 204.5 etc.
ξαγοράρης ο (εξαγορεύω), sonst
πνεμματικός der Beichtvater. 40.35
ξαθός, Adj. Ξανθός, blond; Subst.
η ξαθή, η ερωτίς, das Liebchen. 279.19 etc.
ξαμόνω(examen,it. Esaminare),μετρείν, δοκιμάζειν τι, messen, propiren;στοχάζεσθαί τινος, nach etwas zielen.36.10
ξανοίγω, βλέπειν, schauen, ansehen; θηράν, nach etwas streben. 282.16.254.29.
ξαντό το (ξαίνω), το τίλμα, ο μοτός, gezupfte Leinwand fur Wunden, die Charpie.
ξαρέσιο το (αρέσω, εξαρέσκομαι), λίγνευμα, ήδυσμα, liebliche Speise, Leckerbissen. 220.2
ξαρρωστικό το, βρώμα αναρρωτικόν, Nahrung fur einen Reconvalescent.
ξεβαρκάρω (it. Sbarcare), αποβιβάζειν, ausschiffen, ausladen.
ξεβγάνω (βγάνω, d.h. Εκβάλλω), αφανίζειν, καταλύειν, vernichten.
ξεβυζάνω (siehe βυζί), απογαλακτίζειν, ablactare, den Saugling entwohnen, absetzen.
ξεγκρούβγω (vgl. Gurges und fr. Croup), σώζειν τινά της πνιγμονής, jemand vom Ersticken retten. 13.63
ξέγνοιος (έννοια), άφροντις, αμέριμνος, sorglos.
ξεγνοιώ und ξεγνοιάζω, των φροντίδων, απολύεσθαι, sich von Sorgen befreien.
ξεδηλιαίνω, δηλούν, ερμηνεύειν, κρίνειν, deuten; Επαληθεύειν,wahr werden, in Erfullung gehen.228.1 201.1
ξεζευλόνω (siehe ζεύλα), αποζευγνύναι, abspannen, ausspannen..310.8
ξείδι το, το οξείδιον, το όξος, der Essig.
ξεικάζω, εξεικάζειν, εικάζειν, vermuthen.
ξέκλωνα, Adv. Επ' άκρων κλωνών, auf der Spitze der Zweige.
ξεκόβγω (κόπτω), αποχωρείν, sich trennen, sich entfernen.
ξεκουδουνιάζω, sonst ξελερόνω, αφαιρείσθαι τον κώδωνα, die Glocke abnehmen. 310.7
ξεκοφτός, κεχωρισμένος, μόνος, abgesondert, einsam. 267.12
ξεμαλουρίζω oder ξεμαλλουρίζω (μαλλός), διαρρηγνύναι, καταρρακούν, zerreissen, zerlumpen. 35.146
ξεμιστεύγω (vgl. Μίσγω, misceo, it. Mistia), μαχομένους διϊστάναι, ( Streitende ) auseinander bringen; Ελευθερούν,
σώζειν, retten. 34.6 116.7 etc.
ξεμολογώ, beichten, Beichte horen;
ξεμολογούμαι, εξομολογείσθαι, beichten.
ξεμουρόνω (seihe μούρη), αποκαλύπτειν την όψιν, das Gesicht enthullen.
ξενικόσταρο το (ξενικός σίτος), πυρός ο αιγύπτιος, turkischer Weizem, der Mais.240.27
ξενιτεύγομαι, ξενιτεύειν, εις την αλλοδαπήν μεταβαίνειν, fortreisen, sich ins Auslandbegeben.
ξεπατώ, εξαπατάν, πλανάν, betrugen, verfuhren.
ξεπεζεύγω und ξεπεζέφνω oder
ξεπεζεύνω (πεζεύω), αφιππεύειν,καταβαίνειν από του ίππου, vom Pferde Steigen.
ξεπετώ, αφίπτασθαι, πετόμενον οίχεσθαι, fortfliegen.
ξεπέφτω, εκπίπτειν, arm werden; trans. μειούσθαι την τιμήν, den Preis erniedrigen.
ξεπορτώ (siehe πόρτα), εκβαίνειν, εξιέναι, ausgehen. 294.54
ξέρριμα το, κατανομή, die Vertheilung. 61.105
ξερρίχνω oder ξερίχνω (ρίπτω), κατανέμειν, ορίζειν, vertheilen, bestimmen. 38.6 61.67 etc.
ξερός, Adj. Ξηρός, trocken; Subst. Το ξερό, το σκέλος, ο μηρός, der Schenkel (komisch). 253.21.
ξεροσκάτης ο ( ξηραίνω σκατόν ), κυμινοπρίστης, Κnicker, Geizhals ( vgl. Das Sprichwort: coelum avarus in coeno
quaerit, der Geizige sucht den Himmel im Koth).
ξεστεριά η (αστήρ, αστέριος), αιθρία heiterer Himmel, heiteres Wetter. 196.1
ξεστήχου, Adv. Εκ στήθους, από στόματος, διαρρήδην, ausdrucklich 46.5
ξεστρίφνω, αναστρέφειν, ανιέναι, zuruckdrehen, nachlassen;
εξέστριψα oder εξέστριψε η βίδα μου, mir ist der Kopf verdreht, ich bin verruckt.
ξετρέχω, διώκειν, ιχνεύειν, vestigare, nachlaufen, nachspuren.
ξετρυπώ, καταντάν, καταλήγειν, anlangen.
ξεφαντόνω (φαίνομαι?), ευωχείσθαι, ειλαπινάζειν, τέρπεσθαι, schmausen, sich belustigen. 19.20 etc.
ξεφάντωσι η, οι γάμοι, τα γαμοδαίσια, das Hochzeitsfest.
ξεφουντόνω (εκφύω, φυτόν), εξανθείν, aufbluhen. 30.4
ξεχαλαρόνω (χαλαρός, χαλάω, vgl. Χάλιξ), καθαιρείν, diruere, destruere, zerstoren. 52.4
ξέχωρα, Adv. Ιδία, insbesondere.133.6
ξοδιάζω (εξοδιάζειν), δαπανάν, ausgeben..
ξόμπλι το (exemplum), κροσσός, θύσανος, die Franze, die Troddel.
ξομπλιάζω, κροσσούν, θυσάνοις ποικίλλειν, mit Quasten oder Troddlen schmucken, verzieren. 102.9
ξυράφι το, το ξυράφιον, το ξυρόν, das Rasirmesser.
ξωμένω (έξω μένω, vgl. Μένω), διανυκτερεύειν, ubernachten. 148.1 168.2 etc.
O
όβγορο το (βγαίνω, εκβαίνω), περιωπή, σκοπιά, Αussichtspunkt. 130.12 161.3
Oβρηός = Εβραίος, Jude.
ογιά = για.
ογρός, υγρός, διάβροχος, nass. 167.2 etc. Davon ογρασιά η, η υγρασία, die Feuchtligkeit.
οδύνη η, η οδύνη, το άλγος, der Schmerz.
όθεν (auch οθέν), προς, versus, gen, nach;
όθεν τη δύσι, ad occidentem versus. 244.7
οχθός, εχθρός, Feind. 79.8 etc.
οκκά oder οκά, Gewicht =2 1/2 Pfund256.23
ολημερνής und ουλημερνής, Adv. Δι' όλης ημέρας, den ganzen Tag hindurch. 241.11 etc.
οληνυχτής und ουληνυχτής, Adv.Την νύχτα όλην, πάννυχα, die ganze Nacht hindurch.
ολοπλούμιστος (siehe πλουμί), καταπεποικιλμένος, κατάστικος, bunt geschmuckt, schmuckvoll.
ομάδα η, ομάς, στίφος, Truppe. 258.11
ομάδι, sonst μαζί, ομαδίς, ομού, zusammen. 110.3
όμορφος, εύμορφος, ευειδής, καλός, hubsch, schon.
ομπρός, έμπροσθεν, προ, ante, vorn, voraus.
ονομής und όνομης (όνομα) για = willen;για όνομης θεού oder για όνομα θεού,um Gottes willen; Για όνομής σου,
oder για ονομής σου, deinetwillen, deinetwegen.
ονόστιμος, εύχυμος, ηδύς, schmackhaft, wohlschmeckend.
οντάς ο (turk. Oda), η οικλία, die Wohnung; το ανώγαιον, das obere Stockwerk. 133.64 etc.
όντε, ότε, όταν, επειδάν, quum, wenn, wann.
οξαποπίσω, ύστερον, εξής, hernach, dann.
όξω, έξω, εκτός, ausserhalb; Όξω και να=ausser wenn.
οπέρυσις, Adv. Πέρυσι, vorigen Jahres.
όποιος, Gen. Ότινος, όστις, ός αν, qui, wer.
ορά η, η ουρά, der Schwanz.
oρανός ο, ο ουρανός, der Himmel. 2.10 80.6
όργητα η, η οργή, der Zorn.
ορδινιάζω (ordinare), παρασκευάζειν, zurecht machen, vorbereiten.
όρθα η, η όρνις, η αλεκτορίς, die Henne.
ορίζω,κύριον είναί τινος, κυριεύειν, τινός imperare, herrschen, gebieten;Ορισετε,bemuhen Sie sich; Καλώς ωρίσετε,
willkommen. 27.1 228.2 253.2 etc.
ορισμός ο, το πρόσταγμα, der Befehl.
ορμηνεύγω (mit Gen.), ερμηνεύειν, διδάσκειν, belehren; Οδηγείν, jemand den Weg weisen.
ορνικός (όρνις), μονίας, έρημος, einsam, verlassen (vom Vieh).
ορντού το (turk. Ordu), στρατός, das Heer.
ορτάκης ο (turk. Ortak), συνέταιρος, εταίρος, Compagnon, Kamerad.
ορπίδα η, η ελίς, die Hoffnung.
ορχιούμαι, ορχείσθαι, springen, spielen. 187.3
ότι να (Zukunft), όταν, επειδάν, ως πρώτον, wenn, sobald; Ό τι και (Vergangenheit), ηνίκα, ότε, ουκ έφθη -και, als,
kanm. 255.8 34.27 etc.
ουλημέρα und ουλημερνής = ολημερνής
ουληνύχτα und ουληνυχτής = οληνυχτής.
οφαλός ο, ο ομφαλός, der Nabel.
οφέτος (επί έτος), τήτες, το τήτες, heuer, in diesem Jahre 254.1 Davon φετεινός.
όφκαιρος (εύκαιρος), κενός, leer; Ου πεπληρωμένος, ungeladen. 244.26
οφτός, οπτός, gebraten.
όχεντρα η, η έχιδνα, vipera, die Otter. 299.21
όχερη η, η εχέτλη, stiva, die Pflugsterze, der Stiel. 274.17
οψαργάς,auch οψές αργάς, χθές καθ'εσπέραν, gestern Abend.
οψές (οψέ), εχθές, χθές, gestern.
όψιμος, όψιμος, serotinus, spat, Spatling.
Π
πά (nur vor να) = (πάω, πάεις, πάει, πάμε,πάτε, πάνε), siehe πάγω.
πά = επά.
παγόνι το (it. Pavone), pavo, ο ταώς, der Pfau. 231.4.
πάγω, πάω und πά, zweite Person (πάγεις), πάεις, πάς und πά,dritte Person (πάγει),πάει und πά,Plur.Πάμε und πά,
πάτε und πά, πάσι πάνε, πάν und πά (vgl.Θέλω), Aor. Επήγα, Imper.άμε, Plur. Αμέτε; (υπάγω), έρχεσθαι,
ιέναι, gehen; Άγειν, fuhren; Φέρειν, bringen.133.32 162.5 etc.
παζάρι το (turk. Pasar), η αγορά, το πωλητήριον, der Markt; Η συναλλαγή, der
παθιώ und πατώ, πατείν, treten; Αιρείν, erobern. 52.4 M.145 M.214.
παιγινιδιώτης ο, στοχαστής, guter Schutze, Zieler.
παιδί το, παίς, Kind; Παιδιά, Fragwort άρα, αρά γε; ne? (siehe άτζεμπα und πούρι).
παίζω, παίζειν, spielen; Βάλλειν, schiessen.
παινεμένος, περιβόητος, gepriesen, beruhmt.
παινώ, επαινείν, loben. 48.48
παλαμίζω und παλαμάρω (it. Spalmare), πισσούν, επιχρίειν, ein Schiff theeren. 133.89.299.15
πάλι, αύ, αύθις, wieder; Πάλι και oder πάλι και δε (auch πάλι και δε και),ει δε μη, sin aliter, wo nicht, sonst.
47.63 194.2 etc.
πανί το, pannus, το πανίον, το ύφασμα, το λίνον, das Tuch, die Leinwand; Το ιστίον, das Segel. 16.31
πανιέρι το (it. Paniere), panarium, το κανούν, der Korb.
πάνιστρο το (πανίον), το του ιππνού σάρωθρον, die Ofenburste, der Ofenwischer.
πανούκλα η,(panucla, panicula), vgl. Πανώλης) ο λοιμός, die Pest.
Παντελέος ο, ο Παντελεήμων, der Pantaleon (ein Martyrer).
παντέρημος und παντέρμος, πανέρημος, ganz einsam, verlassen, unglucklich.Davon παντερημάσσω oder
παντερημιάζω, ganz ode werden. 126.47.
πανώρηος, πάγκαλος, ausserst schon.
παξημάδι το, παξιμάδιον, διπυρίτης, der Zwieback. 48.75.
πάπλωμα το, εφάπλωμα, επίστρωμα, das Oberbett, die Bettdecke.
παπόρι το (it. Vapore), neugr. Το αμπόπλοιον, das Dampfschiff. 139.11
παπούτσι το (turk. Paputschi), το πέδιλον, η εμβάς, der Schuh.131.9
παρά, αλλά, sondern. 48.84. 100 etc.
παραβλέπω, παραφυλάττειν, bewachen.
παρακατινός, ευτελέστερος, ήττονος άξιος, untauglicher.
παραλαντίζω und παραλαϊζω ( d. h . Παραρραϊζω, siehe ραϊζω ) , παραρρηγνύναι, διαρρηγνύναι, sprengen. 76.11.
παραλοϊζω, παραλογίζεσθαι, έξω φρενών γίγνεσθαι, ausser Fassung kommen, den Verstand verlieren. M.213.
παράς ο (turk. Para), turkische Munze=drei άσπρα; Uberhaupt χρήματα, Geld.
παρασέρνω oder παρασαίρνω, σαίρειν, σαρούν kehren, auskehren. 246.26
παρόν, Αdv.(παρόν, παρών, πάρειμι), ενώπιον, εν όψει, coram, im Angesicht. 31.23
παρουκέτο το (it. Parrucchetto), das Vormastsegel. M.95
πάρσιμο το (παίρνω), η άλωσις, die Eroberung.
πάρτη η (pars, it. Parte), μέρος, Theil, Anthcil.
πάσα = κάθα. 119.4
πασαλής ο = (turk. Paschali), υπηρέτης, Βedienter; Μάχαιρα, ξιφίδιον, Messer, Dolch.. 56.34 59.24.
πασουμάκι το(turk. Beschmak), το σανδάλιον, die Sandale, der Schuh. 166.1 272.20 etc.
πασπάλη η, πασπάλη, κονία, der Staub. M.109.
πασπατεύγω (vgl.palpare),ψηλαφάν,ερευνάν, betasten, untersuchen. 55.31
παταρία η = μπαταρία. 48.45.
πάταχος ο, πάταγος, ψόφος, Gerausch, Larm.
πατέ η, sonst παθιά (πατέω), το πάτημα, τολάκτισμα, der Fusstritt. 59.36
πάτζης, Fragewort μυών; Μών ούν; nun? 76.12 283.21
πατητήρι το (πατέω), ο ληνός, die Kelter, die Weinkelter.
πατινάδα η (it. Patinata), νυκτερινή εμμέλεια (νυκτωδία, νυκτομέλεια), das Standche, die Serenade. M.104.
πάτος ο, πυθμήν, Grund, Boden; Φάραγξ, Schlucht.
παύτω und παύγω, Fut. Θα πάψω, παύειν, aufhoren. 116.14
πάχνη η, Plur. Τα πάχνη, η πάχνη, pruina, der Reif.
πάω, siehe πάγω.
πεζεύγω, πεζέφνω oder πεζεύνω (πεζεύω)=ξεπεζεύγω. 65.7
πεζούλι το (πέζα, πεζός), η κλισία, scamnum die Erdbank. Davon παραπέζουλο. 301.6.
πεθύμιο το, επιθυμία, der Wunsch.
πεθυμώ, επιθυμείν, wunschen.
πελάτι το, Gen. Πελαθιού, palatium, τα βασίλεια, der Palast, das Schloss.75.5. 76.6 108.1 etc.
πελέκι το, ο πέλεκυς, die Axt, das Beil.
πελελός und παλαλός (παλαός, παλαιός), κουφόνους, ανόητος, leichtsinnig, thoricht.117.4 M.6
πενηντάρι, πενηνταράκι το, eine 50 μίστατα fassende Tonne. 255.12
περακέ (πέρα εκεί), εκεί πέραν, dort druben. 112.1
περάτης,sonst διαβάτης (περάω),οδίτης, viator,Wanderer; Επιβλής, repagula,Querbalken, Riegel. Davon περατόνω,
μοχλούν, pessulum obdere ostio, den Riegel von die Thure schieben.
περβόλι το (περίβολος), μηλών, pomarium,Obstgarten.
περδικόπανο το (statt περδικόπανο, πέρδιξ κόπανο), Beiname der Flinte. 191.2
περιγιάλι το, αιγιαλός, die Kuste. Davon περιγιαλιάς, Adv., επί του αιγιαλού, an der Kuste. 150.2
περιμποκλάδι το, η περιπλοκάς, η σμίλαξ, taxus, der Taxusbaum. 80.4
περιορκίζω, πολιορκείν, belagern. 31.88.
περίπλουτος, ζάπλουτος, steinreich.
περίττου, Adv. (περιττός), και μάλιστα, und zwar besonders. 254.20 etc.
περιφανώ, φαίνεσθαι, sich zeigen, sich sehen lassen.
περπατηξιά und πορπατηξιά η, το βάδισμα, der Gang.
περπατώ und πορπατώ, Imper. επερπάτου(ν) und επερπάθιουν, επερπάθιες, επορπάθιε, Plur . Επερπατούσαμε ,
επερπατείτε, επερπατούσαν und επερπατούσανε, περιπατείν, βαίνειν, schreiten, gehen. 58.90 129.4 131.38 175.1
πεσκέσι το (turk. Peskess), soviel als κανίσκι.
πέταλο το, το του ίππου υπόδημα, das Hufeisen; Η σπάθη, die Weberlade. 223.16 296.2 Davon πεταλιά η. Μ23.
πετεινός ο, ο αλεκτρυών, der Hahn. 123.20 127.30
πετραχήλι το, το επιτραχήλιον, die Stola.
πεντοκόντυλο το (siehe κοντύλι), η γραφίς, der Griffel. Davon πετροκοντυλάτος, soviel als σύμμετρος, λεπτός,
regelmassig, schon, fein.
πετροκοτσυφός ο, κόττυφος ο κύανος (όμοιος τω μέλανι κοττύφω εστί, φαιός, το δε μέγεθος μικρώ ελάττων,
ούτος επί των πετρών και των κεράμων τας διατριβάς ποιείται, το δε ρύγχος ου φοινικούν έχει καθάπερ ο
κοττυφος. Arist. H. an.9.19.), merula, die Amsel.
πετρόνω (πέτρα), επιθλίβειν, επιπιέζειν, gravare, mit Steinen belegen, beschweren,drucken.
πέτσα η, (it. Pezza), οθόνιον, das Tuch.
πετυχαίνω, επιτυγχάνειν, treffen.
πέφτω, πίπτειν, fallenq πέφτω, mit Gen., συγνώμην αιτείσθαι, um Verzeihung bitten.M.189.
πηγαίνω und πχαίνω, πηγαίνεις und
πχαίνεις, πηγαίνει und πχαίνει, Plur.
πηγαίνομε und πχαίνομε, πηγαίνετε und πχαίνεστε, πηγαίνουνε und πχαίνου(ε);=πάγω (siehe dasselbe).
πηγούνι το, ο πώγων, das Kinn.
πήσσω, πηγνύναι, τυρούν, gerinnen lassen.111.6 etc.
πήχη η, ο πήχυς, die Elle. 266.21
πιάνω (πιάζω), πιάνεις etc., Αor. Έπιασα, Imper. Πίασε und πιάς, πιάσετε und πιάστε; λαμβάνειν, nehmen.
πιάστρα η (it. Piastra), das Flintenschloss.
πιάτο το (it. Piatto), το τρυβλίον, ηπαροψίς, der Teller. 63.3
πιδέξιος, επιδέξιος, δεξιός, gewandt, geschickt.
πιθαμή η, η σπιθαμή, die Spanne. 118.11
πιθάρι το, ο πίθος, ο βίκος, das Fass.
πιλάβι το (turk.Pilaff),ein turkisches Gericht, welches aus Reis besteht undin Wasser oder Fleischbruhe gekocht und mit
zerlassener Butter uberzogen wird: Pilaw.Davon πιλαβάς ο, der Pilawfresser, d.h. der Turke.
πινάκι το, ο πίναξ, το σκαφίον, eine kleine Wanne, ein kleiner Trog; Getreidemaass = 1/2 μουζούρι. 307.75
πινομής (επί όνομα) = ονομής.
πίτερα τα, τα πίτερα, die Kleien; Κάνω έναν πράμμα πίτερα, σπαράττειν, κατακερματίζειν, zerstucken.59.31
πιτυλώ (πιτυλώ, πτύω), αποβλύζειν, aussprudeln.
πλαγιάδα η (πλάγιος), η κλιτύς, der Abhang (seitwarts). 153.3
πλαγιάζω, κατακλίνεσθαι, sich niederlegen, zu Bette gehen.
πλάϊ το, d.h. Πλάγι = πλαγιάδα. 304.25
πλακόνω (πλακόω) = πετρόνω.
πλάνη η, το δέλεαρ, το θέλγητρον, Verlockungsmittel, der Reiz.
πλαντώ (Etym.?), αποπνίγειν, ersticken. 41.26
πλάτη η, η πλάτη, η ωμοπλάτη, das Schulterblatt; Τα νώτα, der Rucken.
πλεξούδα η (πλέξις, πλέκω), ο πλόκαμος, η πλοκαμίς, der Zopf.
πλερωμή η, d.h. Πληρωμή (pleo, πληρόω), απότισις, die Zahlung.
πλησιαίνω, πληθύνειν, vermehren. 279.17
πλήσιος (πλήθος), περιττός, δαψιλής, άφθονος, abundans, reichlich.
πλιό und πλιά, πλέον, plus, mehr; ο πλιό oder ο πλιά = Superl., fr. Le plus,am meisten.
πλουμί το (pluma), ζωγράφημα, ποίκιλμα, Zierath, Schmuck.
πλώρη η, η πρώρα, der Vordertheil des Schiffs.
πνεμματικός ο, sonst ξαγοράρης, ο πνευματικός πατήρ, der Beichtvater.
ποδαρά η (πούς), το περιπόδιον, der Hosensaum.
πόδε, δεύρο, hierher.
ποδιά η, η πτέρυξ, το περίζωμα, die Schurze. 128.9 223.3
ποθές, ποθί, πη, που, irgendwo, irgendwohin; Ουδαμού, ουδαμή, nirgends.
ποιος, Gen. Τινός (siehe όποιος), τις? όστις, wer? Welcher. 13.54 240.23 M.126
ποκάμισο το (it. Camicia), χιτώνιον (neugr. Το υποκάμισον), das hemd.
πολεμάρχος, πρόμαχος, πολεμιστής, ein tapferer Krieger.
πολεμώ, πολεμείν, kampfen; Σπουδάζειν, προθυμείσθαι, streben; Θεραπεύειν, pflegen.
πολιτεία η, πόλις, Stadt.
πολυξομπλιασμένος (siehe ξόμπλι), πλήρης θυσάνων, πολυποίκιλος, schmuckvoll.
πονέντες ο (it. Ponente), o ζέφυρος, der Westwind. 174.1
πορεύγομαι, διαγίγνομαι, εξαρκούμαι, auskommen, leben. 218.8 etc.
πορίζω (πόρος), εξιέναι, ausgehen. 61.128 etc.
πόρος ο , ( πόρος ), η δίοδος , η θύρα , πέρασμα , der Durchgang , die Thure. 35.126 etc . Davon πορτέλα , 307.68...
πορπατώ und πορπατηξιά, siehe περπατώ und περπατηξιά.
πορρά, bei den Sphak. = πολλά.
πόρτα η, porta, η θύρα, die Thure. 177.3 etc.
πορτέλο το (it. Portella), das Schiessloch, die Stuckpforte (beim Schiff).
πόρτο το (it. Porto), portus, ο λιμήν, der Hafen.
ποτάσσω (υποτάσσω), κεκτήσθαι, besitzen.
ποτέ, ουδέποτε, nie;Ποτέ μου δεν, in meinem Leben nicht. 241.10 M. 209 etc.
πουλί το (pullus), όρνις, Vogel.
πουρί, Fragewort (pueri, Kinder, vgl.παιδιά), ού, ουκούν, nonne? Nicht? Nicht wahr? 148.5 272.15 etc.
πούστης ο (turk. Pust), κίναιδος,Schandbube, unnaturlicher Wollustling. 61.64
πραγένω, Fut. Θα πραγύνω, πραϋνεσθαι, sich mildern, zahm werden. M.236.
πράμμα το, τι, etwas; Πράμμα δεν, ουδέν, nichts; Μουϊδέ  (oder μηδέ) πράμμα, gas nichts.
πραμματευτής ο, πραγματευτής, έμπορος, Handelsmann, Kaufmann.
πράσσω, φοιτάν, frequentare, verkehren.
πρέζα η (it. Presa), praeda, η λεία, die Beute.
πρεμαζόνω (siehe μαζόνω), συνάγειν, versammeln, zusammen berufen. 58.47.141.3
πρεπειά η, η ευπρέπεια, ο κόσμος, der Anstand die Zierde. Davon πρεπίζω, κοσμείν, schmucken. πρεπό το, πρέπον
passend, schicklich. 32.20
πρίκα η, η πικρία, die Bitterkeit.
πρικαίνω, πικραίνειν, bitter machen, erbittern.
πρικύς, πρικειά, πρικύ, πικρός, bitter. Davon
πρικοχάροντας. 293.56
πριτσιπάτο το (principatus, it. principato), ηγεμονία, das Furstenthum.πριχού, auch πρίχου, sonst προτού (vgl.
πρίν γε, πρίν ή, προτού), πρίν, beovor ehe.131.58 132.7 143.4 etc.
προβαίνω, Fut. Θα προβάλω, προφαίνεσθαι, erscheinen.
πρόβειος, προβάτειος, ovinus, vom Schafe.
πρόβολος, εξαίρετος, hervorragend.
προεστός oder προεστώς ο, προεστώς κώμης, κωμάρχης  Dorfschulze.61.13 etc. Davon προεστοκαπετάνιος,
58.57
προξενητής ο, ο προξενητής, der Brautwerber.
προσερινός und προσωρινός (προς ώραν), εφήμερος, praesentaneus, provisorisch, augenblicklich.
προσκέφαλο το, το προσκεφάλαιον, das Kopfkissen. 103.11
προυκιά τα und προύκα η, η προίξ, die Mitgift.
πρωτομέρι το (πρώτον ήμερος), πρωτόζευκτος βούς, ein im ersten Jahr eins Joch gespanntes Rind. 274.16
πυροφύτυλο το (siehe φτύλι), έναυσμα θειούχον, der Schwefelfaden. M.119
πχαίνω, Plur. Zweite Person
πχαίνεστε. 1.10 73.8 79.8; siehe πηγαίνω.
πωειθή = ειπωθή, λεχθή, 13.65 (vgl.116.13).
πωρικό το, η οπώρα, die Baumfrucht, das Obst. 207.1 etc.
Ρ
ραγκάδι το, bei den Sphak. = λαγκάδι.
ραέτι το (turk. Raϊet), η ξενία, das Gastmahl, die Gastfreundschaft. 13.48
ραζακί το(turk. Rasaki),βότρυς μεγαλόρραξ,eine Art schoner Weintrauben,deren Beeren besonders gross sind125.15
ράϊ το (ράχις? Vgl. Δείχνω τη ράχη μου=terga vertere),η υποταγή, die Unterwerfung.48.26.
ραϊζω, ρηγνύναι, zersprengen; Ρήγνυσθαι, zerspringen, bersten.
ρακή η und ρακί το (turk. Rakhi), οινόπνευμα, der Branntwein. 254.16 256.16 M.223.
ραμπής ο, (turk. Rabi), ο θεός, der Gott.34.14 244.6
ραμπή η, bei den Sphak. = λαμπρή.
ραμπροχριστόγεννα τα, bei den Sphak.= λαμπροχριστόγεννα = πάσχα και χριστούγενα, Ostern Und Weihnachten
ραπάνι το, η ραφανίς, der Rettich. 317.5
ράπη η (ρίψ), η καλάμη, der Halm, die Stoppel. 262.13
ράσο το (rasum. It. Raso = abgetragen), sonst καπότο, ο τρίβων, η χλαίνα, ein grober Mantel, Ueberrock. Davon
ρασοτυλιμμένος, τρίβωνα περιβεβλημένος (scherzh.). 35.16
ράχη η (ράχις), τα νώτα, der Rucken.
ραχοκοκκάλα η, η σπονδυλική στήλη, η ράχις, der Ruckenwirbel, Die Wirbelsaule. 259.7
ρέγομαι, ορέγεσθαι, δι'ηδονής έχειν, gern haben, lieben. 154.4 etc.
ρεφουδάρω (refutare), απολείπειν, αφιέναι aufgeben, lassen. 52.19
ρήγας ο, ρήγισσα (selten ρήγα), rex, βασιλεύς, Konig. 75.7 76.12 219.4 etc.
ρημοκούραδο το = έρημο κουράδι, άθλιον ποίμνιον, elendes, verkruppeltes Zuchtvieh.
ριάλι το (ven. Reale) =γρόσι. Μ.60 etc.
ρίζα η, η ρίζα, die Wurzel; Υπώρεια, der Fuss eines Berges; Ρίζα τζή δουλειάς,η αρχή, το αίτιον, der Grund einer
Sacheder Urgrund.
ριζικάρης ο, sonst τυχερός, der Gluck hat. 309.2
ρίζικο und ριζικό το (it. Risico, rischio), η τύχη, das Gluck. 176.2 309.4 etc.
ριζιμιός, ριζοπαγής, έμπεδος, eingewurzelt, fest. 126.28
ρίζωμα το (siehe ρίζα), το άναντες, acclivitas, die Steigung, der Wegbergauf.  153.3 etc.
ρίμα η, (it. Rima; rumor), ο λόγος, die Sage.
ριτζάς ο (turk. Ridja), η δέησις, die Bitte. 60.16 124.6
ρόβι το, ο όροβος,die Erbse(ervum Ervilia,L.)
ρογιάζω, bei den Sphak. = λογιάζω.
ρόγος ο, bei den Sphak. = λόγος. 90.6
ροδαρά η, ρόδινος στέφανος, στέφανος, Rosenkranz, Kranz.
ροδίζω ψωμί, ροδίζειν, rosenroth farben (diese Farbe gibt man dem Brote, indem man einen Strauch am Backofenloch
anbrennt);
ροδίζει η γιανατολή, υποφαύσκει, η ημέρα υπολάμπει, der Tag bricht an. 41.69, 283.1
ροζοναμέντο το (it.Ragionamento),η διάλεξις, colloquium, das Gesprach. 143.1 etc.
ροζονάρω und ροζοναρίζω (it. Ragionare), διαλέγεσθαι, λαλείν, colloqui, reden,plaudern; Ποιος σου μιλεί oder
ροζονάρει oder ροζοναρίζει? Wer ist deiner wurdig? 28.46
ροισμός ο, bei den Sphak. Statt λοισμός, d.h. Λογισμός.
ρόκα η (it. Rocca), η ηλακάτη, der Spinnrocken. 301.18
ροσμαρί το (it. Rosmarino), auch δεντρολίβανο, η λιβανωτή, rosmarinus, der Rosmarin. M.54.
ροσπού η (turk. Rospu), η πόρνη, die Hure. 140.25
ρούγα η (vgl. Ρύμη, ρωγάς, fr. Rue, ρέω), αγυιά, vicus, die Gasse.
ρουγόπορτα η, wie αυλόπορτα, η πύλη das Thor.
ρουμάνι το und ρούμι (turk. Orman) = μαδάρα. 308.11
ρουφιανός (it. Ruffiano),μαστροπός, Kuppler.
ρούχο το (Etym.?), ένδυμα kleid. 49.42 174.5
ρύζι το, η όρυζα, der Reis (it. Riso).Davon
ρυζόγαλο το, der Milchreis.
ρώγα η, η ράξ, die Weinbeere; Η θηλή, die Brustwarze, die Zitze; Ο μισθός, der Gehalt, der Lohn. 262.6 278.4
ρωτώ = ερωτώ.
Σ
΄ς = εις.
σα, σαν, ωσάν, ως, gleichwie, wie; όταν, επειδάν, quum; Ει, εάν, si, wenn.
σαγάνι το (turk. Sahan), χάλκωμα, χαλκίον, Kupfergefass.
σαγούνα η, η σιαγών, der Kiefer, der Kinnbacken. 61.79
σαϊτα η, sagitta, το βέλος, der Pfeil; η κερκίς, das Webeschiff. 117.16. Davon
σαϊτεύγω, sagittare, mit Pfeilen schiessen, verwunden.
σακούλα oder σακκούλα η, sacculus, ein grosser Sack. 253.20.
σακούλι το, σακίον, kleiner Sack; Mass fur Geld = 500 γρόσια 268.2
σαλεύγω, σαλεύεσθαι, κινείσθαι, sich bewegen; Εσάλεψε ο νούς μου, wie μού'γγιξε 'ς το νού, mente captus sum.
σαλιάρης, σιαλώδης, voll Geifer.
σαλιεριστής ο (Salii, Saliaris), μελωδός, αοιδός, Sanger. 299.23
σαμιάμιθος ο (μιαίνω, Etym.?), o ασκάλαβος, lacerta muralis, die Mauereidechse. Davon (scherzh.)
σαμιαμιθόσφαχτα τα. 311.2
σαν = ωσάν.
σανάδα η (Etym.?), η αίγαγρος, die weibliche Gemse.
σαρδίνια τα (Σαρδινία), υποδήματα, κνημίδες, eine Art schoner rother Stiefeln.
σαρίκι το (turk. Sahrik), η τιάρα, το στρόφιον, der Turban. 275.12
σαρμάς ο (turk. Sarma), όπλον, eine art verzierte und gute Flinte, deren innere Rohrwand spiralformig ist. 51.11
σάςε, Pron. (von dem Verbum) = σας, Gen. Und Accus. Plur. Von σύ.
σασιρντίζω (turk. Sassirdi), πτοείσθαι, ταράττεσθαι, in Verlegenheit kommen, sich verwirren. 58.46
σαφής (turk. Safy), καθαρώς, σαφώς, lauter, rein; Αεί, immer.
σγουραφιά η, η ζωγραφιά, das Gemalde.
σγουραφίζω, ζωγραφείν, malen.
σγουράφος ο, ο ζωγράφος, der Maler.
σγουρός (vgl. Cirrus, γυρός und ούλος, wie σγουράφος von ζωγράφος), ούλος ουλόθριξ,cirrus, lockig, kraushaarig.
294.45 Davon σγουρομάλλης und σγουροπλεμμένος.
 'ς έ = είς .
σεβντάς ο (turk. Sewda), ο έρως cupido, die Liebe. M.68
σειρά η, η γενεά, das Geschlecht. 133.55
σεϊρι το (turk. Seϊr), η θέα, η τέρψις, der Anblick, das Vergnugen (beim Schauen). 122.35.
σέλα η (sella), η σήγη, το εφίππιον, der Sattel
σελάκι το, Demin. Von σελί.
σελαμέτι η (turk. Selamet), η ευοδία, die Wohlfahrt. M.83.
σελί το (σέλα), ίζημα, κοιλάς, Bergsattel, kleine Hochebene.
σενέτι το (turk. Senet), χειρόγραφον, χρεόγραφον, der Schuldschein. 35.46
σεράγιο το (turk. Serai), τα βασίλεια, der Palast.
σερασκέρης ο (turk. Serasker), στρατηγός, der Feldherr. 35.2 etc.
σερταρέ η (σέρνω, σέρτης = σύρω, σύρτης), η αγχόνη, ο βρόχος, ein Strick zum Erhangen
σεφέρι το (turk. Sefer), η στρατεία, der Kriegszug.
σηκωμός ο, η στάσις, der Aufstand.
σημάδι το, το σημείον, das Zeichen, das Merkmal; Ο σκοπός, το σημείον,das Ziel.
σιάζω (ίσιος = ίσος), ευθετείν, ebenen, anordnen; Δε μου σιάζει = δε μου βολεί, es passt mir nicht.
σιγγλί το (sitella, situla, vgl. Σίγλος), καθίσκος, ein kleiner Eimer.
σιγούρος(securus, it. Sicuro),ασφαλής,βέβαιος,sicher, fest.Davon σιγουρέρνω und σιγουράρω, εχυρούνin Sicherheit
setzen, befestigen. 46.40
σιλακλίκι το (turk. Silaklik), ζωστήρ οπλοδόχος, ein Ledergurt, der vorn breit und mit mehrern Lagen
zur Aufnahme von Waffen versehen ist: Waffengurtel. 242.5
σιμά, Adv. (it. Prossimo, vgl. Στέρνα), εγγύς, nahe.
σιμόνω (it. Prossimare), πλησιάζειν, sich nahern. 131.13 137.7 193.4 etc.
σιορημάζω und σιορημάσσω, auch
σιωρημάζω (σόος σώς ερημόω), κατερημούν, ganzlich zerstoren; κατερημούσθαι, ganz ode werden.
σιργιάνι το (turk. Seϊran), ο περίπατος, der Spaziergang. Davon σιργιανίζω, spazieren gehen. 59.35 132.2 241.2 etc.
σιρόκος ο (it. Siroco), ο εύρος, Dder Sudostwind. 116.3
σισιναμέντο το (it. Assassinamento),δολοφονία, der Meuchelmord; Ταραχή,κραυγαί, Larm, Geschrei, tumultus.
σιτζίμι το (turk. Sidsim), σχοινίον, σπάρτον, das Seil. 21.18
σιώρ ο (it. Signor), κύριος Herr.
σκάλα η, scalae, κλίμαξ, die Treppe, die Leiter: ο αναβολεύς, der Steigbugel.181.4 263.18 293.28 etc.
σκαλί το, auch σκαλοπάτι, ο κλιμακτήρ,die Stufe.
σκαλιά η (siehe σκάλα), πτερνισμός, κεντρισμός, der Spornstoss.
σκαλίδα η, η σκαλίς, der Spaten. Davon σκαλίζω, scharren.
σκαλόνω (siehe σκάλα), αναρριχάσθαι, klettern; Αγκιστρεύεσθαι, εμπλέκεσθαι, sich anhaken.
σκαλοπάτι το, Plur. Τα σκαλοπάθια (σκάλα πατώ = σκαλί.
σκαμνί το, scamnum, θώκος, der Stuhl; τράπεζα, Trisch. 110.5 177.4
σκανίζω (σκατίζω? Vgl. Εσχάρα und σικχαίνω), κακώς όζειν, stinken. 252.18
σκαντίζω, ερεθίζειν, aufreizen.
σκαπαβία η (it. Scabavia), η άκατος, ein Fahrzeug, die Brigantine. 17.44
σκαπέτι το, η σκαπάνη, der Spaten. 257.15
σκαρί το, εσχάρα, υπόβαθρον, das Gestell.
σκαρόνω, bei den Sphak. Statt σκαλόνω. 102.13
σκενιάδα η und σκενιός ο, auch σκενιό το,σκιάς, Schattendach, Schatten. 120.2 M.209
σκεντσές ο (turk. Iskendje), βάσανος, Qual.
σκεντσεύγω, βασανίζειν, martern,qualen.49.44
σκιαέτι το, (turk. Schikiaet), η έγκλησις,η αιτίασις, die Anklage.
σκιαουλές und σκαουλιάς δεν(σκιά ούλος, όλος)=το παράπαν,παντάπασι,durchaus nicht, ganz und gar nicht 48.8 etc
σκιάς (σκιά), τουλάχιστον, wenigstens. 48.36 210.5 etc.
σκίζω, σχίζειν, zerreissen. 155.4 etc.
σκλαβέρι το (Etym.?), κώδων, Schelle, Glocke.
σκλάβος ο (ven. Esclavo), δούλος, υποχείριος, der Sklave.
σκοινί το, το σχοινίον, der Strick.
σκολάζω (σχολή), παύεσθαι, aufhoren.
σκόντρα η (it. Scottra; scutra), πλοίον, eine Art. Schiff. 299.15
σκοπός ο, ο νόμος, το μέλος, die Melodie.189.5 285.4 etc.
σκοτεινάγρα η, το σκότος, die Finsterniss. 131.40
σκοτόνω (σκοτόω), φονεύειν, todten.
σκούζια η (it. Scusa), excusatio, η πρόφασις, die Entschuldigung.
σκουζιούμαι, σκύζεσθαι, knurren, murren; davon σκουζιάρομαι, se excusare, προφασίζεσθαι, sich entschuldigen.
254.3 etc.
σκουλούδι το (σκολλύς, σκόλλυς), ο λόφος, der Schopf; o πόκος, die Flocke.
σκούρος und σκουρός (it. Scuro; obscurus) φαιός braun.
σκουτέλι το (scutella), τρυβλίον, Teller.111.7
σκούφια η (it. Scufia), πιλίον, Haube, Mutze.
σκουφίδα η, ο λόφος, der Helmbusch.133.100
σκραφνί το (Etym.?), ο κλήρος, das Loos. 118.7.
σκροπίζω und σκροπώ, auch σκορπίζω und σκορπώ, σκορπίζειν, σκεδαννύναι, zerstreuen, umherstreuen.
σκώτι το, Gen. Σκωθιού (vgl. Συκωτόν, σύκον), jecus, το ήπαρ, die Leber.201.4. M.62
σμαγδάλι το (turk. Masgal), η τοξότις, die Schiessscharte.
σμίγω, μίσγειν, μιγνύναι, miscere, mischen; Συνέρχεσθαι, συνιέναι, zusammenkommen.
σόϊ το (turk. Soϊ), το γένος, die Rasse, das Geschlecht.
σοκάκι το (turk. Sokak),η λαύρα, die Gasse.267.12 284.2 etc.
σολατσάρω (it. Sollazare), περιπατείν, spazieren gehen. M.37
σομάρι το (σαγμάτιον), το σάγμα, τα κανθήλια, clitellae, der Saumsattel.
σονάρω (sonare), κωδωνίζειν, klingeln, lauten. 246.23
σόντας (ες, εις όταν), νύν ότε, jetzt da, jetzt wo.
σοντηρώ = συντηρώ. 241.3 etc.
σόπρα, Adv. (it. Sopra; super), άνω, oben; Άρον! Heb auf! M. 95
σούβλα η (subula), ο οβελός, veru, der Bratspiess.
σουβλί το, subula, το οπήτιον, die Pfreime, die Ahle. M.177.
σουλτάτος und σουρτάτος ο (it. Soldato), στρατιώτης, Soldat; Όπλον, Waffe,Flinte. M.227
σουράδι το (σύρω), πλόκαμος, βόστρυξ, Zopf, Locke. Davon σουραδοπλέκω.293.3
σουρόνω ( vgl. Σύρω,σειρόω, rorare ) , tran s. διυλίζειν, durchseihen; intrans. Διαρρείν, σταλάχειν , tropfeln , triefen;
Καταυαίνεσθαι, trocken werden.
σουσούμι το (σύσσημον), ο χαρακτήρ το γνώρισμα, der Zug, das Kennzeichen.172.14 305.12
σοφάς ο (turk. Soffah), το ανάκλιντρον, η κλισία, Ruhebank, das Sofa. 27.18
σπάγος ο (it. Spago), το λίνον, ο λινόδεσμος, die Schnur, der Bindfaden.
σπαρμένο το, Plur. Σπαρμένα und σπαρτά, το σπέρμα, το λήϊον, die Saat, das Saatfeld.
σπέρνω, σπείρειν, saen, besaen.
σπίθα η,  ο σπινθήρ, der Funke.
σπίτι το, Gen. Σπαθιού (hospitium), οικία, οίκος, Haus. 135.10 etc.
σπιτικό το, ο οίκος, domus, das Hanswesen, das Haus.
σταθώρι το (statura), σώμα περικαλές, eine erhabene Gestalt. 131.8.
σταλιά η (σταλάω), η σταγών. der Tropfen.
σταλίζω ( it. Stallare, στατίζω, Eur. El. ) , εν μεσημβρία αναπαύειν , ausruhen lassen ( nur vom Vieh ) . 120.2 311.3.
σταλίστρα η, αναπαυτήριον, Ruheplatz (vom Vieh). 126.49.
σταμνί το, σταμνίον,Wasserkrug.
στάρι το, ο σίτος, der Weizen; στάρι heissen auch mehrere nicht tanzende Personen, die sich einande ran der Handen
halten und den zwei Tanzern folgen.
σταροσήκαλι η (στάρι σήκαλι, secale), μίγμα σίτου και ζέας. 200.4
σταύλος ο, stabulum, ο σταθμός, ο σηκός, der Stall 307.13.
στε = ώστε, έως bis. 13.5 eetc. στε = είστε 13.51 etc.
στειράρης ο und στειροβοσκός, eine der die unfruchtbaren Schafe hutet. 272.19
στειροματζιέτα η (siehe ματζιέτα), στείρα βους, δάμαλις, juvenca, eine junge Kub.
στειροπρόβατο το, πρόβατον, ενός έτους, einjahriges Schaf.
στειροσάναδο το, στείρα, ακμαία αίγαγρος, eine junge Gemse. 187.4
στειροχωρίζω = χωρίζω τα στείρα από τα έγγαλα. 120.11
στέκω, εστηκέναι, stehen; Στέκει να…oder στέκεται να… επί ξυρού ακμής ίσταται,es steht auf dem
Entscheidungspunkte. 116.4
στελιάρι το, το στελεόν, η λαβή, der Stiel, der Griff.
στερεύγω (στερεός, στερεόω), αποτίθεσθαι, διαφυλάττειν, bei Seite legen, aufbewahren.
στεριά η (στερεός), η ξηρά, continens, das feste Land; Στεριάς oder τσή στεριάς,κατά γήν, zu Lande 4.3 47.14 etc..
στέρνα η, cisterna, η δεξαμενή, der Wasserbehalter. Davon στερνιάζω, in einen Wasserbehalter leiten.
121.13 240.4
στιβάνι το (it. Stivale), η κνημις, der Stiefe. 254.7
στιμάρω (it. Stimare), aestimare, τιμάν, hoch achten.
στόρια η (ιστορία), γραφή εικών Bild.
στραβός, τυφλός, blind. 271.6 ect.
στραθειά η (στράτα, στρατεύω, vgl. Στρατειά) πορεία, οδοιπορία, die Reise (zv Fuss). 254.8 11.103 etc.
στραθιώτης ο, στρατιώτης, Soldat; (von στράτα) οδοιπόρος, Reisender.
στράτα η (strata), η οδός, der Weg, die Strasse.
στρατεύγω, οδοιπορείν, αποδημείν, in die Fremde gehen, reisen.
στρατί und στρατάκι το, ο στίβος, η ατραπός, semita, der Fussweg.
στρίβγω und στρίφνω, στρέφειν, zusammendrehen.
στριφογυρίζω, στροφοδινείν, drehen, umwenden.
στρώμα το, auch κλίνη η, η κλίνη, η ευνή, das Bett. 129.27
στρωμνί το, η στρωμνή, die Decke.
στυλόνω, στυλούν, mit Saulen stutzen; (vom Vieh) άναντα ελαύνειν, bergauf treiben. 122.12
συβάζω, συμβιβάζειν, vergleichen, versohnen.
συζευτής ο (συζεύγνυμι), συγγέωργος,Genosse beim Acherbau.
συθήκη η, συνθήκη, der Vertrag. 49.9
συμμισιακός (σύν μισός, d.h. Ήμισυς), αμφοτέροις κοινός, beiden gehorig, gemeinschaftlich.
συμπάθειο το, συγνώμη Verzeihung;
παίρνω συμπάθειο, um Verzeihung bitten.
συναποβγάνω, προπέμπειν, deducere, begleiten.
συνορίζομαι, συνερίζειν, αμιλλάσθαι, aemulari, wetteifern.
σύντεκνος ο, σύντεκνισσα η, ανάδοχος, der Pathe.
συντηρώ, θεωρείν, θεάσθαι, schauen, sehen.
συνωροπαντρεμμένος, νεόγαμος, erst kurzlich verheirathet. 109.8.
συρμαλί (turk. Sirmaly, vgl. Σύρμα) = συρμαλένιος, χρυσόπαστος, χροσοϋφής, mit Gold gesprenkelt.
συρρογιάζομαι, bei den Sphak, statt συλλογιάζομαι, λογίζεσθαι, nachdenken
σφάκα η (σφάκος), η ροδοδάφνη, der Oleander. 240.26 etc.
σφαλίζω (ασφαλής), κλείειν, schliessen.
σφαλιχτός, κεκλεισμένος, geschlossen.
σφάνταμα το, το φάντασμα, das Phantom, das Gespenst. 134.5
σφαρώ und σφαράσσω, σφαδάζειν, zucken.
σφαχτό το (σφάζω), το πρόβατον, η όϊς, das Schaf.
σφυριά η, το σύρισμα, der Puff. 122.14
σφυρίζω, συρίζειν, pfeifen.
σωθικά τα (έσω), τα εντόσθια, die Eingeweide. M.8
σωνίζω (σώς), παύεσθαι, aufhoren. 268.4
σώνω (σώς), εξαρκείν, ausreichen.268.4
σωπαίνω, σιωπάν, schweigen.
T
ταβέρνα η, taberna (it. Taverna), το καπηλείον, das Wirthshaus. 251.3
ταβερναράς und ταβερνάρης ο(it.Taverniere), o κάπηλος, der Weinschenker, der Wirth. 251.5
τάβλα η, tabula ( it. Tabola), η σανίς, das Bret; ein langes mit Esswaaren bedecktes Bret, an dem die Gaste sitzen und
schmausen; uberhaupt Tisch.205.5 177.3.
ταϊνι το (turk. Taϊn), τα σιτία, die Zehrung, die Bekostigung. 133.67.
ταϊζω, ψωμίζειν, σιτίζειν, futtern, ernahren. 245.34.
ταίρι το, εταίρος, der Genosse, der Geselle; ο ομοίος, der Gleiche.
ταιφάς ο (turk. Taϊfa), συνεργάτης, Mitarbeiter, Genosse; Λαός, πλήθος, Volk, Menge.
ταμπούρι το(turk.Tambur),ο προμαχεών, propugnaculum,die Schutzwehr;Τάγμα,τάξις Regiment.47.50 58.74 62.19etc
ταρός ο (αήρ, αέρος?), ο άνεμος, der Wind.
τάσι το (turk. Tass), το φιάλιον, die Tasse. 132.7
τάσσω, υπισχνείσθαι, versprechen; υποτιθέναι, νομίζειν, den Fall setzen, annehmen.
ταϋτέρου, Adv. = ταχύ.
ταϋτερωπά, Αdv. Πρωϊ τι, mane, etwas fruh.
ταχύ, Adv. Πρωϊ, mane, fruh, 209.3
ταχυά, Adv. Αύριον, morgen.
τέθοιος, τοίος, τοιούτος, talis, solcher.
τελάλης ο (turk. Tellal), ο κήρυξ, praeco, der Ausrufern. 133.45.
τέλι το (turk. Tel), ελασμάτιον, der Draht.
τέντζερι το (turk. Tendjer), το χαλκίον, der Kupferkessel.
τέρμενο το, auch τέρμα το (terminus, it. Termine), η λήξις, η παύσις, das Aufhoren, der Schluss.
τερτίπι το (turk. Tertip), η τέχνη, το μηχάνημα, der Kunstgriff.
τεψί το ( turk. Tepzi ), eine breite runde kupferne Schussel, welche die Turken statt des Tisches beim Essen gebrauchen .
τζαγκάρης oder τζαγγάρης (sagarius; Hesych. Σκυτεύς, σαγγάριος καλιγάριος), σκυτορράφος, der Schuhmacher.
τζαγκουρνώ auch γκρατσουνώ (it.grattare), αμύσσειν, kratzen, krallen. Davon τζαγκουρνομαδιώ κνήν και μαδάν
kratzen und Haare ausreissen 72.5 286.21.
τζαμί το (turk. Djami), ναός die Moschee.136.3 230.11
τζαμπίτης ο (turk. Sabit), τοπάρχης, Landrath.
τζεβρές ο (turk. Tschevre), μίτρα, eine Art Kopftuch. 129.11
τζελάτης ο (turk. Tschelat), o δήμιος, der Henker.
τζερεμές ο (turk. Djereme), auch το πρόστιμο, το πρόστιμον, die Geldstrafe.
τζιγιέρι το (turk. Djiϊer), το ήπαρ, die Leber. 130.20.
τζιλβές ο (turk.dsilve), βλέμμα ερωτικόν Liebesblick.
τζιμπούκι το (turk. Dsubuk), καπνουλκείον, lange Pfeife.
τζιμπούσι το (turk. Dsubuss), το συμπόσιον, η ευωχία, der Schmaus. 59.1
τζιμπώ (τζιμπείν, Ptochopr.), κνίζειν, κολάπτειν, kneifen, zwicken.
τζιτζυφιά η, ζίζυφος, der Brustbeerbaum (Rhamnus jujuba).
τζίτζιφο το, το ζίζυφον, die Brustbeere. M.219.
τσουγκρί το, η όκρις, ein rauher Fels. 68.1
τήνε, Pron. (=την), αυτήν, ταύτην.
τηρώ, wie συντηρώ, θεάσθαι, schauen, sehen. 61.15 M.32 etc.
τίβοτσι und τίποτις (auch τίποτας und τίποτε), τι, aliquid, etwas.61.94 etc.
τοιγάρες, τοιγάρ, τοιγαρούν (= πάτζης).
τομάρι το (turk. Tomar), το σκύτος, η βύρσα, das Leder. 280.12
τόνε, Pron.(von dem Verbum) = τον, d.h. Αυτόν.
τονε (nach dem Verbum) = αυτόν, d.h. Αυτόν.
τοπόνω (τοπάζω), νοείν, οράν, etwas merken. 197.3 286.7
τορναλέτο το (it. Tornaletto), το της κλίνης περιπέτασμα, der Bettvorhang.
τουδά, d.h. Ετουδά = αυτού δά, daselbst. 28.73
τουπί το (τύπος), το τυροβόλιον, der Kasekorb beim Kasebereiten (siehe τυρί). 252.7
τουρσί (turk. Tursu), όξει παρεσκευασμένος οξωτός, mit Essig zubereiten, in Essig gelegt. 256.20.
τουσλούκι το (turk. Tusluk), κνημίς, die Beinschiene. 103.14
τουφέκι το (turk. Tufek), το όπλον, die Flinte, die Waffe.
τοψής ο (turk. Topzu), ο πυροβολιστής (neugr.), der Kanonier. 58.81
τρά oder τρά = τρία. 145.1233.15
τραβάγια η (it. Travaglio), μέριμναι, πόνοι, die Sorgen, die Muhen; Ταραχή, κραυγαί, Larm, Geschrei.
τραβαμπάς (abbas), Schwarzrock, Pfaffe (Schimpfwort gegen die Priester).15.20
τραλίζω (τραυλίζω), σκοτούν, schwindelig machen. 126.21
τραμουντάνα η (it. Tramontana), ο βορράς, der Nordwind; Χειμών, ζάλη, Sturm.
τράγος und gewohnlich τράος ο, ο τράγος, der Bock, der Ziegenbock.100.6 107.6 etc.
τρέλλης und τρελλός (στρεβλός), μωρός, ασύνετος, thoricht, albern
τριμπούνι το (turk. Durbun), το τηλεσκόπιον, das Fernglas
τριόχτης ο, τριετής, dreijahrig (von Bocken und Widdern.). 105.6
τρίχα η, η θρίξ, die Haare; Την τρίχα να, (starker) διάλε την τρίχα να, auch vollstandig διάλε την τρίχα που λείφτηκε
oder πού'λειψε να..=bei einem Haare; Μονονού, μικρού δειν. 140.18 Μ.71 etc.
τρουλλίτης ο (τρούλλα), ο κορυδαλός, die Haubenlerche. 315.3
τρουμπέτα η (it. Trompetta), η σάλπιγξ, die Trompete. 217.4 etc.
τρυγώ, τρυγάν, δρέπειν, lesen, pflucken.
τρώγω,τρώ(γ)εις und τρως,τρώ(γ)ει und τρώ,Plur.(τρώγομε) τρώμε,(τρώγετε) τρώτε, τρώγουσι, τρώσι,τρώνε und
τρών, Aor. Έφαγα, Conj. Φάγω und φάω, φάγης, φάης, und φάς, φάγη, φάη und φά, Plur. Φάγωμε und φάμε,
φάγετε und φάτε, φάγουσι, φάσι, φάνε und φάν; Εσθίειν, essen. 81.5 142.1 196.4 254.23 etc.
τσακίζω, κατακλάν, knacken.
τσαντήρι το (turk. Tschandir), η σκηνή, tentorium, das Zelt.
τσαούσης ο (turk. Tschausch), neugr.ο λοχίας, der Feldwebel.
τσαπίνης (turk. Tschaphin), έκλυτος, άσωτος, liederlich, ausschweifender Mensch. M.175
τσαρσιτεύγω, προδιδόναι, verrathen. 61.44
τσαρσίτης ο (turk. Tscharsit), κατάσκοπος, Spion; Προδότης, Verrather.
τσεπανές ο (turk. Tschephane), neugr.τα πολεμοφόδια, die Munition.
τσέπη η (turk. Dschep), o κόλπος, die Tasche.
τσή = της
τσή = τους
τσή = ταις, d.h. Τας.
τσιδά = ετσιδά (έτσι), ουτωσί, gerade so. 15.39.
τσικίνι το (it. Zecchino), νόμισμα χρυσούν, Goldstuck, Goldmunze. 133.129 etc.
τσισμές ο (turk. Dsisme),υπόδημα, σανδάλιον Schuh 275.18
τσιστροκόλλυβα τα, (vgl. Συρίζω und susuro, κόλλυβα), στάχυες, άωροι οπτοί, unreife Aehren gerostet. 251.4
τσιτσέκι το (turk. Tschitschek), άνθος, Blume.
τσιφτές ο (turk. Tschifte), neugr. Δίκανον (όπλον), die Doppelflinte.
τσίχλα η, η κίχλα, η κίχλη, die Singdrossel, die Zippe. 31.50
τσουρώ = rollen, κυλινδείν, κυλινδείσθαι.51.35. Μ.170 etc.
τσόχα η (turk. Tschoka), έριον, wollenes Zeug. 254.9
τύραννο το, η τυραννία, das Tyrannisiren, das Plagen. 31.19
τυρί το. In einem grossen Kupferkessel ( λαβέντζι, λεβήτιον, λέβης, lebes ), kocht man vier Funftel der Milch so lange,
bis sich, wenn man sie in einen Loffel nimmt, nach dreimaligem Blasen Rahm bildet.Hierauf lasst man die Milch etwas
abkuhlen, wirft ein wenig Labmagen (αγαστέρα, γαστήρ, auch τυρεύτης) in dieselbe und wartet bis sie dick
geworder ist. Sodann ruhrtman die dick gewordene Milch mit einer Ruhrkelle oder Piston (ταράχτης ο ταράκτης,
τάρακτρον) anfangs schnell, dann immer langsamer (αναδένω), sodass sich die in der Milch enthaltenen festen
Stucke um die Ruhrkelle  herum absetzen und einen festen Teig (μαλάκα η, μαλακός, μαλάσσω) bilden.
Dieser feste Teig wird hierauf in einen flachen, cylinderformigen korb (τουπί το, τυπίον, τύπος), gebracht, wo
er zusammengedruckt wird, wobei sich der dabei beschaftigte Arbeiter oder Kasemacher (τυροκόμος) gewohnlich selbst
darauf setzt. Dieser cylinderformige Teig, gesalzt und getrocknet, heisst τυρί.Zu der in dem Kessel gebliebenen Molke
(ορρός, altgr. Auch ορρός) wird das noch fehlende Funftel Milch (ανάχυμα) zugegossen. Diese Mischung wird wieder
eine Zeit lang gekocht und indessen fortwahrend mit einer Ruhrkelle (αηδόνισσος ο) geruhrt, damit sich nichts am Boden
ansetzen soll. Ist sie jetzt genugend gekocht, so wird sie vom Feuer weggenommen und der oben beschriebene Vorgang
wird wiederholt. Der dieses mal aber gewonnene Kase (μυζήθρα η, μίσγω, misceo), ist feiner als der fruhere (μαλάκα).
Die jetzt ubriggebliebenen Molken (χουμάς ο, χυμός, χύμα, χέω) dienen nur noch zum Futter fur Schweine und Hunde
(der Knabe, der dieses Vieh hutet und dem τυροκόμος dabei behulflich ist, heisst danach χουματζής).
τυρνή η (scil. Εβδομάδα), η τυροφάγος, die letzte Woche vor der grossen Fastenzeit (μεγάλη σαρακοστή), wo man
nur Milchspeisen und Eier geniessen darf.
τυροκόμος ο, ο τυροκόμος, der Kase macht (siehe τυρί). 120.10.11
των und των = των und αυτών (Artik. Und Pron.).
τώνε, Pron. (vor dem Verb.) τωνε (nach dem Verb.), fur αυτών (dativ) αυτοίς, αυταίς, ihnen.
τώνι (sehr selten) = των, der (Artikel).110.5.6. M. 218
Υ
υγιός gewohnlich γιός ο, ο υιός, der Sohn.97.3 etc.
Φ
φαγοπιοτούρα η (φάγω, πίω, πιοτό), συμπόσιον, ευωχία, Essen und Trinken, Schmauserei II.90
φάδι το, το υφάδιον, ein wollener Faden (zim Weben). 250.17
φαίνω, υφαίνειν, texere, weben. 296.1 300.2 M.23
φακή η , η φακή , die Linse ; Σπέρνω φακή , ( von Hasen und von feigen Leuten ) , in der Flucht seine Rettung suchen..
φαλκόνι το und φαλκονιά η, falco, ο ιέραξ, der Falke.
φαμέγιος ο (it. Famiglio), οικέτης, υπηρέτης, Bedienter, Diener. 254.2
φανειά η, η εμφάνεια, das Erscheinen. 133.34
φαρφουρί το (turk. Farfur) das Porzellan; Adj. Aus Porzellan.
φαφούτης (turk. Fafut), νωδός, edentulus, zahnlos.
φελί το (ofella), τμήμα άρτου, Brotschnitte.272.30
φελλοκάλικο το ( φελλός καλίκι, caliga), σανδάλιον, eine Art elegante und leichte Halbschuhe, Pantoffel. 147.6
φελώ,ωφελείν, nutzlich sein, werth sein.186.17 etc.
φερμάνι το (turk. Ferman), το επίταγμα, der Befehl des Sultans, das Mandat.
φέσι το (turk. Fas), πίλος ερυθρούς, ein rother Hut, das Fess.
φέστα η, (it. Festa), festum, εορτή, die Festlichkeit.
φθυώ, πτύειν, spucken.
φιλντισένιος (turk. Fildisi), ελεφάντινος, aus Elfenbein.
φίνα, Adv. (it. Fino), ευ, καλώς, bene, gut, schon.
φίλος ο, φιλενάδα η, φίλος, Freund.
φίρος, bei den Sphak. = φίλος.
φλακή η, η φυλακή, η ειρκτή, das Gefangniss.
φλασκί το (φλάσκιον), η λύκηθος, die Kurbisflasche. 285.23
φλετζάνι το (turk. Fildjan), φιάλιον, die Tasse 16.72 23.29 etc.
Φλεβάρης ο, Februarius, der Februar. Davon
φλεβαρίζει,der Monat Februar fangt an. 191.1
φλουρί το (ven. Florino, fr.Florin), νόμισμα χρυσούν, Goldstuck.
φονιάς ο, φονεύς, der Morder.
φοράδα η, η φοράς, η ίππος, die Stute. 51.48
φόρος o, o φόρος, ο δασμός, die Kopfsteuer
φόρος und φόρο το, forum, η αγορά, der Marktplatz; Το φανερόν, das Freie, das Oeffentliche.
φουκάρι το = θηκάρι.
φούλι το (turk. Fuli), ο νάρκισσος (narcissus, Jonquilla L.), die Jonquille.
φούρια η, (furia), ορμή, der Trieb, der Drang.
φούρκα η (furca), sonst σερταρέ, η αγχόνη, ein Strick zum Erhangen.
φουρκίζω, απάγχειν, erhangen.
φούρνος ο, furnus, ο ιπνός, der Backofen.M.237.
φουρνάρης ο, φουρναρού η, furnarius, ο αρτοκόπος, der Backer.
φουρτίνα η (it. Fortuna; fortuna), o χειμών, ο κλύδων, der Sturm, das Gewitter. 116.14 279.16 M.224 etc.
φουσάτο το (φώσατον, Suid. Fossa), ο στρατός, das Heer.
φούσκα η, φύσκη, κύστις φυσαλλίς, vesica,Blese.
φουσκόνω, εξοιδαίνειν, aufschwellen; τυφούσθαι, ογκώδη είναι, aufgeblasen sein.
φουστάνι το (it. Fustagno), γυναικείος χιτών, Frauenkleid.
φρακή η, bei den Sphak. = φλακή.
φριγάδα η (it. Fregatta), die Fregatte.
φτάζυμο, d.h. Επτάζυμο (ζύμη) ψωμί,άρτος λεπτός, feines Brot.
φταξούσιος (επταξούσιος oder αυτοξούσιος) κραταιότατος, sehr machtig.52.43
φταρνίζομαι und φθιαρμίζομαι, πταίρειν, niesen.
φταρμός ο, ο πταρμός, das Niesen; (von φθείρω) = φθόρος.
φτέρα η, η πτερίς, das Farrnkraut.
φτέρνα η, η πτέρνα, die Ferse.
φτερούγα η, η πτέρυξ, der Flugel.
φτύλι το (turk. Fitil), η θρυαλλίς, το ελλύχνιον, der Docht. 262.25
φυλαχτάρι το, το φυλακτήριον, το περίαμμα, amuletum, das Schutzmittel, das Amulet 140.50
φύλλο το , το φύλλον, das Blatt ; Τα φύλλα τσή καρδιάς , οι της καρδίας κόλποι , die Herzkammern , das Herz...
φυράγω und φυράσσω, bei den Sphak.=φυλάσσω. 202.4
φυράσσω (Εtym.?), ελαττούσθαι, μειούσθαι,sich vermindern, abnehmen.
φυσέκι το (turk. Fussek), die Patrone. Davon
φυσεκλίκια τα (turk. Fusseklik) =μπαλάσκα. 35.139.
φωθιά η (φώς), πύρ, Feuer.
φωλίτσα η , Dim. Von φωλιά η, η φωλεά, η καλιά, das Nest.71.4 231.5 Davon φωλεύγω, νεοττεύειν,  nisten. 204.4
φώτα τα, η εορτή των φώτων oder επιφανειών das fest der Erscheinung oder der Taufe Christi; die Kleider die der
Pathe seinem Taufling schenkt.
X
χάβγω und χάφτω, κάπτειν, καταβροχθίζειν, schlucken.
χάδι το (Etym.?), αρέσκεια, θωπεία, blanditia, das Schonthun, die Liebkosung.Davon χαϊδεύγω. Μ. 193.
χαζινές ο (turk. Chasne, vgl. Γάζα), το ταμιείον, der Schatz.
χαζίρης (turk. Hasir), ετοίμος,fertig, bereit. Adv. Χαζίρι.
χαϊβάνι το (turk. Chaϊvan), υποζύγιον, das Saumthier.
χαϊμαλί το (turk. Hamaili) = φυλαχτάρι.
χαϊμός ο (χάνω, χαίω, χάος), απώλεια, βλάβη, der Verlust, der Schaden.
χαϊνεύγω, στασιάζειν. Rebelliren 25.1
χαϊνης (turk. Haϊn), άπιστος, treulos.
χαϊρι το (turk. Chaϊr), το καλόν, das Heil; το όφελος, der Nutzen.
χαλάλι (turk. Halal),δίκαιος, θεμιτός, legitimus, jestus, recht, richtig; Χαλάλι σου,soviel als: es sei dir von Herzen gern
gegeben (Gegensatz χαράμι). 245.34 etc.
χάλι το (turk. Hal), η κατάστασις, der Zustand. 133.80 140.41 .136 etc.
χαλίκι το, ο χάλιξ, der Kieselstein 193.2
χαμαντράκι το, ανδράριον χθαμαλόν, ein kleines Mannchen.
χαμπέρι το (turk. Habar), η αγγελία, die Nachricht.
χαμομηλιά η, το χαμαίμηλον, das Kamillenkraut (it. Chamomilla).
χαμολάγκαδο το (siehe λαγκός), φάραγξ βαθεία, tiefe Bergschlucht. 91.3
χάνι το (turk. Khan), ξενοδοχείον, Wirthshaus, herberge.
χανούμισσα und χανούμη η, auch χανούμι und χανουμάκι το (turk. Hanum),δέσποινα, die Herrin, feine Dame.
χαντζέρι το (turk. Chandjer), ξιφίδιον, εγχειρίδιον, der Dolch, das Messer.
χάντρα η (Etym.?), το μάργαρον, die Perle. 250.28
χαντώ (Etym.?) νομίζειν, meinen, glauben.52.27 etc.
χαράκι το (χάραξ), πέτρος, λίθος, der Fels.
χαράσσω, χαράττειν, einschneiden;
χαράσσει η μέρα wie αποδιαφωτά, διαυγάζει, der Tag bricht an.
χαράτσι το (turk. Charatsch), ο φόρος, die Kopfsteuer.
χαροκόπος, φιλέορτος, φιλοτερπής, Freund der Fest und Vergnugungen. 149.4 etc.
χαροκοπώ, ευωχείσθαι, ευθυμείθαι, schmausen, lustig und frohlich leben.68.2 194.1 175.4 etc.
χάρτζι το (turk. Khards), η δαπάνη, die Ausgabe, die Kosten. 59.7
χαρτζιλίκι το (turk. Khardsilik), δαπάνη πρόχειρος, Taschengeld.
χαρτί το, Gen. Χαρθιού, χάρτης, Papier; γράμμα, Schreiben, Brief; Βιβλίον, Buch. 155.4 307.47 etc.
χατζής ο (turk. Hadji),christlicher oder turkischer Pilger, der am Grabe Christi zu Jerusalem oder am Grabe Mohammed's
zu Mekka gewesen ist. 59.14 etc.
χατίρι το (turk. Hatir), σεμνότης, αξίωμα, Wurde, Einfluss; Χάρις, der Gefallen.M.49. M.99 etc.
χαχανίζω, καγχάζειν, laut lachen M.155.
χάψι το (turk.Habs),η ειρκτή, das Gefangniss
χειμαδιό το, χειμάδιον, νομή χειμερινή, die Winterweide, die Weide. 187.5
χέρα η und χέρι το, η χείρ, die Hand; Είναι'ς το χέρι μου ;oder 'ς τη χέρα μου = mihi in manu est, εξεστί μοι,
es liegt in meiner Hand, ich kann es. 61.116 135,12 etc.
χερικό το (χέρα) = επιχείρημα, das Unternehmen, das Beginnen.
χλιμιντρώ, χρεμετάν, χρεμετίζειν, wihern, hinnire. 265.35.
χλωμός, χλωμή und χλωμιά (χλουνός, χλωρός), ωχρός, κερρός, blass, blassgelb. 70.13 148.3 272.16 etc.
χολιάζω, χολούσθαι, bekummert oder traurig werden. 138.4 etc.
χορατάς ο (vgl. Χορός, χαρά),ο χαριεντισμός, der Scherz, der Spass. M.182.
χορθιώ (χόρτος), ποάζειν Gras hervorbringen.
χότζας ο, (turk. Hondja), ιερεύς, turkisher Priester.
χούκιμου (turk. Hukim), η κρίσις, der Richterspruch.
χουμάς ο (χύμα, χέω), siehe τυρί.
χοχλάδι το, ο κάχληξ, der Kiesel. 271.19 Davon χοχλαδάκι.
χρισιανός = χριστιανός, der Christ.
χρουσαφός ο, ο χρυσοχόος, der Goldschmied.
χτήμα το (κτήμα, κτήνος), υποζύγιον, das Saumthier; Λιανό χτήμα = όνος ,Esel.
χτυπαρέ η (κτυπέω), η πληγή, der Schlag.
χτυπώ, κτυπείν, πλήττειν, sclagen; διασπείρεσθαι, τρέχειν, sich zerstreuen, laufen.49.41
χυλός ο , ο χυλός , der Saft ;  gewohnliches Essen , das man bereitet indem man Mehl und zuweilen Honig in kochendes ,
Wasser schlagt bis es fest wird. Da sich das Wort χυλός mit dem Worte θεός reimt, so sagt man sehr oft
μα το χυλό statt μα το θεό um die Gotteslasterung zu vermeiden. Gleichfalls sagt man μα το θεριό, μα το νιό, auch
διάβοντρος statt διάβολος (vgl. Hole mich  der kukuk).
χύνω, χείν, giessen; Χύνομαι, εφορμάν, auf jemand lossturzen.
χύτης ο, το κάταντες, η κλιτός, declivitas, der Abhang.
χώνω (χώννυμι) κρύπτειν, verstechen. 59.37 133.81 etc.
χώρα η, χώρα, Land; Πόλις stadt.
χωριουδάκι το, bei den Sphak. Statt
χωριουλάκι. Dimin. Von χωριό, κώμιον, Dorfchen.
χωρίστρα η, η της κόμης διαίρεσις, der Scheitel. 250.8.
χωσιά η (siehe χώνω), προλοχισμός, ενέδρα, Versteck, Hinterlist.
χωστά, Adv. Λάθρα, secreto, heimlich.254.28 etc.
ψ
ψαλτήρι το, το ψαλτήριον, das Psalmenbuch; Kirchengesang.
ψαράδα η (ψαρός), πολιότης, das Grau, das grane Haar. 250.23
ψαριά η, ψαρέ η, το πισάριον, ο πίσος, pisum, Erbse. 307.13
ψαρόγαρος ο (ψάρι = ιχθύς, γάρον) η αφύη η σαρδίνη, die Sardelle.
ψεσινός (siehe οψές), χθεσινός, gestern. 61.71
ψήγομαι (έψω, έψημα), μαραίνεσθαι, verwelken, 164.2
ψείρα η, ο φθείρ, die Laus.
ψηλαναμπουκόνομαι, auch ψηλανακουμπόνομαι (υψηλός ανά κομβόω),γυμνούσθαι, τους βραχίονας, die Aermel
hoch aufstreifen. 146.8 271.23
ψηφί το, auch ψήφος το, (ψήφος), τιμή, Εhre, Verehrung, Schatzung.
ψηφώ, περί πολλού ποιείσθαι, jemand hochschatzen.
ψιχάλι und ψίχαλο το, το ψιχίον, η ψίξ, das Stuckchen, das Krumchen; Ψίχαλο δεν=gar nichts.
ψοφώ (von Thieren und von allen die nicht Christen sind), θνήσκειν, verenden, verrechen, krepiren. 59.36 etc.
ψυχάρι το, το ψυχάριον, η ψυχή, der Schmetterling.
ψυχομαχημός ο, η ψυχομαχία, η ψυχορραγία, der Todeskampf. 240.25.
ψυχομαχώ, ψυχομαχείν, ψυχορραγείν, mit dem Tode ringen, in den letzten Zugen liegen.
ψυχοπονούμαι, συμπονείν, συμπάσχειν τινί, bemitleiden, Mitleid Haben.
ψώμα το, το ψεύσμα, το ψεύδος, die Luge.
Ω
ωζό το (ζώον), πρόβατον, Schaf. 19.15
ως, έως, bis.
ώρηος (ωραίος), καλός, schon.
ωσά = ωσάν.
ωσάν, ωσάν, ωσεί, ως, wie, sowie; Επεί επειδάν, wenn, wenn schon, nachdem.
ώστε (nur nor να), έστε, έως, usque, bis dass.
ώφου! Ausdruck des Schmerzes, oh! 21.49 etc.

 

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
ΡιζίτηςΜυσταγωγοίΡιζίτικαετοιμολογίαχοροίΣυνεργαζόμενοι ΣύλλογοιΣημαντικοί ΚρήτεςεκδόσειςΜελετητέςήρωεςΜουσικά όργαναΣλυνδεσμοιΧορηγοίεπικοινωνίαΚρητικά έθιμαΤοπίαΚαταγωγήΕπιστροφή στην αρχική σελίδααναζήτηση
Επιμενίδης.... Μάρκος Μουσούρος Ρουσσέτος Σγουράκης Γιώργος
Έθιμα Σφακίων Κρήτης Κυδώνι
Λεξικό Γιανναράκη 1876 Λεξικό Παπαγρηγοράκη 1956