A. |
|
a, gewohnlich vor δ, θ. ζ, λ, μ, ν und σ = αν |
α, nur vor να = ας d.h. Άφης(άφες) lass.132.15 292.11 etc. |
αβαντσάρω (it. Avanzare), λείπεσθαι, λοιπόν είναι, ubrig bleiben 49.10 |
αβιζάρω (it. Avvisare), εντέλλεσθαι, auftragen, jemand aufmerksam machen. |
αβρύ το, βρύον, Moss. 80.4 Davon αβρυκάλαμο το. 80.4 |
αγάερτος = αμεταγάερτος |
αγάλι γάλι und αγάλια γάλια (turk. Agali agali), ήρεμα, langsam, leise 34.37 |
αγαλιανά = αγάλι γάλι. 163.4 |
αγαπητικός, αγαπητική und |
αγαπητικιά, εραστής, ερωμένη, der, die Geliebte. |
αγαπώ, αγαπάν, φιλείν, lieben ο und η αγαπώ = αγαπητικός |
αγάς ο ((turk. Aga), κύριος, Herr. 133.130 etc., es wird dem Namen stets nachgesetzt, also: Herr Mehmed Μεμεντ αγάς |
αγγελοκαμωμένος, wie ein Engel geschaffen,sehr schon. |
αγγουροξυπνώ (άωρος εξυπνώ),zu fruh aufwecken, zu fruh aufwachen. 86.2 |
άγγουρος, Αdj.,άωρος, απέπειρος, unreif; Subst. Νεανίας, Jungling. 144.6 |
άγγριγιος = άγριος, wild, scheu. |
αζάτι το (turk. Asat), ελευθέρωσις, liberatio, die Befreiung. 51.46 |
άη = άϊ 1.1. |
αηδονολαλούσα η, singend wie eine Nachtigall. 304.21 |
αητός ο, ο αετός, der Adler. 239.1 etc. |
αθιβολή η (die Ableitung von αντιβάλλω, |
ανθηβολή und αντηβολή ist nicht befriedigend, denn das Verbum lautet |
αναθιβαίνω und αναθιβάνω), μνεία, λόγος, mentio, die Erwahnung, die Rede. 210.1 143.1 211.1 294.2 etc. |
αθός ο, Plur. Οι αθοί und τα άθη, η ανθήλη, η κάλυξ, το άνθος, der Blumenkelch, die Blute (die Blume heisst βιόλα) ..... |
241.4und 5 etc |
αθός ο, Plur. Άθουδες (αίθω), η αιθάλη, die Asche. 251.28 etc. |
αθότυρος ο, und αθοτυρί το, siehe τυρί. |
αθώ, ανθείν, bluhen. 250.27 |
άϊ =άις = άγιος |
αϊδάρω und αιδαίρνω (fr. Aider, it. Ajutare, adjutare; adjuvare), συμπράττειν, αρήγειν,βοηθείν jemand behulflich |
sein, helfen 227.2 |
αικουμένη η, η οικουμένη, η γή, ο κόσμος die Bewohnte, die Erde, die Welt. 1.56 125.15 220.2 221.2 etc. |
αϊλλοίμονο und αϊλλοίμονος = αλλοίμονο. |
άϊντε, άϊντεστε (turk.aide), wie έλα, ελάστε, Imper. Aor. von έρχομαι (selten von. πηγαίνω). 142.13 |
άκλερος (άκληρος), κληρονόμων oder συγγενών άμοιρος, μονώτατος, δείλαιος, ohne Erben, ohne Verwandten, |
alleinstehend,unglucklich. |
ακλής, siehe ατλής. |
ακούω, ακούειν, horen;υπακούειν, πείθεσθαι, parere, gehorchen; ακούει μου να.οιόν τέ μοί εστι ποιήσαί τι,δυνατός |
oder ικανός ειμί τι ποιήσαι, meine Kraft steht mir zu Gebote, ich bin im Stande zu …; |
δε μου ακούει oder δε μ'ακούει (absol.),ασθενείν, αρρωστείν, unpasslich sein,unwohl sein. 57.90 etc. |
ακριβός, carus; φιλάργυρος, avarus, geizig.II.192 |
αλάϊ το (turk. Allaϊ), η ακολουθία, comitatus, das Gefolge. |
αλαργάρω (siehe αλάργο), πόρρω γίγνεσθαι, sich entfernen |
αλάργο oder αλάργω (it. Larga, alla larga),πόρρω, fern. Dav. αλαργοξωρισμένος, πόρρω φυγάς, weit verbannt....... |
αλαφρός, ελαφρός, levis, leicht. 75.4 |
αλέθω, αλείν, αλήθειν, mahlen. |
αλέργος (it. Allegro), φαιδρός, laetus, heiter; ελεύθερος, κούφος, velox, leicht, rasch. 170.4 etc. |
άλεσμα το, was zu mahlen ist. 253.10.15 |
αλέτρι το, το άροτρον, der Pflug.274.16 278.15 |
αλετριά (und αλετρέ) η, ολκός αρότρου, sulcus, die Furche. II.30 |
αλησμονώ (λήθη, λήσμων), επιλανθάνεσθαι,vergessen |
αλλαξιά η (αλλάσσω), στολή, περιβολή, vestis, die Kleidung, der Anzug. 137.3 etc. |
αλλάσσω, αλλάσσειν, wechseln; μεταμφιέννυσθαι, sich umkleiden. |
αλληθωρίζω (άλλος θεωρώ), στραβίζειν,schielen. |
αλλήθωρος, στραβός, παραβλώψ, ein Schielender. |
αλλιώς, άλλως, άλλη, aliter, anders. |
αλλοίμονο (vgl. Ιαλία, ιάλεμος, οίμοι, turk. Allah = Gott), οίμοι! Φεύ! Wehe! |
άλλος, άλλη, άλλο, Gen. Άλλου, αλλού und |
αλλουνού, Fem. Άλλης und αλλής, Plur.Gen. |
αλλωνώ(ν), άλλος, alius; χωρίς άλλο oder |
δίχως άλλο, πάντως unbedingt, jedenfalls. |
άλογο το, Plur. αλόγατα, ίππος, Pferd. |
αλογομπέγιρο το, soviel als μπεγίρι. 126.35 |
αλώνι το, η άλως, die Tenne. |
αλωνεύγω, αλωνεύεσθαι, dreschen |
αμάλαγος (αμάλακτος) χλωρός, δροσερός, frisch, neu. 272.11 |
αμάνι το (turk. Ahman), έλεος, οίκτος Mitleid. |
αμάραντος ο, ο αμάραντος, der Amarant, das Tausendschonchen. |
αμασκάλη η, η μασχάλη, die Achsel. |
αμάχι το (μάχη), έχθος μίσος, odium occultum, Groll. |
άμε, αμέτε, Imper. Aor. Von πάγω, ίθι, ίτε,gehe, gehet; Άγε, άγετε oder φέρε, φέρετε, fuhre, fuhret, bring bringt 35.151 |
αμεταγάερτος, sonst αγάερτος, ανεπίστρεπτος,der Ort, von dem man nicht zuruchkehren kann, d.h. die Holle. |
123.12 'ς τον αγάερτο oder's τον αμεταγάερτο, ες όλεθρον, ες κόρακας, zum Teufel, zum Henker. |
αμέτρητος, αναρίθμητος, innumerabilis, unzahlig; Απροβούλευτος, αλόγιστος, unbesonnen, unbedachtsam. |
αμίλητος (ομιλέω), άλαλος, mutus,stumm. 104.8 |
αμίρης ο, αμίρισσα η (turk. Amir), δεσπότης, άρχων,Gebieter, Herr 80.11 |
αμμάτι το, Gen. Αμμαθιού, το όμμα, ο οφθαλμός, das Auge. |
άμμος η auch αμμούτσα η, der Sand. |
αμπάρι το (turk. Ambar),το της νεώς κενόν, die Lucke (am Schiffe). 275.20 etc. |
αμπασάδα η (ven.ambassada, it. Ambascia,ambasciata),επίσταλμα,εντολή, curatio mandatum,Commission, Auftrag; |
ασχολία, occupatio, der Beschaftigung. |
αμπασαδόρος ο, (ven. Ambassadore, it. Ambasciadore), απόστολος, άγγελος, nuncius der Gesandte, der Bote. |
202.3 etc. |
αμπάσος (it. Abbasso), βραδύς, αργός, tardus, langsam, trage |
αμπασωπός, βραδύς τι, tardiusculus,etwas langsam. |
αμπέλι το, το αμπελουργείον, η άμπελος, vinetum, der Weingarten. |
αμπελοκουτσούρα η, η οινάς, vitis, der Weinstock. M.242 |
αμπολιάζω (εμβόλιον,it.bollare),εκλέγειν,unter mehrern Sachen eine fur sich kennzeichnen,sich etwas auswahlen.165.2 |
αναγαλλιάζω (αγαλλιάω, γελώ), wie |
γαλουρίζω, προσμειδιάν, lacheln .(von Kindern) |
αναγαράς ο (turk. Nahara), κύμβαλον,Schallbecken. 59.5 |
αναγνώθω, αναγιγνώσκειν, lesen. |
αναβουλιώ (gula, it. Gola οισοφάγος), εμετιάν, Erbrechen fuhlen |
αναγυρισμένος (siehe γυρίζω), wie |
κοσμογυρισμένος, πολυπλάνητος,viel gewandert, viel gereist 120.8 192.1 |
αναδένω (δένω, δέω), πηγνύναι, gerinnen lassen (siehe τυρί). 120.12 |
αναζητώ, αισθάνεθαί τινός λείποντος,das Fehlen von etwas merken; επιθυμείν,ποθείν,vermissen,Sehnsucht nach etwas |
haben. 20.6 21.5 299.30 etc |
ανάθεμα το, η αρά, der Fluch; Ανάθεμά σε, κατάρατος είης, sei verflucht. 293.21 Davon μυριανάθεμα το. 293.20 etc. |
αναθεματίζω, καταράσθαι, verfluchen.20.13 293.20 etc. |
αναθιβαίνω und αναθιβάνω, Fut. Θαν |
αναθιβάλω (sehr heufig beim Sprechen),μνείαν oder λόγον ποιείσθαί τινός, erwahnen 1.3 etc. |
αναθρεφτός, Pflegakind. |
ανάκερος, ακέραιος, όλος, totus, ganz. 41.6 |
αναλλόνω (άλλος), συγχείν confundere, verwechseln, verwirren. Davon |
αναλλώματα τα, ταραχαί, στάσις, motus, concitatio, Aufruhr, Aufstand. |
αναμαζωξιάρης ο (siehe μαζόνω), παράσιτος, ein von der Strasse aufgelesener Mensch, Schmarotzer. |
αναμελειά η, αμέλεια ignavia, Nachlassigkeit, Faulheit. |
αναντρανίζω (ατενίζω?) επαίρειν, aufheben; |
αναντρανίζω τα μάθια μου oder nur |
αναντρανίζω , τα όμματα αναβάλλειν, attollere oculos, aufblicken. 48.52 76.1 131.45 282.15 etc. Davon |
αναντράνισμα το, το ανάβλεμμα, das Aufblicken.119.5 |
αναρωτώ, πυνθάνεσθαι, requirere, nechfragen |
ανασέρνω, ανασύρειν, extrahere, heraufziehen; Αναρριχάσθαι, klettern; αναπνέειν, respirare, aufathmen |
ανασταίνω, ανιστάναι, aufrichten; resuscitare, wieder zum Leben bringen; Αναψύχειν, erquicken. |
αναστορούμαι (ιστορέομαι), μεμνήσθαί τινος, sich besinnen. 25.8 etc. |
ανατέλλω, αναφαίνεσθαι, erscheinen. 94.1 etc. |
ανατολικός ο, ο απηλιώτης,der Ostwind. |
ανατριχιώ und ανατριχιάζω, φρίττειν,ορρωδείν, horreo, capilli horrent, die Haare stehen mir zu Burge, ich schaudere. |
vor etwas, ich zittere. |
αναχαράσσω, μηρυκάσθαι, wiederkauen; den Mund halb aufmachen.II.186 |
άνε oder άνεν (α Arsis), ανέ oder ανέν (ε Arsis) = αν, εάν si, wenn. |
ανεβάζω αναβιβάζειν, steigen lassen. |
ανεδιάζομαι (ιδέα), αισθάνεσθαι, wahrnehemen; Ανιχνεύειν, ρινηλατείν, nachspuren. 111.12 307.16 |
ανεμοκυκλοπόδης ο = αελλόπους, sturmaschnell |
άνεσι η, η άνεσις,die Erholung. |
ανυβουλής, άνευ βουλής, αέκητι, οohne Zustimmung, wider Willen. 58.26 |
ανήπλυτος, άπλυτος, ρυπαρός ungewaschen, schmuzig. |
ανιτερί το (turk. Intari), χιτών, χιτώνιον, palla, ein proachtiges Obergewand. 272.20 Jetzt versteht man unter |
ανιτερί das Messgewand des Priesters. |
ανοίγω, ανοίγειν, offnen; διαρρήγνυσθαι, zerspringen. |
ανταμόνω, αντάν, απαντάν, begegnen. 48.49 |
αντάρα η (ανταίρω), αχλύς, ομίχλη, Hohenrauch, Nebel. 126.10 193.8 etc. |
ανταραχή η, ταραχή, τύρβη, tumultus, Larm; ομίχλη, Nebel. |
αντένα η, antenna, η κεραία, die Segelstange. |
άντερο το, έντερον, Darm. |
αντέτι το, Plur. Αντέθια (turk. Ahdet), έθος, Sitte. 218.9 304.6 |
αντιγαέρνω (siehe γαέρνω), υποστρέφεσθαι zuruckkehren. |
αντίδικος, απειθής, αυθάδης, contumax, trotzig, Trotzkopf. |
αντικομός oder αντικομμός ο (κόπτω), διακοπή, Unterbrechung; τίμησις, aestimatio, Abschatzung. |
αντίντερο το, το αντίδωρον, die geweihte Hostie. 128.11 |
αντίς, αντί statt. |
αντόντι το, Gen. αντοδιού, οδόντιον, Zahn. 38.88 49.14 204.7 etc |
αντράκι το, Diminutiv von άντρας, ανήρ, Mann. |
αντρειωμένος, ανδρείος, tapfer. |
αντροκάλιο το, πρόκλησις, provocatio, Herausforderung. 276.16 |
αντροκαλώ. (mit Accus.), αντροκαλιούμαι und αντροκαλίζομαι (mit. Gen.), (άνδρα καλώ), προκαλείσθαι, provocare, |
herausfordern. 148.9 |
αντρόϋνο, d.h. αντρόγυνο το |
αντρωμένος = αντρειωμένος 107.6 177.1 etc. |
ανύχι το, όνυξ, Nagel (an den Fingern und Zehen der Menschen und Thiere), unguis;απού τ'ανύχια ως την κορφή, |
εκ κορυφής ες άκρους όνυχας, a capillo usque ad ungues, vom Kopf bis zur Zehe. 61.78 etc. |
αξάδελφος (εξάδελφος), ανεψιός, der Vetter. |
άξαφνα, εξαίφνης, άφνω, plotzlich. |
αξέπλεχτος soviel als άπλεκτος, ungeflochten, aufgelost. |
απάκι το (turk. Apack), κρέας καπνιστόν, Rauchfleisch. 307.60 |
απαλαίω, απαλαίγω und απαλεύγω, παλαίειν, luctari, ringen. 142.13 146.13 etc. |
απαντέχω (bei den Albanesen heisst esauch παντέχ), προσδοκάν, ελπίζειν, erwarten, hoffen. Davon απαντοχή η, |
η προσδοκία, die Erwartung. |
απαντώ, Fut. Θα απαντήξω, απαντάν, begegnen; προτάττεσθαι, ανακόπτειν =, obstare aufhalten, zuruckhalten. |
41.40 92.1 etc |
απάνω = επάνω |
απανωγίγλι το (siehe γίγλα), ο δεσμός, το έποχον, der Sattelgurt. 126.20 |
απανωζεύλι το (siehe ζεύλα). |
απανωπρούκια auch παραπρούκια τα(προίξ) τα παράφερνα. 272.3 |
απάρθενος, παρθένος, virgo, jungfraulich, Jungfrau. 76.4 etc. |
απατός oder ατός, αυτός, ipse, selbst; |
απατός μου, ego ipse etc. 174.2 246.11 etc.(im hoflichen Umgang): απατός σου oder ατός σου soviel als η αφεδιά σου... |
oder η ευγενεία σου, Sie. |
απελαλώ, απελαύνειν, wegjagen. 213.1 |
απηλογούμαι, Fut. Θάν (oder θ') απηλοηθώ (απολογέομαι), αποκρίνεσθαι, respondere, antworten. |
απής, απήτης und vollstandig απήτης ώρας, επεί, επειδάν, postquam, nachdem. 123.3 128.6 etc. |
απίδι το, το άπιον, die Birne. |
απλόνω, εκτείνειν, ausbreiten; απλόνω τη χέρα (auch ohne τη χέρα), ορέγειν την χείρα, die Hand ausstrecken. |
από (nur vor Vocalen und vor κ,γ,χ, und ρ, sonst απού) = από |
απογλακώ (siehe γλακώ), καταδιώκειν, verfolgen. 48.6 |
αποδέλοιπος, υπόλοιπος, reliquus, ubrig. |
αποδιαντρέπομαι wie ξεδιαντρέπομαι (εντροπή), απαισχύνεσθαι, die Scham ablegen,sich nicht mehr schamen 297.6 |
αποδιαφώτισμα το, το διαύγασμα, der Anbruch des Tages. 144.9 etc. |
απόδομα το, η σχολή, ο έσχατος βίος, το γήρας, otium, der Ruhestand, das Alter. 307.20 |
αποζιγόνω = απογλακώ. |
αποκαλαμιά η, αι καλάμαι, das Stoppelfeld. |
αποκασταλάσσω (it. Stalare, ιστάναι), αποκαθίστασθαι, sich zur Ruhe setzen, sich niederlassen. 124.1 |
αποκλεισμένος, περιπεφραγμένος, abgesperrt; απεγνωκώς, desesperatus, hoffnungslos. 28.72 |
απόκοτος (κότος?), εύτολμος, θαρραλέος, muthig. 19.4 |
αποκοτώ, τολμάν, wagen, Muth fassen 21.31 267.13 etc. |
αποκρισιάρης ο, άγγελος Botschafter. |
απολυώ und απολάρω, απολύειν, loslassen. 299.9 etc. |
απομεσήμερο το, der Nachmittag. |
απομονή η, υπομονή, Geduld. |
απόντα (από όταν), από εκ, seit (vor Adv.). |
απόντε (από όντε, όταν), αφού, εξ'ού, seitdem (vor Verb.). |
αποντεστινάρω, destinare. 272.41 |
απονωρίς oder απονωρής (ένωρος ενωρίστερον), πρό της ώρας πρωϊ, fruhzeitig, fruh. |
απορπίζω, απελπίζειν αφαιρείσθαί τινος την ελπίδα, jemand die Hoffnung benehmen, zur Verzweiflungbringen. |
απορριξιμιός (απορρίψιμος), απόβλητος, άτιμος, contemptus, ohne Werth, unbrauchbar, unwurdig. |
αποσβολόνω, verstarktes ασβολόνω. |
αποσκύβαλα auch σκύβαλα τα, τα σκύβαλα, die Kleien. |
αποσπερίτης ο, ο έσπερος, der Abendstern. 283.4 etc. |
αποσταίνω, καταπονείν, defatigare, ermuden, abmatten; Αποστεμένος, κατάκοπος, ermattet. |
αποτσακίζω (siehe τσακίζω), αποκρούειν μετακλίνειν, umschlagen, anders wohinwenden, abwenden. 273.9 280.10 etc. |
απού = ο οποίος. |
απού = από |
άπου = όπου |
αποφανίζω, τιμάν, auszeichnen; Διαπρέπειν, sich auszeichnen. 254.10 etc. |
αποφασίζω, γιγνώσκειν, decernere, beschliessen; Αποφασίζω τη ζωή, παραβάλλομαι τον βίον, ich wage mein Leben |
αραγιάς ο (turk. Raϊa), υπήκοος, der (turkische) Unterthan. 29.19,21 etc. |
αραγός ο (Etym.?), ασκίδιον, ein kleiner, Schlanuch, uter. 252.6 |
αράθυμος (άγαν θυμός), οξύθυμος, οργίλος, iracundus, jahzornig, heftig. |
αράσσω, ορμίζεσθαι, landen; Ορμάν, anfallen. |
αραχνιασμένος, ηραχνιωμένος, πλήρης αράχνης, voll Spinngewebe. 141.2 etc. |
αργά οψέ, spat; Εσπέρας, abends. |
αργαλειός ο, ο ιστός der Webestuhl, der Webebaum. 288.2 |
άργανο το, όργανον, Instrument. 247.3 etc. |
αργαστήρι το (εργαστήριον, εργάζομαι), ο ιστός, der Webebaum; Αποθήκη, κατάστημα εμπορικόν, horreum, das |
Vorrathshaus, der Kaufladen. |
αρίφνητος, αναρίθμητος, innumerabilis, unzahlig. 125.11 |
άρκαλος ο (vgl. Άρκηλος), μυωξός, der hamster. |
αρκομπούζι το (it. Arcobugio, archibuso), eine Art Pistole. 51.23 |
αρκούδι το, sonst αρκούδα η, άρκτος, Βar. |
αρμάδα η (it. Armata), ο στόλος, classis, die Flotte. |
άρματα τα (arma), τα όπλα, die Waffen. |
αρμέγω, αμέλγειν, melken. 120.11 etc. |
αρμενίζω (άρμενα), πλείν, φέρεσθαι, navigare, segeln, schiffen. 112.1 |
αρμενοκούπι το, die Fahrt mit Rudern und Segeln. 17.13 44.3 |
αρνεύγω (αρνίον, wie γίνομαι αρνί=gut werden, sich beruhigen; Ειρηνεύω), αποκλαίεσθαι, καταπροαϋνεσθαι, aufhoren |
zu weinen, sich beruhigen (von Kindern). |
αρόλιθος ο (Etym?), ein Felsenloch zum Wasserschopfen. |
αρπώ und αρπάζω, εξαρπάζειν, eripere, enreissen. 249.9 |
αρραβώνας ο (αρραβών), ο της εγγύης δακτύλιος, der Verlobungsring. |
άρρος, bei den Sphak. Statt άλλος. |
αρρώστια oder αρρώσια η, νόσος, krankheit. |
αρτζιχάλι το (turk. Ardsuhal),ικετηρία γραφή, Bittschrift, Gesuch. 53.16 etc. |
αρχιμενιά η (αρχή μην) = αρχιχρονιά, η πρώτη του έτους ημέρα, der Neujahrstag.263.5 307.78 etc. |
άρχομαι und αρχινίζω, άρχεσθαι, beginnen.117.13 etc. |
αρχοντικό το, οίκος άρχοντος, ein vornehmes Haus. |
αρχοντολόϊ oder αρχοντολόγι το = οι άρχοντες |
αρχοντοπoύρα η, bei den Sphak. Statt |
αρχοντοπούλα, δεσποινίς, virgo, domina, das Fraulein. |
ας = άφης, d. h. Άφες, lass. ( siehe αφήνω ).265.36 etc.Dasselbe dient als hulfswort zur Bildungdes Imper. Und absoluten. |
Conj. Ας έλθη, |
ελθέτω; Ας πάμε, ίωμεν etc. |
ασβολόνω (ασβόλη, Kohlenstaub), τυφλούν, jemand Staub in die Augen werfen oder streuen, ihn blenden. M.180. |
ασερνικός (αρσενικός), άρρην mannlich. |
ασικιαρέ (turk. Assikiare), φανερώς, δημισία, palam, in publico im Angesicht, offentlich |
ασκέρι το (turk. Asker), στρατός Heer Mannschaft. 86.76 etc |
ασκί το, ασκός, der Schlauch; Κοιλία, der Bauch (famil.); Έχει το διάολο'ς τ'ασκί, il a le diable au corps, er hat den |
Teufel im Leib. M. 188. |
ασκιά η, η σκιά, deer Schatten; Φοβάται την ασκιάν του, την εαυτού σκιάν δέδοικε, umbras timere, sich vor seinem |
Schatten furchten. |
ασκιανιός ο, bei den Apokoroniten und Sphak. = ασκιά. |
ασμπερδένω, Fut. Θαν ασμπερδέξω (εμπεριδέω)εμπλέκειν, implicare, verwickeln; εμπλέκεσθαι, implicari, sich |
verwickeln. M114. |
ασπάλαθρος ο, ο oder η ασπάλαθος, ein dorniger Strauch. M.43. |
ασπερινός ο, Wie αποσπερίτης ο έσπερος, der Abendstern. |
άσπρο το, die kleinste turkische Munze = ein Drittel eines παράς (sie ist nicht mehr in Umlauf); Uberhaupt άπρα=χρήματα |
129.23. 268.2 etc. |
ασπροκούτελος (άσπρος = λευκός, κούτελο = μέτωπον), λευκομέτωπος,λευκόθριξ, weisstirnig, weisshaarig, alt. |
άστε, Imper. Aor. Statt αφήστε (siehe ας und αφήνω). |
αστήθι το, το στήθος, die Brust, der Schos.129.11 126.27 etc. |
αστοχώ, αστοχείν, verfehlen; Δυστυχείν, κακοπραγείν, arm oder unglucklich sein. 172.7 |
άστρο und άστρι το, Plur. άστρα und άστρη |
αστήρ, Stern. 118.19 etc. |
αστράγαλος ο, ο αστράγαλος, το σφυρόν, der Fussknochel |
άτζεμπα, Fragewort (turk. Adseba), άρα; άραγε; ne? (siehe παιδί). |
ατζί το (την γαστροκνημίαν η των πολλών γλώσσα άνζαν φησί, Eust.II.ψ), η κνήμη, das Unterschenkelbein. 92.4 etc. |
ατζοπατώ, ποδοκτυπείν, γαυριάν, die Erde mit den Fussen stampfen, sich brusten, se ostentare. |
ατιμάζω (vgl. Απάρθενος und αδυνατός), τιμάν, ehren, schatzen. 182.5 etc. |
ατίμητος, ανεκτίμητος, υπερτίμιος, unschatzbar. 159.5 etc. |
ατιρντίζω (turk. Arterdi, vgl. Addere, addiren), επιτιμάν, πλειστηριάζειν, den Preis erhohen. |
ατλής ο (turk. Altu), ιππεύς, Reiter. 48.58, 72 |
ατός, siehe απατός. |
ατσάλι το (vgl. Acies, acuere, it. Acciato), o χάλυψ, der Stahl. |
αυγερινός ο (αυγή), ο εωσφόρος, ο φωσφόρος Lucifer, der Morgenstern. 168.1 171.2 |
αυγό το, το ωόν, das. Ei.. Davon αυγουλάκι το 307.61 |
αυτί το, Gen. Αυθιού, Plur. Αυθιά (altkretisch und lakonisch αύς, Gen. Αυτός),το ούς, das Ohr. 270.13 |
αφεδειά η (αυθέντης), οι εντέλει, η αρχή oder αι αρχαί, magistratus oder magistrati, die Obrigkeit. 88.2 etc. |
αφεδιά η (αυθεντία), η σεμνότης, die Wurde; η αφεδιά σου (του, τση, τωνε etc.) = Sie (vgl. Απατός). |
αφέντης ο, Fem. Αφέντρα, αυθέντης, δεσπότης, der Herr, der Gebieter. 103.7 |
αφίνω, Fut.θαν αφήσω, Aor. Άφηκα, Ιmper.Sing. Άφης und ας, Plur. Αφήστε und άστε; αφιέναι, lassen. 261.30 etc. |
αφορέζω, d.h. Αφορίζω (nur von Priestern), excomunicare, in den Kirchenbann thun, verfluchen. |
αφράτος oder αφράτος (αφρός, αβρός), τρυφερός, frisch. 131.57 178.5 etc. |
αφρουκάζομαι, ακροάζεσθαι, horchen, zuhoren; Υπακούειν, parere, gehorchen. |
άφτω, άπτειν (Arist. Nub. 57), ανάπτειν, anzunden 144.5 131.39. 246.4. M.179 etc. |
αφώριος (ώρα), νεόπλαστος, καινός, neu, neugemacht, frisch. 285.20 |
αχαμνοπιάνω (αχαμνός [χαύνος], πιάνω, siehe dieses), χαλάν, ανιέναι, schlaff machen, nachlassen. 71.7 |
αχείλι το, Plur. Αχείλια, αχείλη und χείλη, το χείλος,labrum, die Lippe, der Rand. |
άχερα τα, τα άχυρα, ο χόρτος, η φορβή, das Stroh, die Spreu, das Futter. 253.2 etc. |
αχλάδα η, η αχράς, der Holzbirnbaum. |
άχνα η (άχνη, dor. Άχνα), ατμίς ατμός, der Dunst, die Ausdunstung; Δε βγάνω άχνα, ουδέ γρύ λέγειν, nicht eine Silbe... |
sagen. 17.89 128.26 129.26 etc. |
αψύς, αψειά, αψύ (άπτω), αψίθυμος, γοργός, δριμής, feurig, heftig, scharf. 51.50 etc. |
B |
βάγια η (βαϊα), η τροφός, nutrix, die Amme; θεράπαινα, κομμώτρια, kammermadchen, Zofe. 127.27 131.55 155.5 etc.. |
βάγια τα, η βαϊς ο φοίνιξ, palma; η ημέρα των βαγιώ, η βαϊφόρος εορτή, η Κυριακή των βαϊων, der Palmsonntag |
βαγιοκλαδίζω (βάγια τα, κλάδος),sovielals βαυλίζω 119.14. |
βαγιοκλαδιστής ο, θεράπων, der Pfleger. 241.16 |
βάλη, τα (it. Vaglia), ανδραγαθίαι, πράξεις die Thaten. |
βαλής, ο (turk. Vali,it. Bali), επίτροποςVerwalter |
βάνω, Fut. Θα βάλω, τιθέναι, legen; βάνω τα ρούχα μου, sich anziehen. |
βαραίνω, Fut. Θα βαρώ, πληγάς εμβάλλειν, schlagen; Προσκρούεσθαι, sich anstossen. |
βάρδια η, (ven. Vardia, it. Guardia), φρουρά, σκοπός, die Wache. 299.20 etc. |
βαρδιάνος ο (ven. Vardiano, it. Guardino), φύλαξ, σκοπός, der Wachter. |
βαρθακός ο, ο βάθρακος oder βάτραχος,der Frosch. |
βαροπρουκίζω μετά πολλής προικός εκδιδόναι, eine starke, grosse Mitgift geben. |
βαροχαρατσόνω (siehe χαράτσι), βαρύν φόρον επιτάττειν, eine schwwre Steuer auferlegen. 268.2 |
βαρυούμαι, Fut. Θα βαρεθώ (βάρος), οκνείν, βλακεύειν, faul, trage sein; Βαρυούμαι τη ζωή μου, seines Lebens |
uberdrussig sein. |
βαρύς, βαρειά und βαρά, βαρύ, βαρύς, gravis, schwer. 152.1 192.5 |
βασαρμολουσμένος, βαλσαμώ oder μύρω λελουμένος, in Balsam gebadet, balsamisch. |
βάσαρμος ο, η βάλσαμος. 120.1 etc. |
βασιλεύγω βασιλεύειν, regnare, Konig sein; Βασιλεύγει ο ήλιος (το άστρο, το φεγγάρι etc.), occidere, untergehen |
(vgl. It. Bassare). 196.1 etc. |
βασιλίκι το, η βασιλεία, regnum. |
|
|
|
βαγεστίζω (turk. Vasgestin), αφιέναι, παραιτείσθαι, aufgeben, versallen. 52.46 117.7 |
βάτος ο, η βάτος, der Brombeerstrauch |
βαυλίζω, θεραπεύειν, ziehen, pflegen. 241.8 |
βγορίζω (seihe όβγορο), εξέχειν, περιφανήείναι, von allen Seiten sichtbar sein, hell sein. |
βεζύρης ο (turk. Vesir), άρχων, τετράρχης, Statthalter, Regent. |
βελούδο το (ιt. Velluto, fr. Velours; velum, villus), ο εξάμιτος, der Sammt. 13.79 etc. |
βενέτικο (scil. Φλουρί) το, νόμισμα χρυσούν, venetianische goldene Munze, Goldstuck. 297.3 |
βέργα η, (it. Verga; vergo) virga, ο κλών, das Reis, die gerte; davon βεργολυγερή und βεργολιγνολυγερή, εύστροφος, |
ευκίνητος, leicht beweglich, schlank. |
βερέμι το (turk. Verem), η φθίσις. 196.6 Davon βερεμιάρης, φθισικός. 196.3 |
βίγλα η, (it. Viglia), vigilia, φρουρά, die Wache. 218.3 etc. |
βιγλίζω, vigilare, φρουρείν, σκοπείν, wachen, beobachten, lauern. 126.26 etc. |
βίδα η, (ven. Vida), κοχλίας,έλιξ, die Schraube; (scherz.) η γνώμη, die Gedanken, der Kopf. M.210. |
βιζιτάρω (it.Visitare), επισκοπείν, beobachten |
βιλαέτι το (turk. Vilajet), νομός, χώρα, District, Land. 51.10. |
βιόλα η (viola), άνθος, Blume. 140.32 294.13 |
βίος το, θησαυρός, Schatz. |
βίσεχτος, bisextus; Ολέθριος, fatalis, unheilbringend. 272.8 etc. |
βιτουριέρος ο, victor, νικηφόρος, der Sieger. |
βίτσα η (vgl. Fistula, fiscus)= βέργα. |
βιτσίζω μαστιγούν, ιμάσσειν, peitschen. |
βίτσισμα το (βιτσίζω, vgl. It. Guizzare, quassare), δρόμος βραχύς, ein kurze rLauf. 102.13. |
βλαστημώ, βλασφημείν, maledicere, lastern. 126.45 etc. |
βλέπω wie θωρώ (siehe dieses). Οράν, sehen; Βλέπου σε (sehr oft), nimm dich in Acht. |
βλογώ, Fut. Θα βλοήσω, ευλογείν, segnen trauen. 121.16 |
βολά η, wie φορά, Mal. |
βολεί, καιρός oder ευκαιρία εστί, vacat, tempus oder spatium est. |
βολετό auch βολεζάμενο, εύκαιρον, opportunum. |
βόλι το (βολή), ο δίσκος, η δισκοβολία, das Steinwerfen. |
βόλιτα η (it. Volta), περίπατος, περιπάτησις, das herumgehen, der Spaziergang. |
βολιτάρω (volitare), περιέρχεσθαι, ambulare, herumgehen. 48.65 |
βοσκόπουρο το, bei den Sphak.statt |
βοσκόπουλο, Hirtenknabe 90.1. |
βότανο und βοτάνι το (βοτάνη), φάρμακον, herba medica, Heilpflanze. |
βότυρος ο, το βούτυρο, die Butter. |
βουβάλι το, βους, Rind, Stier, Ochse. |
βουηθώ, βοηθείν helfen. |
βούϊ το, soviel als βουβάλι. |
βούλα η (bulla), σφαγίς, das Siegel; Το σημείον, das Zeichen. |
βουλώνω, σφραγίζειν, siegeln, stempeln. 61.44. βουλωμένος στιγματίας |
βουλώ (bullo?) βυθίζεσθαι, καταδύεσθαι, untersinken. |
βούργια η (βύρσα), θύλακος, Sack. Davon βουργίδι το, σακίον, θυλάκιον, Sackchen. |
βούρκα τα (vgl. Βλύω, βρύω, βόρβορος), ιλύς, humida, nesse Stellen, Schlamm. 149.6 |
βουρκώνω, δακρύειν, in Thranen zerfliessen 50.15 75.26. |
βουτσί το (βικίον, it. Botte), πίθος, Tonne. |
βουτώ (βυθός), βυθίζειν, βυθίζεσθαι,tauchen. Davon βουτακιά η. 72.11 |
βρακοζώνη η (βράκα, bracca), der Hosenbund. 35.68. |
βρίσκω und βρίστω, Aor. Ηύρα, Conj. Βρώ;ευρίσκειν, finden 103.13 etc. |
βυζάνω (μυζάνω, βλύζω), θηλάζειν, lactare, saugen |
βυζί το, ο μαζός oder μαστός, der Busen. 128.9 etc. |
βωλοσέρνω, soviel als κωλοσέρνω ( sehr oft sagt man ) βωλοσέρνω, statt, κωλοσέρνω, nur um das Wort κώλος........... |
{der Hintere} zu vermeiden; gleichfalls: μα το θεριό, statt μα το Θεό, bei Gott,ανάλεμα statt ανάθεμα, verflucht etc. |
vgl. Χυλός). |
Γ |
|
γαγερμός, γαερμός und γιαγερμός ο (siehe γαγέρνω), επάνοδος, απονόστησις, die Kuckkehr, γαγέρνω, γαέρνω und.... |
γιαγέρνω (vgl.κάμπτω und turk. Gaeri, ruckwarts), αναπέμπειν,remittere, zuruckschicken, zuruckgeben; Επανέρχεσθαι, |
zuruckkehren. |
γάϊδαρος ο (turk. Gaisar), ο όνος, der Esel. |
γαϊτάνι το (turk. Gaϊtan), fistula, ein dunner Strick. Davon γαϊτανόφρουδη. 165.4 etc |
γαλάζιος (καλάϊνος), κυανούς, coeruleus, dunkelblau. 266.18 |
γαλιότα η (it. Galeotta), die Galiote. |
γαμουλιώτης ο, d.h. Γαμηλιώτης, Ηοchzeitfeier. |
γανόνω, γανούν, κασσιτερούν, verzinnen, blankmachen. |
γάντζος ο (turk. Gandja, vgl. Κάμπτω), άγκιστρον, λύκος, der Haken. |
γάρα το, bei den Sphak. Statt γάλα. |
γαριερός (vgl. Μαγαρίζω, coeruleus und cariosus) und γαριοφορεμένος, ρυπαρός, pullus, schmuzigweiss. |
γαρόφαλο το, το καρυόφυλλον, (it. Garofano), die Nelke. |
γάστρα η, γάστρα, κεράμιον, Topf, Blumentopf. 209.2 etc |
γάστρι το (γαστήρ), η κύησις, die Schwangerschaft. 209.2 |
γαυγίζω, βαϋζειν, υλακτείν bellen. |
γγίζω (εγγίζω), άπτεσθαι, θιγγάνειν, beruhren, angreifen. 103.13 128.18 etc. |
γδερμάτι το, το δέρμα, die Haut. 280.14 |
γδέρνω, εκδέρειν, abschinden. |
γδέχομαι, εκδέχεσθαι, erwarten. |
γδυμνός, γυμνός, nudus, nackt. 52.24 etc. |
γεζίτης ο (turk. Jesit) άθεος, ασεβής, gottlos 56.31 etc. |
γεί = γείς. 94.1 149.1 etc. |
γειά η, υγεία, Gesundheit: έχε γειά! Vale! lebe wohl! Γειά σου oder εγειά σου! εύγε! Bravo!----------------------------- |
γείς, Gen. Ενιούς und νιούς, είς, unus 19.33 110.2 115.1 etc. |
γελέκι το (turk. ϊeleh, fr. Gilet), προστερνίδιον, die Weste. |
γελώ, γελάν, lachen; Απατάν, betrugen. |
γέμι το (turk.ϊem), φοβρή, χιλός, der Hafer, das Futter. 279.17 |
γεμιτζής ο (turk.ϊemidsi), ναύτης, Schiffer, Matrose, 60.18 116.1 etc. |
γενιά η, γενεά, gens, das Geschlecht. |
γεράκι το, ο ιέραξ, der Habicht. 188.5 etc |
γερμένης, germanus. 130.19 |
γέρνω und γέρνομαι, εγείρεσθαι, aufstehen. 81.4 |
γέρνω και γέρνομαι (γέρων), κλίνεσθαι, sich neigen, sich biegen. 186.15 |
γέρνω, χείν, προχείν, giessen. |
γερώ, γηράν, γηράσκειν, senescere, alt werden, alt machen. 223.1.3 305.28. |
γεφύρι, γιοφύρι und διοφύρι το, γέφυρα, die Brucke. |
γή = ή, oder. |
γηά = γή. |
γής η, η γή die Erde. |
γήτεμμα το, wie γηθειά η, γοήτευμα, γοητεία, Zauberei, Hexerei. |
γι, Euphonicum zwischen den Artikeln ή, ή , οι und den Worten die mit einem Vocal anfangen. |
για (διά), προς, υπέρ, fur: ότι, διότι, weil. 41.54 etc. |
γιαγέρνω, siehe γαγέρνω. |
γιαγκίνι το (turk.ϊanghin), πυρκαϊά, Feuersbrunst, Fener. M. 154. |
γιάϊντα und γιάντα (για ίντα, siehe dieses), διά τι; Τι; Τίνος ένεκα; warum? wozu? 125.4 |
γιαίνω, υγιαίνειν, gesund werden; Ιάσθαι, heilen. M.165 308.4 310.15 etc. |
γιαράς ο (turk. Jara), πλητή, die Wunde. |
γιασεμί το (turk. Jassumi), der Jasmin. |
γιαταγάνι το (turk. Iatagan),ξίφος, der Degen. 244.15 |
γιερός, υγιηρός, υγιής, gesund. kraftig. 34.13 51.19 etc. |
γίδι το, αίξ, capra, die Ziege. |
γίγλα η (it. Giglio), cingulum, κοιλιόδεσμος, το έποχον, der Sattelgurt. 126.20 |
γιοκλαντάρω (turk. Joklandi), ερευνάν, forschen. |
γιορντάμι το (turk. Joldum), o κόσμος, decus, die Zierde; Αρέσκεια, die Gefallsucht, Koketterie. |
γιορντάσης ο (turk. Joldass), εταίρος, Kamerad. 34.11 |
γιορτή η, η εορτή, der Feiertag 47.1 |
γιούργια η, soviel als γιουρούσι. |
γιουργιάρω γοργός vgl.Γιούργια und γιουρούσι,εφορμάν, auf jemand lossturzen;Εις φυγήν τρέπειν,in die Flucht schlagen |
γιουρούσι το (turk. Juruss), έφοδος, εφορμή, das Lossturmen, der Angriff. |
γιοφύρι το= γεφύρι 181.1 |
γιτσικά τα, αι στείραι αίγες, die unfruchtbaren Ziegen. |
γιτσικός, αίγειος, caprinus, von der Ziege. |
γιώμα το (γεύμα), το δειλινόν, das Nachmittagsbrot, das Vesperbrot, merenda. 229.1 |
γιωματάρω, das Vesperbrot essen. 121. 15 |
γκάβγω (vgl. Κάμπτω und χάζω), απιέναι, απέρχεσθαι, weggehen. 47.65 52.45 ect. |
γκαρδιακός, ευθαρσής, animosus, herzhalf, muthig. |
γκρυνιάζω (γρυλλίζω, grunnio), στυγνάζειν, σκυθρωπάζειν, niedergeschlagen, misgestimmtsein.19.15 304.7 |
γλάκιο το, ο δρόμος, cursus, der Lauf. 142.5 etc |
γλακώ (vgl. Αλυκτώ oder αλουκτώ, αλύσκω), τρέχειν, θείν, currere, laufen. 250.3 etc. |
γλεντίζω ( siehe εγλεντζές ) , τέρπειν , oblectare , vergnugen , amusiren ; Τέρπεσθαι , ευφραίνεσθαι , sich amusiren, sich |
ergotzen. M.61. |
γλεντιστής ο, soviel als χαροκόπος. |
γλίνα η, η γλίνη, το λίπος, das Fett, der Talg |
γλιστρώ, λιστρούν, ολισθαίνειν, ausgleiten, ausglitschen 13.36 etc. |
γλιτσιάζω, γλισχραίνεσθαι, γλοιούσθαι, zah und kleberig werden. 94.3 |
γλυτόνω (λυτρόω),ρύεσθαι, ελευθερούν, retten; Απαλλάττεσθαι, ελευθερούθαι τινος,sich von etwas befreien.95.11etc |
γνοιάζω (siehe έγνοια), επιστήναί τινα, jemand aufmerksam machen; Γνοιάζει με (σε, τον, τση etc.) es geht mich an; |
γνοιάζομαι, aufmerksam werden. |
γνωστικός, λελογισμένος, besonnen, vernunftig. |
γόβα η, (it. Gobba), το σάνδαλον, ein ausgeschnittener Schub. M. 205 |
γόζιομαι [nicht γοϊζομαι] (όϊ, οϊζύω, oder οιζύω), οιμώζειν, webklagen, jammern. |
γόϊ und εγόϊ! Όϊ! heu!Vae!Wehe!O!-γόϊ μου! εγόϊ μου! Οίμοι! Wehe mir! |
γομάρι το (γόμος), το φορτίον, was ein Lastthier tragen kann, die Last. 126.40 etc |
γονικά τα, οι γονείς, die Aeltern. |
γοργό oder γοργώ (γοργός), ταχέως, εν βραχεί, brevi, bald. |
γοργογόνατος, ωκύπους, celeripes, schnellfussig. |
γοργός, ωκύς, ωκεπέτης, velox, schnellfliegend, schnell. |
γούνα η, (it. Guna), διφθέρα, σισύρα, der Pelz. |
γούρνα η, urna (γρώνη), λιθίνη υδροδόκη, ein steinerner Wassertrog. 132.8 268.3 etc. |
γρά η, η γραύς, anus, vetula, die Alte. 157.4 etc. |
γραίνω, ραίνειν, υγραίνειν, humectare, befeuchten, benetzen. |
γρακώ, bei den Sphak. Statt γλακώ. |
γραμματικός, λόγιος, doctus, gelehrt. |
γραφτό το (γράφω), η ειμαρμένη, η μοίρα, das (von Gott geschriebene oder bestimmte) Loos, Menschenloos. |
γρεμνίζω, κρημνίζειν, praepitare, herabsturzen. 262.17 |
γρεμνός ο, ο κρημνός, der Abgrund. |
γρέος ο (it. Greco) ο καικίας, der Nordostwind. |
γροικώ und δροικώ, selten αγροικώ, ακροάσθαι, ακούειν, zuhoren, horen. 74.2 99.6 etc. |
γρόσι το (turk. Grusch), turkische Munze = 40 Paras, der Piaster (το γρόσιον); uberhaupt χρήματα, Geld. 129.23 etc. |
γυαλί το, η ύαλος, vitrum, das Glas. |
γυνί το, η ύνις, die Pflugschar.274.16 278.15 |
γυρεύγω (vgl. Γυρίζω), ζητείν, suchen. 193.6 etc. |
γυρίζω (γύρος), στρέφειν, drehen; περιφέρεσθαι, περιτρέχειν, herumwandern, herumlaufen. 28.13 195.2 etc. |
γυρογιάλι το, αιγιαλός, παραλία, die Kuste. |
γύρος ο, γύρος, Kreis; fr. Cote, Seite; 'ς το |
γύρο μου, παρ'εμοί, in der Nahe von mir, neben mir oder mich, apud me; Γύρου γύρου oder γύρου γυρού wie τριγύρου, |
κύκλω, circum, ringesum. 151.1 300.2 etc. |
Δ |
|
΄δα = εδά 15.47 etc. |
δαγκάνω und δακάνω, δάκνειν mordere, beissen. |
δαμάσκηνο το, το δαμασκηνόν το κοκύμηλον, prunum, die Pflaume, die Zwetsche. |
δαμασκί το (turk. Dimeschki), Adj. Von δαμάσκο το, der Damast. |
δασκαλάκι το, discipulus, μαθητής, Schuler. |
δε = δεν, ου, non, nicht. |
δείχνω, δεικνύναι, zeigen; Φαίνεσθαι, scheinen. 118.14 δείχνει μου, ich scheine, ich sehe aus. |
δεκαριά η, δεκάς, eine Anzahl von zehn. 105.1 |
δεκεί = εκεί. |
δένε = δεν. 160.2 |
δεντρό το, Plur. Δεντρά und δέντρη, δένδρον, Baum. 120.1 114.4 231.2 etc. |
δεπά = επά. 237.2 |
διαγουμίζω (turk. Jaguma), διαρπάσειν, expilare, plundern; Διασκεδαννύναι, zerstreuen. 143.4 184.2 etc. |
διάγω und διάω, διάγειν, διαιτάσθαι, διατρίβειν, sich verweilen.35.19.38 126.4 etc. |
διάζομαι, διάζεσθαι, anzetteln. |
διακονιά η (διακονιά, Gottesbedienung), ελεημοσύνη, das Almosen. |
διακονιάρης ο, πτωχός, einer der um almosen bittet, Bettler. 75.6. |
διαλαλώ, κηρύττειν, laut ankundigen, bekannt machen. 125.15 |
διάλε und διάλοσι, siehe διάολος. |
διαλεούδι und αποδιαλέουδο το (διαλέγω), το υπόλειμα, το άχρηστον, das Ueberbleibsel, das Untaugliche. 44.30----- |
διαολίζω(d.h.Διαβολίζω),εξιστάναι τινά του φρονείν, alci mentem exturbare,jemand des Verstandes berauben,verruckt |
machen. |
διάολος ο, διάβολος, πνεύμα πονηρόν, der Teufel. 51.20 etc.Den Voc. Διάλε (vor einem Artikel,dem ein anderer Artikel |
oder das Relativpron. Πού folgt) und διάλοσι (ohne nachfolgenden Artikel) gebraucht man sehr oft um eine starke |
Verneinung auszudrucken, z. B. Διάλε τη σταλιάν την (oder πού) ήπια oder διάλοσι σταλιάν ήπια, hole der |
Teufel den Tropfen, den ich getrunken habe, d.h. ich habe keinen einzigen Tropfen getrunken. 110.13 |
διασκελώ und διασκελίζω, διασκελίζειν, διαβαίνειν, mit ausgespreitzten Beinen uberschreiten oder uberspringen. |
διάω, siehe διάγω. |
διγούμαι, διηγείσθαι, erzahlen. 122.1 etc. |
δίδω und δούδω, διδόναι, dare; |
δούδει μου (mit oder ohne ο νους μου)να…(=ο νούς μου μου δούδει συμβουλή) να, in mentem mihi venit, es kommt |
mir in den Sinn, es fallt mir ein; Μου δούδει |
λιγομάρα, das Erbrechen kommt mir an; δούδει θάνατος του κορμιού μου, es todtet meinen Korper.241.10 M31 M.225 |
δικάζομαι (δικάζω oder διχάζω), ερίζειν, διαφέρεσθαι, streiten. |
δικητής ο, διοικητής, praefectus,Gouverneur. 62.6 |
δικός = εδικός 175.1 etc. |
δίμουρος (siehe μούρη), αμφιπρόσωπος αλλοπρόσαλλος, δολερός, listig. |
διορία η, προθεσμία, der Termin. |
διπλοπόδης, mit uberschlagenen oder aufeinander geschlagenen Fussen. 153.4 |
δίχως (δίχα), άνευ ohne; Δίχως άλλο, πάντως, jedenfalls, ganz gewiss. 158.3 etc. |
διωματάρης (ιδίωμα oder ιδώμα, siehe dieses), αξιοθέατος, μεγαλοπρεπής, stattlich. 199.4 |
διώχνω, καταδιώκειν, verfolgen, verjagen; |
διώχνει μου να…= δούδει μου να…(siehe δίδω). |
δό (nur vor μου), Imper. Aor. Von δίδω. |
δόλιος und δολερός, δειλός, άθλιος, misellus, bemitleidenswerth, elend. 224.4 6 |
δοξάρι το(τόξον),το πλήκτρον,der Bogen;(ubertragen)μύες ρώμη,θυμός, Muskeln,Kraft, Muth,animus. 34.13 51.19 etc. |
δόσι το, δώρον, donum, Geschenk. 155.4 |
δούδω = δίδω |
δουλειά η, η ασχολία, το ασχόλημα, die Beschaftigung. 131,29 etc |
δουλεύγω, εργάζεσθαι, arbeiten. |
δουλευτής ο, δουλεύτρα η, εργάτης, Arbeiter; Υπηρέτης, Dienur. |
δραγουμάνος und δραουμάνος ο (turk.dragoman), διερμννεύς, Dolmetscher. |
δροικώ, siehe γροικώ. |
δρομολάτης (δρόμος ελαύνω), οδίτης, οδοιπόρος, Wanderer. 271.6 |
δροσιά η, η δρόσος, το ψύχος, die Frische,die Kuhle; bei einem starken verneinenden Ausdrucke,wie δροσιά δεν |
έφαγα, δροσιά δεν έβαλα 'ς το στόμα μου, ich habe nicht einen Bissen zu mir genommen(vgl. Διάολος)252.14253.14etc |
δρόνω, ιδρούν, schwitzen. |
δροσιός ο, soviel als ασκιά. |
δύνομαι und δυνάζομαι, βαστάζειν, φέρειν, ferre, sustinere, tragen konnen, auf sich tragen konnen. |
δώμα το, το δώμα, η στέγη, tectum, das Dach. |
Ε |
έβγα το (εκβήναι), το εξιέναι, η έξοδος, das Ausgehen. 122.33 126.25 |
έγγαλο το (scil. Πρόβατο oder σφαχτό), το έγγαλον, το γαλακτοφόρον,ovis lactaria. |
εγλεντζές ο, (turk. Eglendsche), η τέρψις, die Vergnugung. 59.30 etc |
έγνοια η, η έννοια, η μέριμνα, η προσοχή, die Sorge, die Acht, die Aufmerksamkeit. |
εγώ, Gen. Μού oder μου, εμέ, εμένα, und μένα, Accus. Εμέ, με oder με, εμένα und μένα Plur. Εμείς, Gen. Εμάς und . |
μας, οder μας Accus, μας(μάςε) οder μας und εμάς |
εδά, νύν, nunc, jetzt. |
επεδά, verstarktes επά. 130.25 etc. |
εδετέθοιος, verstarktes ετέθοιος. |
εδέτσι, verstarktes έτσι. |
εδικός, d.h. Ιδικός, ίδιος, eigen, proprius; δικός μου, δικός σου, etc., unser etc.; συγγενής προσήκων, verwandt. |
εζημιά η, η ζημιά, der Nachtheil, die Strafe. |
έθοιος = ετέθοιος. 303.32 |
είμαι, είσαι, είνε (είναι) und bei den Sphak. |
ένε, Plur. Είμεστα, είστε, είνιε (είνιε),selten είνε (είναι), und bei den Sphak. Ένε. Ιmperf. |
ήμου(ν) und ήμουνε, ήσου(ν) und |
ήσουνε, ήτο(ν)und ήτονε; Plur. Ήμεστα(ν) und ήμεστανε, ήστε,ήσαν, ήσανιε und ήσανε, oder selten ήταν, ήτανιε |
und ήτανε. |
είς nur nach der Worten κάθα und πάσα (κάθε είς oder πάσα είς), έκαστος, πάς τις, quisque, unusquisque |
jeder Einzelne, jedermann. |
ειςέ = εις, sehr oft. |
εκειά auch έκεια, εκεί da, dort. |
εκειδά und έκειδα verstarktes εκειά. |
εκεινοςάς verstarktes εκείνος. Diese starke Declination ist: εκεινοςάς, εκεινηνά, |
εκεινονά; Gen. Εκεινουνά, εκεινησάς, |
εκεινουνά; Accus. Εκεινονά, εκεινηνά, |
εκεινονά; Plur. Εκεινοινά, εκειναιςάς |
εκεινανά; Gen. Εκεινωνά (fur alle drei geschlechter); Accus. Εκεινουςάς, |
εκειναιςάς, εκεινανά; Εκείνος, ille, is jener, derjenige. |
εκεινοςές, εκεινηνέ, |
εκεινονέ; Gen. Εκεινουνέ, εκεινηςές, |
εκεινουνέ; Accus. Εκεινονέ, εκεινηνέ, |
εκεινονέ; Plur. Εκεινοινέ, εκειναιςές |
εκεινανέ; Gen. Εκεινωνέ (fur alle drei geschlechter); Accus. Εκεινουςές, |
εκειναιςές, εκεινανέ; Εκείνος, jener da, dieser da. |
έλατος ο, η ελάτη, die Tanne. 156,1 |
εληά η, ελαία, der Oelbaum und die Olive; (auf dem Gesicht) φακός, das Muttermal. |
ελίγος, ολίγος, wenig. 48.102 etc. |
εμιλιά und μιλιά η, ομιλία λόγος, Rede, Gesprach; Φωνή die Stimme. M.35 |
έμπα το (εμβήναι), το εμβαίνειν, η είσοδος, das Eintreten (vgl. Έβγα). 122.33 126.25 |
έν (nur vor den Pronom.τονε [=αυτόν],τηνε [=αυτήν],τoν oder τo[=αυτό]),τσηςε [=αυτούς], τσηςε [=αυτάς], ταε oder. |
τα[=αυτά]),= ιδέ, ιδού, ecce; Έν τονε, έν τηνε, ιδού αυτός, ιδού αυτή, fr. Le voila, le voici. 133.61 etc. |
επά, τήδε, ενθάδε, hier. |
επεδά verstarktes επά. |
έρεγος (siehe ρέγομαι), ορεκτός, εφετός, αρεστός, gern gesehen, gewunscht, angenehm. |
εργώ, ριγούν, frieren. 160.1 282.28 |
ερωθιά η, ερωτιάς, τα ερωτικά, die Liebesangelegenheiten. |
έρωντας, έρως, amor. |
εσύ, Gen. Εσένα, σένα, εσέ und σε; Accus. Εσέ, σε, σε, εσένα und σένα. |
ετέθοιος soviel als τέθοιος. |
ετότες soviel als τότες. |
ετότεσας verstarktes ετότες. |
έτσα und έτσι ουτωσί ούτως, ώδε, sic, hoc modo, gerade so. 52.22 etc. |
ευγιά η, ευδία, ανομβρία, jedes nicht regnerische Wetter. |
ευτόνος = ευτός. |
ευτός = αυτός. |
ευτύς = ευθύς, sogleich. |
έχη τα, τα κτήματα, die Habe, der Besitz. |
έχνος το (ίχνος), κτήνος, das Vieh. 270.17 |
Z |
|
΄ζά τα = ωζά (siehe ωζό) |
ζαερές ο (turk. Sahile), τα σιτία, τα επιτήδεια, der Proviant,Mundvorrath. 31.70. |
ζάλο το (σάλος, salum), το βάδισμα, der Gang, deer Schritt; Ίχνος, vestigium, die Spur. |
ζαρίφης (turk. Sariff), κομψός, elegans, fein, niedlich. |
ζευγάρι το, το ζεύγος, das Paar; Το ζεύγος, το ζευγάριον, boves arantes, aration, Jochochsen.254.6 286.4 etc |
ζευγάς ο und ζευγολάτης, ο ζευγηλάτης, arator, der Achersmann. |
ζεύλα η, η ζεύγλα, η ζεύγλη, der Jochring. |
ζευλόνω, κάμπτειν, biegen. M229. |
ζευτικό το, ο ζευγνύμενος βούς, βούς ο αρωτήρ, bos arator, das Jochrind. |
ζήλος το (ζήλος), ο φθόνος, der Neid. 81.26 |
ζηλειάρης, ζηλότυπος, φθονερός, eifersuchtig, neidisch. |
ζιγόνω, διώκω, jagen, verfolgen. |
ζιμπούλι το (turk. Sumbul), ο υάκινθος.51.21 |
ζιώ = ζώ, leben M.60 |
ζόγια η. (it. Gioja), Schmuck,- Zierde; Blumenkranz;-- ein mit vielen Kleinoden, namentlich mit Goldstucken, geschmuckter |
Kranz. 285.2 302.2 etc. |
ζουδερός (vgl. Sudor und σείρ, σειριώ), φθινώδης, καχεκτικός, άχρηστος. |
Η |
Ηι, η = αι |
Θ |
θα, siehe θέλω |
θαμή η (θάπτω), η ταφή die Beerdigung, das Begrabniss. |
θαμμάζομαι, θαυμάζειν, bewundern. |
θάρασσα η, bei den Sphak. Statt θάλασσα. |
θαρρώ, νομίζειν, glauben, behaupten. 140.27 197.4 256.6 etc. |
θέ, siehe θέλω |
θέλω, θέλεις und θές, θέλει und θέ, Plur. Θέλομε und θέμε, θέλετε und θέτε, |
θέλουν ode θέλουνε und θέλουσι oder |
θέσι oder auch θεν, wollen. - Alle drei Personen von beiden Nummeri konnen, wenn das Bindewort να folgt, in θέ |
abgekurzt werden und dadurch oft das Futurum bilden, z.B.(εγώ) θενά(θέ να)τσή μπέψω μια γραφή, ich will (werde) ihr |
ein Schreiben (einen Brief) schicken; Θενά φάμε και να πιούμε, wir wollen (werden) essen und trinken etc. |
Aus diesem θενά entstand das Hulfswort θα, durch dessen Vorsetzung stets das Futurum gebildet wird. |
θενά (να Arsis) und θένα (θε Arsis), siehe θέλω. |
θεριό το, ο θήρ, δράκων, wildes Their, Drache; Γίγας, Riese. 35.117 204.3 etc. |
θέτω, τιθέναι setzen, legen; Κατακλίνεσθαι, sich niederlegen. 89.8 140.11 129.27 |
θηκάρι το, η θήκη, ο κολεός, die Scheide. |
θιός ο, ο Θεός, der Gott; Ο θείος, der Oheim. |
θλιφτός, άθυμος, περίλυπος, traurig. |
θρέφω, τρέφειν, ernahren. |
θρουλί το auch θρύμμα το, θρύμμα, Βruchstuck. 53.23 Davon θρουλίζω, θρυλίσσειν, zerschmattern, zerstuckeln. |
θωριά η, η θεωρία, η θέα, das Aussehen. |
θωρώ, Aor. Είδα (ίδα) Conj. Ιδώ, Imper. Ιδέ und ιδές;Θεωρείν, οράν, sehen.(Das anlautende ι allein bildet nie eine Silbe, |
sondern wird stets mit dem vorangehenden Vocal zusammen ausgesprochen,, sodass Synizesis stattfindet. Diese |
Eigenthumlichkeit hat Einige veranlasst zu schreiben: δγω, δγούμε, δγέ etc.vgl. Λέγω). |
Ι |
ιδώμα (oder ιδόμα) το (ιδείν), το βλέμμα, der Blick. - (Auch in diesem Worte bildet |
das ι keine besondere Silbe, daher wird es in der Aussprache kaum gehort). |
ιλάμι το (turk. Ilam), η κρίσις, το ψήφισμα, der Richterspruch. |
ινάτι το (turk. Inat), η αυθάδεια, der Trotz. |
ίντα (ίνα τι), was? - ότι, was; Ποίος, was fur? |
ίσια, Adv. (ίσος), ευθύ, gerade. |
ίσκα η, αι ίσκαι, το αγαρικόν, fungus aridus, der Schwamm, (zum Feueranmachen). |
Κ |
καβάζης ο (turk. Kavas), ο δημόσιος, der Gerichtsbote. |
καβές ο, (turk. Kahvee), der Kaffee; das Kaffeehaus (neugr. Το καφενείον). |
καβρός ο (it. Gavero, vgl. Πάγουρος), καρκίνος, cancer, Krebs. |
καδένα η, catena, η άλυσις,die Kette. |
κάθα wie πάσα (siehe είς), πάς, έκαστος, jeder. |
καθρέφτης und καρφίχτης ο, το κάτοπτρον, der Spiegel. |
κάθω = κάθημαι. |
καϊκι το (turk. Kaϊk), το ακάτιον, das Boot. |
καιντώ, καίειν, πυρπολείν, brennen, sengen. 36.8 etc. |
κακαποδούδω (vgl. Απόδομα),κακώς αποβαίνειν, schlecht ausfallen, ins Ungluck gerathen. Κακαποδομένος unglucklich |
30.16 |
καϊρέτι το (turk. Kaϊret), o θυμός, το θάρσος, animus, der Muth. |
καιρός ο, χρόνος, Zeit; Είνε του καιρού τση, εν ώρα (γάμου, τοκετού) εστί, sie ist in ihrer Zeit. 280.4 |
κακκαρίζω, κακκαβίζειν, gachern. 186.6 etc. |
κακκογραμμένος (γράφω, siehe γραφτό), κακοδαίμων, unglucklich. |
κακομοίρης (μοίρα), δυστυχής, unglucklich. |
κακορίζικος (siehe ριζικό), starker als κακομοίρης. |
καλαμιά η und καλαμιώνας, ο καλαμών,arundimentum,das Rohricht;Αι καλάμαι das Stoppelfeld.204.2 229.3 262.12 |
καλαναρχώ, κανοναρχείν, die Antiphonien singen, vorsingen (in der griechischen Kirche). |
κάλαντα τα (calandae), der Gratulationsgesang, den die Jugend am Neujahrsabende zu singen pflegt. Davon |
καλαντίζω = λέγω τα κάλαντα. |
καλαπόδι το, το καλαπόδιον, ο καλόπους, der Leisten. M.177. |
καλεστής ο, ο κλήτωρ, der Hochzeitsbitter. |
καλλιάς ο, καλλιά η (καλλίων),αμείνων, besser. 174.3 182.4 etc. Adv. |
καλλιά und κάλλια; Έχω κάλλια, προτειμώ, ich habe lieber, ziehe vor. M.224. |
καλοκαρδίζω, φαιδρούν, ευφραίνειν,heiter, lustig machen, erfreuen;ευφραίνεσθαι, lustig werden. |
καλόμοιρος ο, (gewohnlich von Madchen) |
καλομοίρα η, ευτυχής, glucklich. |
καλόφαγος, der alles gern isst. |
καλώ, καλείν, einladen. 82.2 etc. Δεν το καλεί η γιώρα, άκαιρόν εστι, die Zeit erfordert es nicht. 61.104 |
καλώς ευ, bene καλώς τα κάνετε oder |
καλώς τα πολεμάτε! Εύ πράττοιτε! salvete! Seid mir gegrusst! Gott gruss Ankommenden: καλώς σας ηύραμε! Und |
bekommen die Antwork: καλώς ωρίσετε! willkommen! 271.22 etc |
κάμαρα η, η καμάρα, το ψαλίδωμα, fornix, der Schwibbogen, die Wolbung. |
καμάρι το (καμάρα?), το σέμνωμα,die Zierde, die Ehre. 180.1 211.4 |
καμαρόνω (καμάρι), καταθεάσθαι,θαυμάζειν, betrachten. |
καμενάχης = κάμε να έχης. |
κάμερα η (καμάρα, camera, it. Camera), το οίκημα, το διαιτητήριον, die Stube. 149.1 |
|
|
|
καννυώ oder κανυώ, καμμύειν, καταμύειν, die Augen schliessen. |
κάνω, Fut. Θα κάμω, ποιείν, machen; τίκτειν, erzeugen; Αρούν, pflugen; Λέγειν, sagen, (siehe καλώς). 272.27 |
καούδι το (κάω),το καύμα, der Brand, die Glut; Η βάσανος, η ταλαιπωρία, die Qual, die Pein. |
καπανταής ο (turk. Kapa daϊ), δυνάστης, βιαστής, Bandiger, Bezwinger. |
καπέλο und bei den Sphak. Καπέρο το (it. Capello), ο πίλος, der Hut. |
καπετάν oder καπετάνι (vor einem Namen), |
καπετάνιος (ohre Namen) o (it. Capitano), κυβερνήτης, πλοίαρχος, Schiffskapitan; |
καπετάν πασάς, der turkische Grossadmiral; Αγός, ηγήτωρ, Anfuhrer, Chef. |
καπετάνα η (it. Capitana), η ναυαρχίς, das Admiralschiff. |
καπνοπίνω, καπνόν πίνειν, καπνοποτείν rauchen. |
καπότο το (it. Cappotto), η χλαίνα, das Oberkleid, der Oberrock. 254.9 |
καράβι το (κάραβος), ναύς, das Schiff. 112.1 etc |
καραβοκάτεργο το, soviel als κάτεργο. |
καραβοκύρης ο, κυβερνήτης, der Schiffskapitan. 129.14 etc. |
καραβόσκοινο το, ο κάλως, das Schiffstau. |
καραβοτσακισμένος, ναυαγήσας, naufragus, schiffbruchig. |
καραμπίνα η (it. Carabina), eine Art kurzer Carabiner mit breitem Rohrende. 247.17 |
κάρβουνο το, carbo (it. Carbone), άνθραξ,die Kohle. |
καρεφύλι το (turk. Karafil), eine Art Flinte mit dickem Rohrende. |
καριόλα η (ven. Cariola, it. Cariuola), κλιντήρ τροχήλατος, der Rollstuhl.131.64 |
καρμανιόλα η (vgl.Κάρα, manusund carnifex), η λαιμοτόμος, das Fallbeil, die Guillotine.55.47 |
καρνάδος (carnasus, it. Carnale) ροδόχρους, ρόδεος, rosenfarbig. 140.32 |
καρός, bei den Sphak. Statt καλός. |
|
|
|
|
κατέχω, κατέω und κατώ, |
κατέχεις, κατέεις und κατές, κατέχει, |
κατέι und κατέ, Plur. Κατέχομε und κατέμε, |
κατέχετε und κατέτε, κατέχουσι, κατέσι und κατένε; Ειδέναι, wissen. 135.122 178.1 |
κατζικλίκι το (turk. Kadsiklik), απάτη, Betrug, List. 37.16 |
κατηγορώ, καταπονείν, entkraften, schwachen. 230.2 |
κάτης ο, catus (it. Gatto), η γαλή, ο αίλουρος, die Katze, der Kater; Φίλοι σαν το σκύλο με τον κάτη, amici ut |
canis et catus. |
κατσιφάρα η (κατήφεια?), η ομίχλη, der Nebel. 279.15 |
κατσιούλα η (catulus, it. Cazzuola), η γαλή, die Katze. Davon κατσουλοπαιγνιδιάρης 236.2 |
κατσόπρινος ο (άκανθα oder καθίζω, Fut. θα κάτσω), πρίνος χθαμαλή και πυκνή, eine niedrige und dichte Steineiche. |
102.9 |
κατσόχοιρος ο, ακανθόχοιρος, das Stachelschwein. 310.24. |
κατώ, κατές, κατέ, Plur. Κατέμε, κατέτε, |
κατένε (auch κατέν), siehe κατέχω. |
καυγάς ο (turk. Kauga) έρις, διαμάχη, Zank, Kampf. 174.6 etc. |
καυκί το, καυκίον, κύλιξ,ein Gefass von Holz Becher; Εικάς, είκοσι, zwanzig (als Maass fur Schafe und Ziegen). |
καύκος ο (καυχάομαι), ο ερωτύλος, ο εραστής, der Geliebte. 201.2 etc. |
καϋμένος (eigentlich der Verbrannte, gewohnlich aber in der Beziehung:), δείλαιος! der Arme! 58.90 etc |
καφάς ο (turk. Kafa),ο αυχήν, το ινίον, cervix, der Nacken, das Genick. 254.4 |
καφτάνι το (turk. Kaftan), ein turkisches Kleid, der Kaftan. 275.16 |
κάχριτα η (turk. Kachri), η έχθρα, το μίσος, der Hass, der Groll. 61.26 |
κάψα η, ο καύσων, die Hitze. Davon καψερός, καυστηρός, brennend. |
καμπαέτι το (turk kabaet), το έγκλημα, das Vergehen, das Verbrochen. |
καμπάνα η, campana, ο κώδων, die Glocke. |
καμπαναρειό το, το κωδωνοστάσιον, der Glockenthurm. |
καμπανέλι το (it. Campanello), o κωδωνίσκος, die Klingel. |
καμπανίζω (campana), sonst ζυγίζω,σταθμάσθαι, wagen. 124.5 253.21 etc. |
κάμπανο το, ο σταθμός, ο ζυγός, die Wage. 372.12 |
κάμπος ο (campus, it. Campo), το πεδίον, die Ebene, das Feld. |
καμπούρης (turk. Kambur, καμπύλος), κυρτός, κυφός, gibber, buckelig. |
καμπουρόνω und καμπουριάζω,καμπυλούσθαι, κυφούσθαι, buckelig werden. 186.13 |
κάμωμα το (κάμνω), το πράγμα, factum; Καμώματα τα, πρόβατα, die Schafe. 87.8 |
κανακάρης, αρεστός, χαρίεις, blanditus, reizend. |
κανάκι το (turk. Okanak), το θώπευμα, blandimentum, die Schmeichelei, das Liebkosen. |
κανάτα η (κανήτιον), ο αμφορεύς, η πρόχους, der Krug. κανίσκι το (κανίσκιον), δώρον βρωμάτων, ein aus Esswaaren |
wie Fleisch, Brot, Wein etc., bestehendes Geschenk. |
καντάρι το (it. Cantaro, turk. Kandar), στατήρ, ein Gewicht von 44 Okka; τα σταθμά, die Schnellwage. 252.29 |
253.10 etc. |
καντήλα η (it. Cantela), η λυχνία, die Nachtlampe. |
καντίνα η (turk. Kahadin), γυνή, mulier, Fran. 133.131 |
καντιφές ο (turk. Katife), ο εξάμιτος, der Sammt; Ο αμάραντος, das Tausendschon. |
καντούνι und καντόνι το (it. Cantone), η γωνία, die Ecke, der Winkel. 52.27. |
|
|
|
καρούλι το (carrulus, it. Carrucola), τροχαλία, die Winde, die Fadenrolle 300.3 |
καρπέτα η (it. Capetta), χιτών γυναικείος, ein Weiberrock. |
καρσί (turk. Karschu), εναντίον, απέναντι, contra, gegenuber. 299.17 |
κάρτο το (it. Quarto), τέταρτον, Viertel (eines μίστατο, eines μουζούρι, auch einer Stunde). 307.64 etc. |
κάρτσα η (it.calza, wie αρμυρός von αλμυρός) soviel als βράκα. |
καρτσόνι το (it. Calzoni), κνημίς πλεκτή, der Strumpf. 131.9 |
καρτσονάς ο (eingentlich einer der Strumpfe tragt, daher) μαλακός, τρυφητής weibisch, schwelgerisch. 51.48 |
καρφίχτης ο = καθρέπτης |
καρώ, bei den Sphak. Statt καλώ. |
καρώς, bei den Sphak. Statt καλώς. |
κάρφας ο (turk. Kalfa), μαθητής, Lehrling. |
κασαβέτι το (turk. Kassavet), πάθος, εμπάθεια, die Leidenschaft. M.87. |
κασέλα η it. Cassella), η κίστη, η κιβωτός, der Koffer. 301.7 |
κασίδα η (κάσα), ο αχώρ, der Grind.Davon κασίδης, ψωραλέος, grindkopfig.M.33.etc. |
καστέλι το, castellum, αστυφρούριον, Stadt, Festung; Επικράτεια, Gebiet. |
κάστρο το, castrum, φρούριον, Festung. Davon καστροπολεμητής und |
καστροπολεμάρχος 150.5 etc. |
καταδούδω, προδιδόναι, verrathen. 208.7 |
καταλυώ, αναλίσκειν, verzehren; Αποτρίβειν, abnutzen; Διαχράσθαι, umbringen.58.11 267,18 etc. |
κατάρτι το (κατάρτιον), ο ιστός, der. Mastbaum 299.20 etc. |
καταχανάς ο (Etym.?), ψυχής σκιοειδές φάντασμα (Plat. Pfaed., p.81), der Vampyr, das Gespenst. |
καταχνιά η (άχνη), ομίχλη, Nebel. 126.10 |
κάτεργο το (κάτεργον, Ruderschiff), τριήρης, die Galere. |
|
|
|
|
κεδιά η, d.h. Κεντιά wie αντόδια fur οδόντια κεντώ), το στίγμα, το νύγμα, der Stich. 166.3 |
κειά = εκειά, εκεί |
κελί το , cella, die Stube eines Monchs. |
κεμέρι το (turk. Kemer) βαλάντιον ζωστήρος δίκην, ζώνη, zona, der Geldgurtel, die Geldkatze. |
κερατάς ο (Schimpfwort), κεράστης, Hornertrager. |
κερί το, cera, ο κηρός, das Wachs, das Wachslicht |
κερκέλλι oder κερκέλι το, το κρικέλλιον, der Ringel. 159.1 |
κεσίμι το (turk. Kessim), η κόψις, der Schnitt (des Kleides); Κόσμος, Pracht. 24.19 |
κηλαϊδώ (κελαδέω), άδειν singen (von Vogeln). 123.20 130.8 etc. |
κηραϊδώ, bei den Sphak. Statt κηλαϊδώ. |
κιαγιάς ο, (turk. Kehaja), επίτροπος, Verwalter. 133.63 etc. |
κιαείς oder κιανείς, Fem. Κιαμιά, Gen. |
Κιανιούς (siehe γείς), niemand, keiner; τις, aliquis, jemand. 60.10 M. 62. |
κιάλι το (turk. Kial), το τηλεσκόπιον, das Fernrohr |
κιαπόεις, κιαπόκεις und κιαπόκειας (d.h. Και από εκεί) = εντεύθεν, tum, sodann, hierauf, nachher |
κιατίπης ο (turk. Kiatip), γραφεύς, γραμματεύς, Schreiber. Buchhalter. |
κιμάς ο (turk. Κima), περίκομμα, χόρδευμα, gehecktes Fleisch. |
κινάς ο (turk khina), ρόδεον χρώμα Rosenfarbe.296,8 |
κινώ, κινείν, στέλλεσθαι, sich auf den Weg begeban; Κινά ο ποταμός, ο ποταμός υπερχειλείται, der Fluss tritt aus, |
uberschwemmt. |
κιόλας, ήδη jam, schon; Αληθώς, re, in der That. 100.2 140.32 etc. |
κιόντες = κι'όμως, αλλά, aber. |
κισιμέτι το (turk. Khissimet), τύχη, Gluck ;ελεημοσύνη, Almosen. |
κιτάπι το (turk. Kitap), βιβλίον, Buck (der Koran). 230.11 etc. |
κλειδονιά η, το κείθρον, claustrum, das Schloss (an einer Thure). 127,5 147.5 |
κλειδονιάστρα η, η κλειθρία, das Schlusselloch. |
κλήδονας ο,Am Vorabend des Johannisfestes holt ein knabe,ohne dass er dabei ein Wort sprechen darf, Wasser(αμίλητο |
νερό). In dieses Wasser wirft hierauf ein jeder von der Gesellschaft eine Frucht (gewohnlich Birne,Apfel u. gergl.),die er |
durch ein besonderes Zeichen kenntlich gemacht hat. Die Nacht uber bleibt das Wasser mit den Fruchten unter freiem |
Himmel stehen (αστροφεγγιάζεται). Des Morgens kommt die Gesellschaft wieder zusammen und fangt den eigentlichen |
κλήδονας mit dem Liede 309 an. Wahrend jetzt ein Madchen eine Frucht aus dem Kruge herausholt, ruft ein anderes |
Madchen jemand, der ein Distichon (μαντινάδα, gewohnlich von Liebe handelnd) sagen muss. Aus dem Inhalte dieses |
Distichons wird das Loos desjenigen prophezeit, dem die Frucht gehort. |
κλησιά η, εκκλησία, die Kirche. |
κλωνίτσα η, soviel also κλωνάριον, Sprossling, Reis. |
κοιλοπονώ, ωδίνειν, Geburtswehen haben kreissen. 112.1 |
κολάνι το (it. Collana, collare), η δειροπέδη, die Halskette (eines Pferdes). 56.21 |
κολατσιδάκι το, Dimin. Von κολατσιό το (it. Colazione), το ακράτισμα, das Fruhstuck, die Fruhstuckszeit. 291.1 etc. |
κολισαύρα η, η σαύρα, lacerta, die Eidechse. 220.3 280.14. |
κολώ mit Gen. (vgl. Κόλαφος, κόπτω), πλήττειν, παίειν, schlagen. 59.25 249.14 etc. |
κολώνα η (it. Colona; columna), η κίων, die Saule. |
κομματαρχία η, η αίρεσις, η στάσις factio, die Partei. 49.6 |
κομπί το, το κομβίον, der knopf. |
κομπόνω (κομβόω), προσπερονάν, anknopfen; Απατάν, betrugen. 279.9 |
κομπωτής ο, ο φέναξ, ο ψεύστης, der Betrugen. 125.2 |
κόνα η, η εικών, das Bild. |
κονάκι το (turk. Konack), το καταγώγιον, το οίκημα, die herberge, das Haus. 55.39 etc. |
κονεύγω, καταλύειν, haltmachen, Quartier aufschlagen. M.159. |
κόνισμα το, το εικόνισμα, das Bild. |
κονταρεύγω und κοντεύγω ( κοντός, κοντάριον ) , ακονίζειν τιτρώσκειν , mit dem Speer verwunden; Κονταρεύγομαι |
oder κοντεύγομαι, καταπίπτειν νοσούντα, plotzlich krank werden. |
κοντεύγω (κοντός, kurz), πλησιάζειν, εγγίζειν, sich nahern, nahe daran sein. |
κοντεύγω , siehe κονταρεύγω. |
κοντύλι το (κόνδυλος), το γραφίδιον, ο στύλος, der Griffel. Davon |
κοντυλοσερμένος, soviel als σύμμετρος, λεπτός, regelmassig, schon. |
κοπέλα oder κοπελιά η, κοπέλι το (κόπτω; |
κοπανίζω heisst auch entmannen, castriren)= παις ο und η, knabe, Madchen.Davon κοπελουδιά und κοπελοπούλα η, ein |
kleines (niedliches) Madchen; Κόπελος ο, ein grosser Knabe; Κοπελιάρης auch κόπακας ο, νεανίας, Jungling. |
κοπιάζω, πονείν, sich bemuhen; Κόπιασε, |
κοπιάσετε, bemuhen Sie sich (her zu kommen). |
κόρδα η, χορδή, nervus, die Darmasaite; soviel als δοξάρι (siehe dasselbe). |
κορδέλα η (it. Cordella), η ταινία, das Band. |
κορδίζω, τείνειν, διατείνειν, ausdehnen, ausstrecken; Σκορδινάσθαι sich recken.122.27 |
κορμί το (κορμός), το σώμα, η υφή, der Korper, die Taille. |
κορφή η, η κορυφή, die Spitze (siehe ανύχι). |
κόρφος ο (κόλπος), η μασχάλη die Achselhohle; Οι μαστοί, der Busen. 196.7 |
κορώνα η (κορώνη, corona), το στέμμα,die Krone. |
κοσκινικό το (κόσκινον), die in einem Siebe befindl. Blumen, womit die Madchen den Hochzeitsleuten entgegen kommen. |
κόσκινο το, το κόσκινο, das Sieb; = κοσκινικό 35.97. |
κόσολος und κόσολας ο (it. Consolo; consul), ο πρόξενος, der Consul. 53.10 133.6 |
κότσι το (οστούν, ossum, os it. Osso), η κνήμη, das Bein; Ο κόνδυλος, das Gelenk. |
κόττα η (κόττος), η αλεκτορίς, η όρνις,die Henne. |
κουβεδιάζω, διαλέγεσθαι, reden. |
κουβέντα η (turk. Kuvet), η διάλεξις, die Unterredung, das Gesprach. 211.1 |
κουβέρτα η (it. Coverta), το κατάστρωμα, das Verdeck. 116.8 |
κουδούνι το, ο κώδων, das Glockchen (am Vieh). 99.4 |
κουζουλαίνω, εξιστάναι τινα του φρονείν, jemand ausser Fassung bringen. Davon κουζουλαμός auch τρελαμός, die |
Verruckung. 172.21 |
κουζουλός (vgl. Σαλός), μωρός, narrisch, dumm. |
κούκος ο, ο κόκκυξ, der Kukuk. 235.3 |
κουκοσάλι στο (κόκκος), η χάλαζα, der Hagel. 90.7 |
κουκουβάγια η (κουκούφας, κικκάβη), sonst σκλόπα η, η γλαύξ, die. Eule. |
κουκούλι το, cucullus, ο πίλος, der Hut. |
κουλούκι το (turk. Kuluk), το κυνάριον, das Hundchen; auch κουλουκάκι το Μ.140. |
κουλουκουρίζω (κώλος κουρίζειν), τα οπίσθια αποκείρειν, die hintern Theile abscheren. |
κουλλούρι το ( κολλούριον, κολλύριον), ίτριον, ein kreisrundes Brotchen. |
κουλλούρα η, ein grosses κουλλούρι; |
κύκλος, kreis; ein Kreis von Tanzern, die sich einander an den Handen halten. |
κουμαντάντης und κουμαντάντες (it. Comandante), έπαρχος, αρμοστής, Befehlshaber. 49.11. |
κουμπαράς ο (turk. Kumbara), σφαίρα πυροβόλος, die Bombe. |
κουμπάρος ο, κουμπάρισσα, selten |
κουμπάρα η (it. Compare), παρανύμφιος, Brautfuhrer. 256.17 |
κουμπές ο (turk. Kubhe, vgl. Cubus, κύβος), θόλος, die Kuppel. |
κουμπίζω (accumbo), κατακλίνεσθαι, αναπίπτειν, sich niederlegen. |
κουμπούρι το (turk. Kumbur), das Pistol. |
κουνάλι το (Etym.?) πεπαίτατος, ganz reif; (komisch) οινοβαρής, vino gravis, stark betrunken. 251.18 |
κουνενός ο (κωνίς), υδρίσκη, ein Wasserkrug.κούνια η (cuna, cunae, it. Cuna, κινέω), το λίκνιον, η αιώρα, die Wiege. |
95.8 308.14 |
κουνιάδος (cognatus), δαήρ, γαμβρός, Schwager. 61.56 130.29 267.16 etc. |
κουνιώ und κουνώ, κινείν, σαλεύειν, bewegen; καταβαυκαλάν, wiegen, einwiegen (siehe κούνια). 95.8 308.13 |
κούντουρος (κοντός), βραχύς, brevis, kurz. |
κούπα η (cupa, it. Coppa, fr. Coupe), κύπελλον, κύλιξ, Becher. |
κουπί το, η κώπη, das Ruder. |
κουράδι το (κουρά), η ποίμνη, το ποίμνιον, die heerde. 51.20 99.1 etc. |
κουράζω (κόρος, κορέννυμι), καταπονείν, κοπούν, ermuden. |
κουρκουνώ, κροτείν, κόπτειν, schlagen, klopfen. |
κουρμπάνι το (turk. Kurban), θύμα, ιερείον, σφάγιον, das Opferthier. 19.8 133.29 |
κουρνός (it. Corno), ποικιλόδερμος, schwarz - und weissgestreift (nur von Ziegen).99.4 |
κούρτα η (it. Corte, fr. La court, vgl. Securitas), έπαυλις μάνδρα, der Viehhof. |
κούρταλα τα (κρόταλον), κρότος χειρών, das Klatschen (in die Hande). |
κουρταλώ, κροταλίζειν, klopfen, klatschen. |
κουρτίνα η (it. Cortina), το περιπέτασμα, der Vorhang. 140.28 |
κουσουλτάρω, consultare, συμβουλεύεσθαι, berathschlagen. 108.3 |
κουσούλτο το (consultum, it. Consulto), συμβούλιον, Rathsversammlung. |
κουτάλα η (κώταλις) λύστρον, ein grosser Loffel. |
κουτάλα η, scutala operta, αι ωμοπλάται, die Schulterblatter, der Rucken. |
κούτελο το (Εtym.?), το μέτωπον, die Stirn. 251.14 271.16 303.7 etc. |
κουτελόνω (κούτελο), soviel als απαντώ.34.45 |
κουτουλώ, κορύσσειν, κερατίζειν, mit der Stirn oder mit den Hornern stossen. |
κουτούτο το (it. Condotto), το υδραγωγείον, οι οχετοί, die Wasserleitung. |
κουτσαίνω, χωλεύειν, lahm sein, wie ein Lahmer gehen. |
κουτσοκεφαλίζω, αποκεφαλίζειν, hinrichten. 62.32 |
κουτσός΄(κόπτω), χωλός, lahm. |
κουρσάρης ο (it. Corsaro), πειρατής, Seerauber. Davon κουρσεύγω, πειρατεύειν |
κριγιός ο, ο κριός, der Widder, der Hammel.107.6 |
κρίμα το, αμάρτημα, das Verbrechen, die Sunde; Κρίμα' ς…, schade um… |
κρούσος το (cursus it. Corso), η πειρατεία, die Seerauberei. 129.1 |
κρυγιαίνω (κρύος),ψύχειν, abkuhlen;Ψύχεσθαι, kalt werden. |
κρυγιόρεμμα το, το ρεύμα, der Rheumatismus. |
κρυγιός, ψυχρός, kalt. 300.39 |
κυβούρι το (κύξβος), τύμβος, τάφος, das Grab. 178.6 |
κυκλοπορπατούσης ο, soviel als ανεμοκυκλοπόδης. |
κύρης ο (κύριος), ο πατήρ, der Vater. |
κυρφός, κρύφιος, geheim; Adv. Κυρφά, κρύφα. 17.69 211.4 etc. |
κωλόνω ( κώλος ) , = fr . Acculer, ες τουπίσω βιάζειν , zuruckdrangen ; Αναχωρείν , αφανίζεσθαι , sich zuruckziehen , |
dahinschwinden |
κώλος ο, ο πρωκτός, ο αρχός, der Hintere, der After. |
κωλόσερμα το, το επίσυρμα, die Schleppe. |
κωλοσέρνω, σύρειν, schleppen. |
|
Λ |
|
λ' = λέ (siehe λέγω). 17.59 |
λαβόνω (λαμβάνω), βασκαίνειν, καταμαγεύειν, verhexen; Τραυματίζειν, verwunden. 48.69.96 |
λάβωμα το, η βασκανία, fascinatio, die Behexung. |
λαγκάδι το = λαγκός. λαγκαδιώτης, ορείτης, Bergbewohner. |
λαγκός ο (it. Lago, vgl. Λαγών und άγκος), η φάραγξ, die Bergschlucht. |
λαγούτο το (ven. Lauto, it. Flauto, liuto), βάρβιτον, κιθάρα, die Laute. |
λαζάνια τα (it. Lazzaroni), die Nudeln. |
λαζάρι το (λάζαρος), στρώμα εντάφιον, das Leichentuch. 263.26 |
λαζαρίνα η (Etym.?), eine Flinte mit langem Rohre. |
λαήνα η, λάγηνος, υδρία, Wassergefass, Krug. |
λαθούρι το, λαθυρίς, die Wolfsbohne (Lupine). 254.26 |
λαλώ, ελαύνειν, treiben, jagen. |
λάμνω, ελαύνειν κώπην, ερέσσειν, πλείν, schiffen. 124.8 297.2 |
λαός το = ο λαός. |
λαμπράζομαι, πασχάζειν, το πάσχα διατρίβειν, Ostern feiern. 138.5 Ebenfalls λαμπροσκολάζω. |
λαμπρή η = το πάσχα. |
λαχαίνω, λαγχάνειν, τυγχάνειν. 143.3 184.1 |
λαχταρίζω und λαχταρώ(λακτίζω), ασπαίρειν,zucken, zappeln; Διακαώς ποθείν lebhaft wunschen, schmachten. 254.28 |
λεβάντες ο (it. Levante), ο απηλιώτης, der Ostwind. 116.13 174.1 |
λεβέντης ο (turk. Levend), ανδρείος, tapfer.Davon λεβεδιά η und λεβεντοσύνη η. 185.4 |
λέγω , λέω und λώ, λέγεις, λέεις und λές, λέγει, λέει und λέ, Plur .( λέγομε ) λέμε, λέγετε und λέτε, λέγουσι, λέσι, |
λένε und λεν. Aor. Είπα, Conj. Πώ und selten ειπώ (wenn ein Vocal vorangeht, wo dann stets die Synizesis stattfindet), |
πής (ειπής), πή (ειπή), Plur. Πούμε (ειπούμε, πήτε (ειπήτε),πούσι (ειπούσι), πούνε und πούν (ειπούν), |
Imper. Πέ (ειπέ), πέτε (ειπέτε).-λέγειν,sagen. |
λέρι το (Etym.?), κωδώνιον, tintinabulum, eine Viehglocke, 96.6 etc. |
λεφτό το, λεπτόν, die Minute. 60.8 |
λιανός (vgl. Λείος, λεαίνω und ολίγος), λεπτός, ισχνός, dunn, schlank; Λιανό |
χτήμα, ο όνος, der Esel. |
λιγομάρα η, λιποθυμία, die Ohnmacht. 140.18 305.10 |
λιγόνομαι (vgl. Ligurire, λείχω, λυγγάνω), εφίεσθαι, sich sehnen. 57.34 131.41 |
λιθάρι το, ο λίθος, der Stein; Ο δίσκος, η δισκοβολία, das Steinwerfen (siehe βόλι). |
λιμιώνας ο, ο λιμήν, der Hafen. 64.2 |
λιό, mit Artikel (Adv. Durch dessen Vorsetzung der Superlativ gebildet wird), |
λίαν, μάλιστα, maxime, am meisten.294.26 etc. |
λιοβασιλέμματα τα (ήλιος βασιλεύγω, siehe dasselbe), auch λιοκαθίσματα τα, αι ηλίου δυσμαί, der Sonnenuntergang. |
56.24 etc. |
λογάρι το, χρυσός, Gold. 274.14 307.73 |
λογή η, nur im Gen. Λογής und Plur. |
λογιώ(ν), ποιότης, είδος, τρόπος, Beschaffenheit, Art, Weise; Έτσα λογής,έτσα λογιώ(ν), auf solche Weise. 41.6 61.3. |
218.8 etc. |
λόγος ο, λόγος, Wort, Rede; Του λόγου σου=η γι αφεδιά σου, Sie. M.160. |
λογοτριβή η = controversia. |
λοϊσμός ο, ο λογισμός, die Vernunft, der Gedanke. |
λουκάνικο το, (lucanica), o αλλάς, το χόρδευμα, die Wurst. |
λουρί το, λωρίον, ιμάς, der Riemen. |
λουτρουγώ, λειτουργείν, die Messe lesen, das Hochamt halten. 126.8 etc. |
λυγερός, Adj. Λυγιστός, biegsam; Subst. |
η λυγερή, die Maid. |
λυγνός (λύγος, λυγίζω), ισχνός, λεπτός, schlank. Mager. |
λυώ und λυόνω, λείς, λεί, Plur. Λυούμε, λείτε, λυούσι und λυούνε oder λυούν; λύειν, losen; Τήκειν, schmelzen. |
λωλός, λάλος, ανόητος, geschwatzig, unsinnig. Davon λωλαίνω= κουζουλαίνω.Μ.28 |
λώμπης, λώμπως und λώπως (λώ [siehe λέγω],πώς, ich sage, ich meine, das), δοκεί μοι,ως έοικε, es scheint mir, wie |
es scheint; Fragwort: μη, μών, nun? |
M |
μ΄= μά. 17.63 |
μά (it.ma), αλλά, sed, aber. |
μαγάρι (it. Magari), είθε! Wollte Gott! 51.72 |
μαγατζές ο (it. Magazzino), αποθήκη, der Speicher, das Magazin. 254.27 |
μαγαρίζω (maculare, it. Macchiare), μιαίνειν, μολύνειν, beschmuzen, besudeln. 30.8 etc. |
μαγέρεμμα το (μαγειρεύειν), τα χέδροπα, τα όσπρια, die hulsenfruchte. 254.23. |
μαγκλαβίζω (vgl. Μαγγανεύειν), βασανίζειν, στρεβλούν, αικίζεσθαι, martern, peinigen.103.6 155.5 |
μάγουλο το (μάγουλον, magulum), η γνάθος, η παρειά, die Wange, der Backen. M.159. |
μαδάρα η (μαδαρός), χωρίον ορεινόν, wildes und bergiges Land fur Schafe und Ziegen. 130.1 187.4 210.4 220.4 etc. |
μαζί wie ομάδι (ομαδίς), ομού, άμα, una cum, zusammen, nebst, mit. |
μαζεύγω und μαζόνω (ομαδεύω, vgl. massare), αθροίζειν, συλλέγειν, sammeln, zusammenhaufen. |
μαθαίνω, μανθάνειν, lernen, vernehmen; εθίζειν, gewohnen, angewohnen; Εθίζεσθαι, sich angewohnen. |
μαϊνα, Imper. Von |
μαϊνάρω (it. Mainare), καταστέλλειν, vela dimittere, die Segel streichen; Είκειν,weichen, nachgeben. |
μαϊστρος ο (it. Maestrale), ο σκίρων, ο αργέστης, der Nordwestwind. |
μακελεύγω, κρεουργείν, σπαράττειν, schlachten, hinschlachten;στρεβλούν, βασανίζειν, peinigen, martern. |
μακελειό το (macellum, μάκελον), το κρεουργείον, das Schlachthans. 148.6 |
μαλάκα η (μαλακός, μαλάσσω), siehe τυρί. |
μάλαμμα το (μαλάσσω), ο χρυσός, das Gold. |
μάλαντρο το, το μάλαθρον, der Fenchel. |
μάλι το (μαλλός?), ο θησαυρός, der Schatz. 55.29 |
μαμή η, η μαία, die Hebamme. 96.4 |
μαμμά το (in der Sprache der lallenden Kinder wie altgr. Μάμμα; ebenfalls |
μπουνμπούν = Wasser), άρτος, Brot; |
θέλω μαμμά, μαμμάν, μαμμάν αιτείν. |
μάμμου, μάμμα, φάγε (von kleinen Kindern, siehe μαμμά). |
μάνα η, Plur. Μάναις und μανάδες, μάμμα, μάμμη, μήτηρ, amma, Mutter. 150.6 |
μανιάκι το, το μαννάκιον, ο μανιάκης,ο κλοιός, das Halsband. 206.3 |
μανίζω (μήνις, μανία), παροξύνεσθαι, αγανακτείν, sich argern, bose werden. 294.15 etc. |
μανίκα η, manica, η χειρίς, der Aermel.M199 |
μανίκι το (ven. Manin, it. Maniglio), ψέλλιον, das Armband. |
μάνιτα η (μανία), η οργή, ο χόλος, iracundia, die Aufregung, der Zorn. |
μανίτης ο, ο αμανίτης, ο μύκης, der Erdschwamm, der Champignon. 38.16 |
μανταλόνω, μανδαλούν, μοχλούν, verriegeln. |
μάνταλος ο, ο μάνδαλος, ο επιβλής, der Thurriegel. |
μαντατεύγω = μηνυτεύγω. |
μαντάτο το ( mandatum, it . Mantato ) , η αγγελία , nuncium , die Botschaft , die Nachricht . Davon μαντατοφόρος ,.- |
αγγελιοφόρος nuncius, der Bote. |
μαντινάδα η (ven. Matinada, it. Matinata), το δίστιχον. |
μαντύλα η (μανδύας, it. Mantile), mantele, το χειρομάκτρον, das Handtuch. |
μαντύλι το, το ρινόμακτρον, das Taschentuch. |
μαραγκιώ und μαραγκιάζω, μαραίνεσθαι, marcescere, verwelken. 164.2 |
μάραθο το, το μάραθρον, der Fenchel. II.84.1 |
μαργέλλι το, το μαργέλλιον, το μάργαρον, die Perle. 166.1 202.4 etc. |
μαριόλος (it. Mariolo), πανούργος, schlau 127.17 202.4 |
μαρόνω, bei den Sphak. Statt μαλώνω, επιτιμάν, zanken.101.1 |
μαρουβάς ο (vgl. Mera uva), οίνος παλαιός, alter Wein. 254.22 |
μάρωπο το (vgl. Μάλον, ovis), η αμνή, agna, das weibliche Lamm. |
μασκαράς ο (ven. Mascara), σκώπτης, εμπαίκτης, Spotter; Καταγέλαστος, lacherlich. |
μασούρι το (turk. Massur), ο κάλαμος, η κάνα, das Rohr. |
μάστορας ο (it. Mastro, maestro), ο τεχνίτης, der Meister, der Kunstler. |
μαστραπάς ο (Εtym?), o ποτήρ, das Trinkgefass. 302.14 |
ματζιέτα η (vgl. Mugio, μυκάομα), δάμαλις, juvenca, die junge Kuh. |
ματόνω = αιματόω. |
ματζιοράνα η (it. Maggiorana),το αμάρακον, der Majoran. 293.18 |
μαυλιστής ο, μαυλίστρα η, μαυλιστής, μαστροπός, Kuppler. |
μαύρος, Adj. Μαύρος, μέλας, schwarz; Subst.o μαύρος, ίππος, der Rappe,das Ross. |
μαχόνω (μάχομαι), βιάζειν, συστέλλειν,zwingen, einschranken, beschranken. |
μεγαλοβδομάδα η, = η μεγάλη εβδομάς,die heilige Woche, die Charwoche.μεγάρος, μεγαροβδαμάδα bei den Sphak, |
Μεγάλος μεγαλοβδομάδα. |
μεϊντάνι το (turk. Meϊdan), το φανερόν, ein offentlicher Platz. 60.17 etc. |
μελιγούνι το, ο μύρμηξ, die Ameise. |
μελισσός (μέλισσα), μελίχρους, honigfarbig (von Ochsen). |
μελτέμι το (turk. Meltem), ο ζέφυρος, der Zephyr. 69.5 |
μένω wie ξωμένω, διανυκτερεύειν, ubernachten, die Nacht zubringen. 252.20 |
μέρμηγκας ο, ο μύρμηξ, die Ameise. 92.1 |
μερντσάνι το (turk. Merdjan), το κοράλλιον, die Koralle. |
μερόνω, ημερούν, δαμάζειν, zahmen, bandigen. M.9.M.229. |
μεροξημερόνομαι und μερνοξημερόνομαι, d.h. Ημεροξημερόνομαι, νυχθήμερόν που διατρίβειν oder διάγειν, |
irgendwo Tag und Nacht zubringen. |
μερός ο, ο μηρός, der Oberschenkel. |
μερτικό το, το μέρος, η μοίρα, der Antheil. |
μέση η (μέσος), η οσφύς, die Hufte. |
μεσημεράς ο (μεσημέρι, jemand, der bei der Mittagshitze herumlauft und mit den Mittagsgeistern verkehrt, in |
welchem Falle er auch νέραϊδος heisst),άφρων, unsinnig; Βωμολόχος,Lustigmacher, Hanswurst. |
μεταγνώθω = μεταγιγνώσκειν, bereuen. |
μετρημένος = λελογισμένος, λογικός, besonnen. 33.7 |
μήμπα, μήπως, μη, μών, num? Doch wol nicht? |
μην = μη. |
μηνυτεύγω, μηνύειν, προδιδόναι, verrathen. |
μηνώ, μηνύειν, renunciare, durch einen Boten melden, benachrichtigen. |
μιαρός, Adj. Μιαρός, frevelhaft; Subst. |
το μιαρό, gewohnlich τα μιαρά, οι θήρες, die Raubthiere. |
μιζήθρα η (μίσγω, misceo), siehe τυρί. |
μιλιούνι το (it. Millione), εκατόν μυριάδες, εκατομμύριον, eine Million. |
μιλώ, ομιλείν, λαλείν, reden, sprechen.107.8 131.43 etc. |
μιναρές ο, (turk. Minare), Thurm einer Moschee, Minaret. 60.11 |
μιντάτι το (turk. Imdat), επικουρία, auxilium, die Hulfe, die Hulfstruppen. |
μισεύγω (mitto, missus), απέρχεσθαι, weggehen, abreisen. |
μίστατο το (it. Mestato), Flussigkeitsmass = 8 Okka Oel oder = 12 (auch 14) Okka Wein. 116.11 251.32 |
μιτάτο το (it. Comitato; comitatus), εταιρεία ποιμένων, Hirtengesellschaft, Hirtenhaus 102.8 |
μιτιρίζι το ( turk. Meteris ), ο προμαχεών , το προτείχισμα , propugnaculum , die Schutzwehr, die Vormauer. 51 .25 |
μιτσός = μικρός. |
μνώγω, ομνύναι, schworen. 121.17 230.10 |
μόδος ο (modus, it. Modo), ο τρόπος, die Art, die Weise. |
μολογώ, Fut. Θα μολοήσω (ομολογείν), εκφέρειν, enunciare, melden, verrathen. |
μοναστήρι το, μοναστήριον, Kloster; ναός, die Kirche. |
μοναχογιός, μοναχοθυγατέρα, einziger Sohn, einzige Tochter. |
μονετσιά τα (munitiones), τα πολεμοφόδια, die Munitionen. |
μονοιάζω (ομόνοια), συντίθεσθαι, ubereinkommen. |
μονομερίζω (μόνος μέρος), συλλέγειν versammeln. |
μονομεριώ und μονομερίζομαι, συνάγεσθαι, zusammenkommen. |
μονομιάς, διά μιάς, αθρόως, auf einmal, fr.tout d'un coup. |
μονοπάτι το (μόνος πατέω), η ατραπός, ο στίβος, der Fussteig. |
μονοχνοτώ ( μόνος χνώτα , siehe dasselbe ) , ομονοείν , ubereinstimmen ; Εφορμάν , auf jemand lossturmen . 206 .2 .... |
μοντάρω (ven. Montar, it. Montare), επιφέρεσθαί τινι, auf jemand losgehen, lossturmen. 206.2 |
μονωρίτικος (μόνος ώρα), μιάς ώρας, einstundig. |
μότσιος (it. Mozzo), αμβλύς, stumpf. 278.15 |
μουγκούμαι, μυκάσθαι, mugire, brullen. 263.22. |
μουζντές ο (turk. Musde), ευαγγέλια, die Freudenbotschaft. |
μουζούρι το (it. Misura, mensura), Getreidemaass = 16 biss 20 Okka. 19.38 307.10 |
μουϊδέ = μηδέ 66.4 |
μουκαρέμι το (turk. Mukarem, mukarik), αγγελία, die Nachricht. |
μουλαζίμης ο (turk. Mulahasim), neugr. Ο ανθυπασπιστής, der Lieutenant. |
μουλάρι το (mullus, it. Molo), o ημίονος, der Maulesel. 254.13 |
μουντίζει (fundere?) συσκοτάζει, νύξ επέρχεται, advesperascit, es wird Abend.30.33 282.31 |
μουντίζομαι, υπό της νυκτός καταλαμβάνομαι von der Nacht uberrascht werden. |
μουντίρης ο (turk. Mudir),έπαρχος Bezirksvorsteher. |
μουράκι το (siehe μούρη), προβολή, κορυφή, die Bergspitze. |
μούρη η (vgl. Μούτρο, mucro und mons) = acies, πρόσωπον, das Gesicht, die Spitze. 133.8 245.50 etc. |
μούρκι το (turk. Mulki), κτήμα, das Landgut. |
μουρνιά η, η μορέα, η συκάμινος, der Maulbeerbaum. |
μουρτάτης ο, (turk. Murtad), αποστάτης, renegat. 45.9 |
μουσαφίρης ο (turk. Mussahfir), o ξένος, der Gast |
μουσίρης ο (turk. Mussir) = διoικητής. |
μουστάκι το, ο μύσταξ (it. Mustacchi), der Schnurrbart. 244.8 |
μούτρο το (vgl. Mucro, μυκτήρ, μύττω; μύτη heisst die Nese) = acies, το πρόσωπον das Angesicht. 134.40 |
μπά, Abkurzung von μπαμπακερά, wie ξά = μεταξωτά (vgl.Altgr.Κρά fur κράνος, κρί fur κριθή), βύσσινα, baumwollen |
μπαγιονέτα η (it. Bajonetta), η λόγχη, die Lanze. |
μπάγκος ο (ven. Banco, it. Banca),το βάθρον die Bank, 280.7. |
μπαδιέρα η (it. Bandiera), τα σημεία, η σημαία, die Fahne. 33.13 |
μπαίνω, εμβαίνειν, eintreten; Άρχεσθαι, anfangen. |
μπαϊράκι το (turk. Baϊrak) = μπαδιέρα. |
μπαϊραχτάρης ο (turk. Baϊraktar), o σημαιοφόρος, signifer, der Fahnentrager. |
μπάλα η (ven. Bala, it. Palla), η σφαίρα, die Kugel. |
μπαλάσκα η (ven. Balasca, it. Palascio), die Patronentasche, der Patronenbehalter.35.40 |
μπαλωθιά η (ven. Balota, it. Pallotta), βολή, ψόφος όπλου, der Flintenschuss, der Schuss. |
μπαλόνω (vgl. Εμβάλλω, παλαιός, pallium, pannus, it. Palliare), επισκευάζειν,αναρράπτειν, ausflicken, ausbessern. |
μπάμια η , = Eine agyptische Pflanze , deren pyramidale , citronenfarbige Frucht innerlich mit mehrern dichten Reihen von, |
weissen Kornern gefullt ist; fr. Bamier M.234. |
μπαμπάκι το (it. Bambagio), ο βυσσός, die Baumwolle. |
μπαμπάλης ο, η λάμια, η μορμώ, mania, ein boser Geist, der Popanz. |
μπαμπάς ο (turk. Baba), auch μπαμπάκας, πάππας, ο πατήρ, papa, der Vater. |
μπαμπέσης (it. Babbuasso), δόλιος,listig. |
μπαμπεσιά η, δόλος, die List. 37.16 etc. |
μπάντα η (it. Banda), η πλευρά, τα πλάγια, die Seite. 128.13 175.8 |
μπαξίσι το (turk. Bakzisch), η αμοιβή, der Geldlohn. 32.17 48.74 133.131 |
μπάρμας ο (it. Barba), ο θείος, der Oheim, der Onkel. |
μπαρμπέρης ο (it. Barbiere), o κουρεύς, ο κομμωτής, der Barbier. |
μπαρντάκι το (turk. Bardak), το ποτήριον΄, das Trinkglas. 59.27. |
μπαρούτι το (turk. Barut), η πυρίτις (κόνις), das Schiesspulver. |
μπάς = μήμπα 121.14 |
μπάσης ο (turk. Basch = Haupt) = αγός, Fuhrer. 136.2 - (Gewohnlich in den Zusammen-setzungen μπίνμπασης, turk. |
Bin-basch =χιλίαρχος, γιούσμπασης, turk. Jus-basch =λοχαγός etc.) |
μπατάγια η (it. Bataglia), η προσβολή, επιδρομή, der Angriff. |
μπαταρία η, (ven. Bataria, it. Batteria), στίχος βολών, mehrere Schusse nacheinander. 34.28 |
μπατσάρομαι (it. Abasciata), αναλαμβάνειν, ubernehmen. M. 255 |
μπεγεντίζω (turk. Behendi), τιμάν, diligere, achten. 74.41 |
μπεγίρι το (turk. Begir), ο ίππος, das Pferd. |
μπέης ο (turk. Beϊ), άρχων, Furst, Gebieter. |
μπελάς ο (turk. Bela), βάρος, die Beschwerde. |
μπέλα η (bella), Adj. Καλή, schon; Subst. η ερωτίς, die Geliebte. |
μπελίκι (turk. Belki), ίσως vielleicht. 48.46 |
μπέμπω, πέμπειν, senden. 200.1 etc. |
μπένα η, penna, ο κάλαμος, το γραφείον, die Schreibfeder. |
μπεντένι το (turk. Beden), το τείχος, moenia, die Mauer. |
μπερέτα η (it. Berretta), μίτρα, Kopfbinde, Mutze.133.100 |
μπέσα η (turk. Bess), pax, ειρήνη, der Friede. 28.33 52.73 |
μπέτης ο (it. Petto), pectus, το στήθος, die Brust. 200.7 |
μπήχνω, εμπηγνύναι, einschlagen, hineinschlagen. |
μπιζελίκι το, (turk. Biselik), Ring um die Flinte. |
μπίμπασης ο (turk. Bin = tausend, basch = Haupt, siehe μπάσης), χιλίαρχος,Major. |
μπινίσι το (turk. Biniss), χιτών, palla, Obergewand. 133.132. |
μπιρντένι (turk. Birden), παραχρήμα, αθρόως, sogleich, auf einmal. |
μπισταγκωνίζω (οπισθάγκων), αποστρέφειν τας χείρας εις τουπίσω,jemand die Hande auf den Ruckenbinden.61.30. |
μπιστεύγομαι, πιστεύειν, vertranen; |
μπιστεμμένος = πιστός, treu. |
μπιστόλα η (it. Pistola), die Pistole. 51.31 |
μπιστός und μπιστικός, πιστός, treu.174.1 etc. |
μπλέκω, εμπλέκεσθαι, sich verwickeln. |
μπλιό, Adv. Πλέον, ήδη, mehr, schon. 109.2 123.17 186.24 etc. |
μπλοκάρω (it. Bloccare), πολιορκείν, κατακλείειν, belagern, blokiren. 52.10 |
μπλόκος ο (it. Blocco), η πολιορκία, die Belagerung. |
μπογάζι το (turk. Boghas), το ρεύμα, der Strom. 109.3 |
μπόϊ το (turk. Boϊ), Gen. Μπογιού, το ανάστημα, die Statur. 245.28 304.9 |
μπολέτι το (ven. Boletin, it. Bulletino), ο κλήρος, το λάχος, das Loos. 1.9.11. |
μπόλια η (it. Boglia), περιβόλαιον, der Mantel. |
μπολιασάρης, μπολιασάρικος und |
αμπολιάρης (it. Bolla, vgl.αμπολιάζω), σημειωτός, bezeichnet, gekennzeichnet.90.12 |
μπομπή η, χλεύη, όνειδος, Spott, Hohn. |
μποντικός ο (ποντικός, πόντιος), μύς, Maus 111.12 ΙΙ.94 |
μπορέτως, δυνατόν, ίσως, moglicherweise. 47.50 172.15 |
μπορώ (ευπορώ), δύναμαι, konnen. |
μποτόνι το (it. Bottone), goldenes Geschmeide in Perlenform. |
μπότσα η (it. Botte), ο βίκος, das Fass.256.16 |
μπουγιουρντί το (turk. Bujurti), το πρόσταγμα, το διάταγμα, der Befehl. |
μπουζουνάρα η, ( vgl. Πουγγί , it. Buco , buchi , ζωνάριον , ζώνη , zona ), κόλπος, προσκόλπιον, die Tasche. 254.11 |
μπούκα η (bucca, it. Bocca), το στόμα der Mund. |
μπουκιά η, bucca, ο ψωμός, ο βλωμός, der Bissen. 130.17 253.18 |
μπούρμπουρα, Adv. Auch μπρούμυτα (πρό μύτη, siehe dasselbe), πρινής, auf der Nase.35.162. |
μπούμπουρας ο, η βομβύλη, ο βομβυλιός, die Ηummel. |
μπουνταλάς (turk. Budala, vgl. Βούς), παχύνους, αβέλτερος, bardus, albern,dumm. 49.33. |
μπουρλότο το (it. Bruloto), πυρπόλοςναύς, der Brander. |
μπουρμάς ο ("Das Wort Bourma bedeutet soviel als ein Mann, der einen turban tragt.Die Kreter pflegten, als die Turken |
Kreta eroberten, Turbane zu tragen; die Kinder, die aus den Ehen zwischen den turkischen Eroberern und |
den einheimischen kretischen Frauen entstanden, sind nicht von rein turkischem Geblut, weshalb die echten Turken |
aus Konstantinopel, auf diese kretischen Turken herabsehen, und sie oftmals, im Zorne mit dem Beinamen, Bourmades, |
schimpfen" Elpis Melena, Kreta - Biene.-Das Wort μπουρμας wird seitens der Christen nur gegen die Turken gebraucht |
und bedeutet soviel als). Ασεβής, άθεος, gottlos. 61.89. |
μπουρμπάδα η (it. Bombarda), Bombarde, Kanone. |
μπουτσουνάρα η (bucca, it. Bocchino), στόμιον, Kleine Mundung. |
μπράτσο το (it. Braccio),ο βραχίων, der Arm, die Elle. 142.19 etc. |
μπρέ = μωρέ (siehe μωρός). |
μπρίκι το (engl. Brig), neugr. Το βρίκιον, ein zweimastiges Schiff, die Brigg. |
μπρόβα η, (proba, it. Prova), μέγα έργον, die Grossthat. |
μπρόκα η (it. Brocco, brocciare), ηλίσκος, kleiner Nagel. |
μπροντερεύγω und μπροστερεύγω, προτερεύειν, παρατρέχειν τινά, uberholen. |
μπρόντζινος (it. Bronzo), χαλκούς, aus Erz, ehern. 76.2. |
μπροσκάδα η (έμπρος καθίζω), η ενέδρα, der Versteck. |
μπροσπερνώ = μπροντερεύγω. |
μπροσπόδι το, das Fussende des Bettes. 103.13. |
μπροστάρης ο, κριός ή τράγος, ηγεμών, der Leithammel. 102.7 120.4 |
μπροστινός, πρόσθιος, ηγεμών, Vorganger, Fuhrer. |
μπυχνός, πυκνός, dicht. |
μρέ = μωρέ (siehe μωρός). 35.15 |
μύγια η, η μυία, die Fliege. |
μυγιάζομαι, οιστράν, οιστρηλατείσθαι. |
μυρολογιού μυρολόϊ το, Gen. (μύρω, μύρομαι),θρηνωδία, Trauergesang, Klagelied. |
μυρωδιά η (μύρον), οσμή, der Geruch. |
μυστρί το, (μύστρον), ο υπαγωγεύς, die Mauerkelle. 271.25 |
μωρός = νήπιος, kindisch, albern; Μωρέ, μπρέ, auch μρέ! Ούτος! Ώ ούτος, heus! du! Du da! |
Ν |
|
να, 1)soviel als ινα, 2) soviel als αν,εάν, si, wenn, 3) wie εν (siehe dasselbe)= ιδού ecce, fr. Voila oder voici, 4)=λαβέ, |
hier! nimm! |
νάδης, Νάδης ο (auch νάδη το), ο άδης, Άιδης, die Unterwelt, die Holle. 144.5 145.1 208.4 etc. |
νάζι το (turk. Nas), ο ακκισμός, Ziererei M.174 M.182. |
νάμι το (turk. Nam), η δόξα, το κλέος, der Ruhm. 302.8 |
νανά (ναννίον, it. Nana), schlaf, Kindlein! schlaf! |
ναναρίζω, βαυκαλάν, einwiegen, einsingen. 95.8 |
ναργιλές ο (turk. Narghileh) turkishe Pfeife, der Narghileh. 57.29 |
νάτο το (nota), νεύμα, der Wink. 199.5 |
ναύκληρος ο, ναύκληρος, Schiffsherr, Schiffsleiter. 129.13 etc. |
ναύρας (να εύρισκα = wenn ich fande), ein fauler Mensch der immer sagt: o wenn ich nur das finden konnte! |
νάχας ο (να'χα, d.h. Να είχα = wenn ich hatte, siehe ναύρας), ein fauler Mensch.νε, Suffix zu der ersten person Plur |
(such dritte Person Sing. Imperf.) Med. und Pass.,als: συνορίζομέστανε (fur συνοριζόμεστα =συνοριζόμεθα), |
δέρνομέστανε, εχτυπούμε-στανε, ήρχομέστανε, ήρχοντονε, ήτονε. 48.42 |
νενέ η (turk. Nene), η μήτηρ, die Mutter. |
νεράντζι το (it. Naranzio, arancio), χρυσόμηλον, die Pomeranze. |
νιννί το, νιννίον, Kindlein, Puppchen; Η γλήνη,η κόρη, die Pupille. |
νιότη η, Plur. Τα νιότα und τα νιάτα, η νεότης, die Jugend. 102.3 137.6 218.10 etc. |
νιούς, Gen. Von γείς, siehe dasselbe. |
νόβα η (it. Nuova), res nova, το νέον, το νεώτερον, die Neuigkeit. |
νοικοκύρης ο, Subst.(οίκου κύριος),οικοδεσπότης, Hausbesitzer; Adj. Εύπορος, wohlhabend, reich; Fem.νοικοκερά |
η, Subst. οικοδέσποινα, Herrin, Adj. Wirthschaftlich; |
νοικοκύρισσα, Adj. Εύπορος, wohlhabend, reich. |
νομάζω, ονομάζεσθαι, όνομα φέρειν, sich nennen; Νομάζω 'ς την Τουρκία, ich trage einen turkischen Namen, ich bin |
ein Turke. 48.22 |
νομάτοι οι (d.h. Ονομάτοι), άνθρωποι Personen, Individuen. |
νοματίζω, ονοματίζειν, nennen. 138.1 |
νοτικά, Adv. Προς νότον oder μεσημβρίαν, Sudwarts, gen Sud. |
νούρι το (turk. Nur), πνεύμα φώς, Geist, Licht (Zartlichkeitswort). |
ντά = ίντα. 21.37 etc. |
νταβραντώ (turk. Davrand), υπομένειν, φέρειν, ertragen, erdulden, aushalten.45.9 48.41 50.6 244.29. |
νταγιαντώ und νταγιαντίζω = νταβραντώ. |
νταδάκι το, Dimin. Von οντάς. |
νταμόνω und ανταμώνω, αντάν, απαντάν, begegnen. |
νταμουλάς ο (turk. Damula), αποπληξία, Schlagfluss, Apoplexie. |
νταμπακιέρα η (it. Tabacchiera), καπναποθήκη, die Tabacksdose. |
νταμπουράς ο (turk. Tabura), κιθάρα, eine Art Zither. |
ντάργα η (ven. Darga, it. Targa), ασπίς, πέλτη, Schild. 153.8 |
ντελής (turk. Deli), ανδρείος, tapfer, standhaft. 42.6 |
ντελίδικη (seihe τέλι) μπάλα, eine mit Draht versehene Kugel, die todtliche Wunder herbeifubrt. |
ντελικανής ο, (turk. Deli kanli), νεανίας ακμαίος, ein bluhender junger Mann. 59.11 |
ντελίνι το . , ( turk. Delin vom it . Nave oder vascello di linea ) , μακριά ναύς πολεμική , τριήρης , das Linienschiff.. . |
ντελόγκως (it. Non lungo?), αυτίκα παραχρήμα, sogleich. 250.6 |
ντέλομαι (delirare), διακαώς ποθείν, desiderare, lebhaft wunschen. |
ντένι auch ντέντενο το (τείνω), η κρεμάθρα, der Stiel, der Fruchtstiel. |
ντενιέτας ο (dignitas?), διάκονος, ακόλουθος, Officiant, Adjutant. |
ντεσκερές ο (turk. Teskere), γραφή πίστις, Schrift, Beglaubigungsschein. |
ντεφτέρι το (turk. Tefter), κατάλογος, απογραφή (neugr. Κατάστοιχον), Register, Verzeichniss. |
ντολάπι το (turk. Dolap), οψοθήκη, der Speiseschrank. 254.75 |
ντοναμάς ο (turk. Donanma), στόλος, die Flotte. 245.12 |
ντουμάνι το (turk. Duman), καπνός, Rauch. |
ντουνιάς ο (selten ντουνιά η) (turk. Dunia), ο κόσμος, die Welt. 30.4 M.36 |
ντούρος (durus), σταθερός, μόνιμος, fest, anhaltend. |
ντουσουντίζω (it. Desidare), διανοείσθαι, nachdenken. |
ντρακάρω (it. Attracare), προσβάλλειν, angreifen. |
ντραντάφυλλο το, d.h. Τριαντάφυλλο το, το ρόδον, die Rose. 134.10 |
ντραντάχρονο το, d.h. Τριαντάχρονο, τριακονταετηρίς, eine Periode von 30 Jahren. |
ντροπιάζω, εντρέπειν, καταισχύνειν, beschamen. |
ντύνω, ενδύνειν, ενδύειν, ankleiden. 108.5 |
νυχτοπαραδέρματα τα, νυκτεριναί, ταλαιπωρίαι, nachtstrapazen. 240.29 |
νώμος ο, ο ώμος, die Schulter. 31.40 298.10 |
Ξ |
ξά τα, d.h. Μεταξωτά, μετάξινα σηρικά, aus Seide, seiden (vgl. Μπά). |
ξαγγριγεύγω, εξαγριαίνειν, εξαγριούν, zornig, scheu machen. 48.40 204.5 etc. |
ξαγοράρης ο (εξαγορεύω), sonst |
πνεμματικός der Beichtvater. 40.35 |
ξαθός, Adj. Ξανθός, blond; Subst. |
η ξαθή, η ερωτίς, das Liebchen. 279.19 etc. |
ξαμόνω(examen,it. Esaminare),μετρείν, δοκιμάζειν τι, messen, propiren;στοχάζεσθαί τινος, nach etwas zielen.36.10 |
ξανοίγω, βλέπειν, schauen, ansehen; θηράν, nach etwas streben. 282.16.254.29. |
ξαντό το (ξαίνω), το τίλμα, ο μοτός, gezupfte Leinwand fur Wunden, die Charpie. |
ξαρέσιο το (αρέσω, εξαρέσκομαι), λίγνευμα, ήδυσμα, liebliche Speise, Leckerbissen. 220.2 |
ξαρρωστικό το, βρώμα αναρρωτικόν, Nahrung fur einen Reconvalescent. |
ξεβαρκάρω (it. Sbarcare), αποβιβάζειν, ausschiffen, ausladen. |
ξεβγάνω (βγάνω, d.h. Εκβάλλω), αφανίζειν, καταλύειν, vernichten. |
ξεβυζάνω (siehe βυζί), απογαλακτίζειν, ablactare, den Saugling entwohnen, absetzen. |
ξεγκρούβγω (vgl. Gurges und fr. Croup), σώζειν τινά της πνιγμονής, jemand vom Ersticken retten. 13.63 |
ξέγνοιος (έννοια), άφροντις, αμέριμνος, sorglos. |
ξεγνοιώ und ξεγνοιάζω, των φροντίδων, απολύεσθαι, sich von Sorgen befreien. |
ξεδηλιαίνω, δηλούν, ερμηνεύειν, κρίνειν, deuten; Επαληθεύειν,wahr werden, in Erfullung gehen.228.1 201.1 |
ξεζευλόνω (siehe ζεύλα), αποζευγνύναι, abspannen, ausspannen..310.8 |
ξείδι το, το οξείδιον, το όξος, der Essig. |
ξεικάζω, εξεικάζειν, εικάζειν, vermuthen. |
ξέκλωνα, Adv. Επ' άκρων κλωνών, auf der Spitze der Zweige. |
ξεκόβγω (κόπτω), αποχωρείν, sich trennen, sich entfernen. |
ξεκουδουνιάζω, sonst ξελερόνω, αφαιρείσθαι τον κώδωνα, die Glocke abnehmen. 310.7 |
ξεκοφτός, κεχωρισμένος, μόνος, abgesondert, einsam. 267.12 |
ξεμαλουρίζω oder ξεμαλλουρίζω (μαλλός), διαρρηγνύναι, καταρρακούν, zerreissen, zerlumpen. 35.146 |
ξεμιστεύγω (vgl. Μίσγω, misceo, it. Mistia), μαχομένους διϊστάναι, ( Streitende ) auseinander bringen; Ελευθερούν, |
σώζειν, retten. 34.6 116.7 etc. |
ξεμολογώ, beichten, Beichte horen; |
ξεμολογούμαι, εξομολογείσθαι, beichten. |
ξεμουρόνω (seihe μούρη), αποκαλύπτειν την όψιν, das Gesicht enthullen. |
ξενικόσταρο το (ξενικός σίτος), πυρός ο αιγύπτιος, turkischer Weizem, der Mais.240.27 |
ξενιτεύγομαι, ξενιτεύειν, εις την αλλοδαπήν μεταβαίνειν, fortreisen, sich ins Auslandbegeben. |
ξεπατώ, εξαπατάν, πλανάν, betrugen, verfuhren. |
ξεπεζεύγω und ξεπεζέφνω oder |
ξεπεζεύνω (πεζεύω), αφιππεύειν,καταβαίνειν από του ίππου, vom Pferde Steigen. |
ξεπετώ, αφίπτασθαι, πετόμενον οίχεσθαι, fortfliegen. |
ξεπέφτω, εκπίπτειν, arm werden; trans. μειούσθαι την τιμήν, den Preis erniedrigen. |
ξεπορτώ (siehe πόρτα), εκβαίνειν, εξιέναι, ausgehen. 294.54 |
ξέρριμα το, κατανομή, die Vertheilung. 61.105 |
ξερρίχνω oder ξερίχνω (ρίπτω), κατανέμειν, ορίζειν, vertheilen, bestimmen. 38.6 61.67 etc. |
ξερός, Adj. Ξηρός, trocken; Subst. Το ξερό, το σκέλος, ο μηρός, der Schenkel (komisch). 253.21. |
ξεροσκάτης ο ( ξηραίνω σκατόν ), κυμινοπρίστης, Κnicker, Geizhals ( vgl. Das Sprichwort: coelum avarus in coeno |
quaerit, der Geizige sucht den Himmel im Koth). |
ξεστεριά η (αστήρ, αστέριος), αιθρία heiterer Himmel, heiteres Wetter. 196.1 |
ξεστήχου, Adv. Εκ στήθους, από στόματος, διαρρήδην, ausdrucklich 46.5 |
ξεστρίφνω, αναστρέφειν, ανιέναι, zuruckdrehen, nachlassen; |
εξέστριψα oder εξέστριψε η βίδα μου, mir ist der Kopf verdreht, ich bin verruckt. |
ξετρέχω, διώκειν, ιχνεύειν, vestigare, nachlaufen, nachspuren. |
ξετρυπώ, καταντάν, καταλήγειν, anlangen. |
ξεφαντόνω (φαίνομαι?), ευωχείσθαι, ειλαπινάζειν, τέρπεσθαι, schmausen, sich belustigen. 19.20 etc. |
ξεφάντωσι η, οι γάμοι, τα γαμοδαίσια, das Hochzeitsfest. |
ξεφουντόνω (εκφύω, φυτόν), εξανθείν, aufbluhen. 30.4 |
ξεχαλαρόνω (χαλαρός, χαλάω, vgl. Χάλιξ), καθαιρείν, diruere, destruere, zerstoren. 52.4 |
ξέχωρα, Adv. Ιδία, insbesondere.133.6 |
ξοδιάζω (εξοδιάζειν), δαπανάν, ausgeben.. |
ξόμπλι το (exemplum), κροσσός, θύσανος, die Franze, die Troddel. |
ξομπλιάζω, κροσσούν, θυσάνοις ποικίλλειν, mit Quasten oder Troddlen schmucken, verzieren. 102.9 |
ξυράφι το, το ξυράφιον, το ξυρόν, das Rasirmesser. |
ξωμένω (έξω μένω, vgl. Μένω), διανυκτερεύειν, ubernachten. 148.1 168.2 etc. |
O |
όβγορο το (βγαίνω, εκβαίνω), περιωπή, σκοπιά, Αussichtspunkt. 130.12 161.3 |
Oβρηός = Εβραίος, Jude. |
ογιά = για. |
ογρός, υγρός, διάβροχος, nass. 167.2 etc. Davon ογρασιά η, η υγρασία, die Feuchtligkeit. |
οδύνη η, η οδύνη, το άλγος, der Schmerz. |
όθεν (auch οθέν), προς, versus, gen, nach; |
όθεν τη δύσι, ad occidentem versus. 244.7 |
οχθός, εχθρός, Feind. 79.8 etc. |
οκκά oder οκά, Gewicht =2 1/2 Pfund256.23 |
ολημερνής und ουλημερνής, Adv. Δι' όλης ημέρας, den ganzen Tag hindurch. 241.11 etc. |
οληνυχτής und ουληνυχτής, Adv.Την νύχτα όλην, πάννυχα, die ganze Nacht hindurch. |
ολοπλούμιστος (siehe πλουμί), καταπεποικιλμένος, κατάστικος, bunt geschmuckt, schmuckvoll. |
ομάδα η, ομάς, στίφος, Truppe. 258.11 |
ομάδι, sonst μαζί, ομαδίς, ομού, zusammen. 110.3 |
όμορφος, εύμορφος, ευειδής, καλός, hubsch, schon. |
ομπρός, έμπροσθεν, προ, ante, vorn, voraus. |
ονομής und όνομης (όνομα) για = willen;για όνομης θεού oder για όνομα θεού,um Gottes willen; Για όνομής σου, |
oder για ονομής σου, deinetwillen, deinetwegen. |
ονόστιμος, εύχυμος, ηδύς, schmackhaft, wohlschmeckend. |
οντάς ο (turk. Oda), η οικλία, die Wohnung; το ανώγαιον, das obere Stockwerk. 133.64 etc. |
όντε, ότε, όταν, επειδάν, quum, wenn, wann. |
οξαποπίσω, ύστερον, εξής, hernach, dann. |
όξω, έξω, εκτός, ausserhalb; Όξω και να=ausser wenn. |
οπέρυσις, Adv. Πέρυσι, vorigen Jahres. |
όποιος, Gen. Ότινος, όστις, ός αν, qui, wer. |
ορά η, η ουρά, der Schwanz. |
oρανός ο, ο ουρανός, der Himmel. 2.10 80.6 |
όργητα η, η οργή, der Zorn. |
ορδινιάζω (ordinare), παρασκευάζειν, zurecht machen, vorbereiten. |
όρθα η, η όρνις, η αλεκτορίς, die Henne. |
ορίζω,κύριον είναί τινος, κυριεύειν, τινός imperare, herrschen, gebieten;Ορισετε,bemuhen Sie sich; Καλώς ωρίσετε, |
willkommen. 27.1 228.2 253.2 etc. |
ορισμός ο, το πρόσταγμα, der Befehl. |
ορμηνεύγω (mit Gen.), ερμηνεύειν, διδάσκειν, belehren; Οδηγείν, jemand den Weg weisen. |
ορνικός (όρνις), μονίας, έρημος, einsam, verlassen (vom Vieh). |
ορντού το (turk. Ordu), στρατός, das Heer. |
ορτάκης ο (turk. Ortak), συνέταιρος, εταίρος, Compagnon, Kamerad. |
ορπίδα η, η ελίς, die Hoffnung. |
ορχιούμαι, ορχείσθαι, springen, spielen. 187.3 |
ότι να (Zukunft), όταν, επειδάν, ως πρώτον, wenn, sobald; Ό τι και (Vergangenheit), ηνίκα, ότε, ουκ έφθη -και, als, |
kanm. 255.8 34.27 etc. |
ουλημέρα und ουλημερνής = ολημερνής |
ουληνύχτα und ουληνυχτής = οληνυχτής. |
οφαλός ο, ο ομφαλός, der Nabel. |
οφέτος (επί έτος), τήτες, το τήτες, heuer, in diesem Jahre 254.1 Davon φετεινός. |
όφκαιρος (εύκαιρος), κενός, leer; Ου πεπληρωμένος, ungeladen. 244.26 |
οφτός, οπτός, gebraten. |
όχεντρα η, η έχιδνα, vipera, die Otter. 299.21 |
όχερη η, η εχέτλη, stiva, die Pflugsterze, der Stiel. 274.17 |
οψαργάς,auch οψές αργάς, χθές καθ'εσπέραν, gestern Abend. |
οψές (οψέ), εχθές, χθές, gestern. |
όψιμος, όψιμος, serotinus, spat, Spatling. |
Π |
πά (nur vor να) = (πάω, πάεις, πάει, πάμε,πάτε, πάνε), siehe πάγω. |
πά = επά. |
παγόνι το (it. Pavone), pavo, ο ταώς, der Pfau. 231.4. |
πάγω, πάω und πά, zweite Person (πάγεις), πάεις, πάς und πά,dritte Person (πάγει),πάει und πά,Plur.Πάμε und πά, |
πάτε und πά, πάσι πάνε, πάν und πά (vgl.Θέλω), Aor. Επήγα, Imper.άμε, Plur. Αμέτε; (υπάγω), έρχεσθαι, |
ιέναι, gehen; Άγειν, fuhren; Φέρειν, bringen.133.32 162.5 etc. |
παζάρι το (turk. Pasar), η αγορά, το πωλητήριον, der Markt; Η συναλλαγή, der |
παθιώ und πατώ, πατείν, treten; Αιρείν, erobern. 52.4 M.145 M.214. |
παιγινιδιώτης ο, στοχαστής, guter Schutze, Zieler. |
παιδί το, παίς, Kind; Παιδιά, Fragwort άρα, αρά γε; ne? (siehe άτζεμπα und πούρι). |
παίζω, παίζειν, spielen; Βάλλειν, schiessen. |
παινεμένος, περιβόητος, gepriesen, beruhmt. |
παινώ, επαινείν, loben. 48.48 |
παλαμίζω und παλαμάρω (it. Spalmare), πισσούν, επιχρίειν, ein Schiff theeren. 133.89.299.15 |
πάλι, αύ, αύθις, wieder; Πάλι και oder πάλι και δε (auch πάλι και δε και),ει δε μη, sin aliter, wo nicht, sonst. |
47.63 194.2 etc. |
πανί το, pannus, το πανίον, το ύφασμα, το λίνον, das Tuch, die Leinwand; Το ιστίον, das Segel. 16.31 |
πανιέρι το (it. Paniere), panarium, το κανούν, der Korb. |
πάνιστρο το (πανίον), το του ιππνού σάρωθρον, die Ofenburste, der Ofenwischer. |
πανούκλα η,(panucla, panicula), vgl. Πανώλης) ο λοιμός, die Pest. |
Παντελέος ο, ο Παντελεήμων, der Pantaleon (ein Martyrer). |
παντέρημος und παντέρμος, πανέρημος, ganz einsam, verlassen, unglucklich.Davon παντερημάσσω oder |
παντερημιάζω, ganz ode werden. 126.47. |
πανώρηος, πάγκαλος, ausserst schon. |
παξημάδι το, παξιμάδιον, διπυρίτης, der Zwieback. 48.75. |
πάπλωμα το, εφάπλωμα, επίστρωμα, das Oberbett, die Bettdecke. |
παπόρι το (it. Vapore), neugr. Το αμπόπλοιον, das Dampfschiff. 139.11 |
παπούτσι το (turk. Paputschi), το πέδιλον, η εμβάς, der Schuh.131.9 |
παρά, αλλά, sondern. 48.84. 100 etc. |
παραβλέπω, παραφυλάττειν, bewachen. |
παρακατινός, ευτελέστερος, ήττονος άξιος, untauglicher. |
παραλαντίζω und παραλαϊζω ( d. h . Παραρραϊζω, siehe ραϊζω ) , παραρρηγνύναι, διαρρηγνύναι, sprengen. 76.11. |
παραλοϊζω, παραλογίζεσθαι, έξω φρενών γίγνεσθαι, ausser Fassung kommen, den Verstand verlieren. M.213. |
παράς ο (turk. Para), turkische Munze=drei άσπρα; Uberhaupt χρήματα, Geld. |
παρασέρνω oder παρασαίρνω, σαίρειν, σαρούν kehren, auskehren. 246.26 |
παρόν, Αdv.(παρόν, παρών, πάρειμι), ενώπιον, εν όψει, coram, im Angesicht. 31.23 |
παρουκέτο το (it. Parrucchetto), das Vormastsegel. M.95 |
πάρσιμο το (παίρνω), η άλωσις, die Eroberung. |
πάρτη η (pars, it. Parte), μέρος, Theil, Anthcil. |
πάσα = κάθα. 119.4 |
πασαλής ο = (turk. Paschali), υπηρέτης, Βedienter; Μάχαιρα, ξιφίδιον, Messer, Dolch.. 56.34 59.24. |
πασουμάκι το(turk. Beschmak), το σανδάλιον, die Sandale, der Schuh. 166.1 272.20 etc. |
πασπάλη η, πασπάλη, κονία, der Staub. M.109. |
πασπατεύγω (vgl.palpare),ψηλαφάν,ερευνάν, betasten, untersuchen. 55.31 |
παταρία η = μπαταρία. 48.45. |
πάταχος ο, πάταγος, ψόφος, Gerausch, Larm. |
πατέ η, sonst παθιά (πατέω), το πάτημα, τολάκτισμα, der Fusstritt. 59.36 |
πάτζης, Fragewort μυών; Μών ούν; nun? 76.12 283.21 |
πατητήρι το (πατέω), ο ληνός, die Kelter, die Weinkelter. |
πατινάδα η (it. Patinata), νυκτερινή εμμέλεια (νυκτωδία, νυκτομέλεια), das Standche, die Serenade. M.104. |
πάτος ο, πυθμήν, Grund, Boden; Φάραγξ, Schlucht. |
παύτω und παύγω, Fut. Θα πάψω, παύειν, aufhoren. 116.14 |
πάχνη η, Plur. Τα πάχνη, η πάχνη, pruina, der Reif. |
πάω, siehe πάγω. |
πεζεύγω, πεζέφνω oder πεζεύνω (πεζεύω)=ξεπεζεύγω. 65.7 |
πεζούλι το (πέζα, πεζός), η κλισία, scamnum die Erdbank. Davon παραπέζουλο. 301.6. |
πεθύμιο το, επιθυμία, der Wunsch. |
πεθυμώ, επιθυμείν, wunschen. |
πελάτι το, Gen. Πελαθιού, palatium, τα βασίλεια, der Palast, das Schloss.75.5. 76.6 108.1 etc. |
πελέκι το, ο πέλεκυς, die Axt, das Beil. |
πελελός und παλαλός (παλαός, παλαιός), κουφόνους, ανόητος, leichtsinnig, thoricht.117.4 M.6 |
πενηντάρι, πενηνταράκι το, eine 50 μίστατα fassende Tonne. 255.12 |
περακέ (πέρα εκεί), εκεί πέραν, dort druben. 112.1 |
περάτης,sonst διαβάτης (περάω),οδίτης, viator,Wanderer; Επιβλής, repagula,Querbalken, Riegel. Davon περατόνω, |
μοχλούν, pessulum obdere ostio, den Riegel von die Thure schieben. |
περβόλι το (περίβολος), μηλών, pomarium,Obstgarten. |
περδικόπανο το (statt περδικόπανο, πέρδιξ κόπανο), Beiname der Flinte. 191.2 |
περιγιάλι το, αιγιαλός, die Kuste. Davon περιγιαλιάς, Adv., επί του αιγιαλού, an der Kuste. 150.2 |
περιμποκλάδι το, η περιπλοκάς, η σμίλαξ, taxus, der Taxusbaum. 80.4 |
περιορκίζω, πολιορκείν, belagern. 31.88. |
περίπλουτος, ζάπλουτος, steinreich. |
περίττου, Adv. (περιττός), και μάλιστα, und zwar besonders. 254.20 etc. |
περιφανώ, φαίνεσθαι, sich zeigen, sich sehen lassen. |
περπατηξιά und πορπατηξιά η, το βάδισμα, der Gang. |
περπατώ und πορπατώ, Imper. επερπάτου(ν) und επερπάθιουν, επερπάθιες, επορπάθιε, Plur . Επερπατούσαμε , |
επερπατείτε, επερπατούσαν und επερπατούσανε, περιπατείν, βαίνειν, schreiten, gehen. 58.90 129.4 131.38 175.1 |
πεσκέσι το (turk. Peskess), soviel als κανίσκι. |
πέταλο το, το του ίππου υπόδημα, das Hufeisen; Η σπάθη, die Weberlade. 223.16 296.2 Davon πεταλιά η. Μ23. |
πετεινός ο, ο αλεκτρυών, der Hahn. 123.20 127.30 |
πετραχήλι το, το επιτραχήλιον, die Stola. |
πεντοκόντυλο το (siehe κοντύλι), η γραφίς, der Griffel. Davon πετροκοντυλάτος, soviel als σύμμετρος, λεπτός, |
regelmassig, schon, fein. |
πετροκοτσυφός ο, κόττυφος ο κύανος (όμοιος τω μέλανι κοττύφω εστί, φαιός, το δε μέγεθος μικρώ ελάττων, |
ούτος επί των πετρών και των κεράμων τας διατριβάς ποιείται, το δε ρύγχος ου φοινικούν έχει καθάπερ ο |
κοττυφος. Arist. H. an.9.19.), merula, die Amsel. |
πετρόνω (πέτρα), επιθλίβειν, επιπιέζειν, gravare, mit Steinen belegen, beschweren,drucken. |
πέτσα η, (it. Pezza), οθόνιον, das Tuch. |
πετυχαίνω, επιτυγχάνειν, treffen. |
πέφτω, πίπτειν, fallenq πέφτω, mit Gen., συγνώμην αιτείσθαι, um Verzeihung bitten.M.189. |
πηγαίνω und πχαίνω, πηγαίνεις und |
πχαίνεις, πηγαίνει und πχαίνει, Plur. |
πηγαίνομε und πχαίνομε, πηγαίνετε und πχαίνεστε, πηγαίνουνε und πχαίνου(ε);=πάγω (siehe dasselbe). |
πηγούνι το, ο πώγων, das Kinn. |
πήσσω, πηγνύναι, τυρούν, gerinnen lassen.111.6 etc. |
πήχη η, ο πήχυς, die Elle. 266.21 |
πιάνω (πιάζω), πιάνεις etc., Αor. Έπιασα, Imper. Πίασε und πιάς, πιάσετε und πιάστε; λαμβάνειν, nehmen. |
πιάστρα η (it. Piastra), das Flintenschloss. |
πιάτο το (it. Piatto), το τρυβλίον, ηπαροψίς, der Teller. 63.3 |
πιδέξιος, επιδέξιος, δεξιός, gewandt, geschickt. |
πιθαμή η, η σπιθαμή, die Spanne. 118.11 |
πιθάρι το, ο πίθος, ο βίκος, das Fass. |
πιλάβι το (turk.Pilaff),ein turkisches Gericht, welches aus Reis besteht undin Wasser oder Fleischbruhe gekocht und mit |
zerlassener Butter uberzogen wird: Pilaw.Davon πιλαβάς ο, der Pilawfresser, d.h. der Turke. |
πινάκι το, ο πίναξ, το σκαφίον, eine kleine Wanne, ein kleiner Trog; Getreidemaass = 1/2 μουζούρι. 307.75 |
πινομής (επί όνομα) = ονομής. |
πίτερα τα, τα πίτερα, die Kleien; Κάνω έναν πράμμα πίτερα, σπαράττειν, κατακερματίζειν, zerstucken.59.31 |
πιτυλώ (πιτυλώ, πτύω), αποβλύζειν, aussprudeln. |
πλαγιάδα η (πλάγιος), η κλιτύς, der Abhang (seitwarts). 153.3 |
πλαγιάζω, κατακλίνεσθαι, sich niederlegen, zu Bette gehen. |
πλάϊ το, d.h. Πλάγι = πλαγιάδα. 304.25 |
πλακόνω (πλακόω) = πετρόνω. |
πλάνη η, το δέλεαρ, το θέλγητρον, Verlockungsmittel, der Reiz. |
πλαντώ (Etym.?), αποπνίγειν, ersticken. 41.26 |
πλάτη η, η πλάτη, η ωμοπλάτη, das Schulterblatt; Τα νώτα, der Rucken. |
πλεξούδα η (πλέξις, πλέκω), ο πλόκαμος, η πλοκαμίς, der Zopf. |
πλερωμή η, d.h. Πληρωμή (pleo, πληρόω), απότισις, die Zahlung. |
πλησιαίνω, πληθύνειν, vermehren. 279.17 |
πλήσιος (πλήθος), περιττός, δαψιλής, άφθονος, abundans, reichlich. |
πλιό und πλιά, πλέον, plus, mehr; ο πλιό oder ο πλιά = Superl., fr. Le plus,am meisten. |
πλουμί το (pluma), ζωγράφημα, ποίκιλμα, Zierath, Schmuck. |
πλώρη η, η πρώρα, der Vordertheil des Schiffs. |
πνεμματικός ο, sonst ξαγοράρης, ο πνευματικός πατήρ, der Beichtvater. |
ποδαρά η (πούς), το περιπόδιον, der Hosensaum. |
πόδε, δεύρο, hierher. |
ποδιά η, η πτέρυξ, το περίζωμα, die Schurze. 128.9 223.3 |
ποθές, ποθί, πη, που, irgendwo, irgendwohin; Ουδαμού, ουδαμή, nirgends. |
ποιος, Gen. Τινός (siehe όποιος), τις? όστις, wer? Welcher. 13.54 240.23 M.126 |
ποκάμισο το (it. Camicia), χιτώνιον (neugr. Το υποκάμισον), das hemd. |
πολεμάρχος, πρόμαχος, πολεμιστής, ein tapferer Krieger. |
πολεμώ, πολεμείν, kampfen; Σπουδάζειν, προθυμείσθαι, streben; Θεραπεύειν, pflegen. |
πολιτεία η, πόλις, Stadt. |
πολυξομπλιασμένος (siehe ξόμπλι), πλήρης θυσάνων, πολυποίκιλος, schmuckvoll. |
πονέντες ο (it. Ponente), o ζέφυρος, der Westwind. 174.1 |
πορεύγομαι, διαγίγνομαι, εξαρκούμαι, auskommen, leben. 218.8 etc. |
πορίζω (πόρος), εξιέναι, ausgehen. 61.128 etc. |
πόρος ο , ( πόρος ), η δίοδος , η θύρα , πέρασμα , der Durchgang , die Thure. 35.126 etc . Davon πορτέλα , 307.68... |
πορπατώ und πορπατηξιά, siehe περπατώ und περπατηξιά. |
πορρά, bei den Sphak. = πολλά. |
πόρτα η, porta, η θύρα, die Thure. 177.3 etc. |
πορτέλο το (it. Portella), das Schiessloch, die Stuckpforte (beim Schiff). |
πόρτο το (it. Porto), portus, ο λιμήν, der Hafen. |
ποτάσσω (υποτάσσω), κεκτήσθαι, besitzen. |
ποτέ, ουδέποτε, nie;Ποτέ μου δεν, in meinem Leben nicht. 241.10 M. 209 etc. |
πουλί το (pullus), όρνις, Vogel. |
πουρί, Fragewort (pueri, Kinder, vgl.παιδιά), ού, ουκούν, nonne? Nicht? Nicht wahr? 148.5 272.15 etc. |
πούστης ο (turk. Pust), κίναιδος,Schandbube, unnaturlicher Wollustling. 61.64 |
πραγένω, Fut. Θα πραγύνω, πραϋνεσθαι, sich mildern, zahm werden. M.236. |
πράμμα το, τι, etwas; Πράμμα δεν, ουδέν, nichts; Μουϊδέ (oder μηδέ) πράμμα, gas nichts. |
πραμματευτής ο, πραγματευτής, έμπορος, Handelsmann, Kaufmann. |
πράσσω, φοιτάν, frequentare, verkehren. |
πρέζα η (it. Presa), praeda, η λεία, die Beute. |
πρεμαζόνω (siehe μαζόνω), συνάγειν, versammeln, zusammen berufen. 58.47.141.3 |
πρεπειά η, η ευπρέπεια, ο κόσμος, der Anstand die Zierde. Davon πρεπίζω, κοσμείν, schmucken. πρεπό το, πρέπον |
passend, schicklich. 32.20 |
πρίκα η, η πικρία, die Bitterkeit. |
πρικαίνω, πικραίνειν, bitter machen, erbittern. |
πρικύς, πρικειά, πρικύ, πικρός, bitter. Davon |
πρικοχάροντας. 293.56 |
πριτσιπάτο το (principatus, it. principato), ηγεμονία, das Furstenthum.πριχού, auch πρίχου, sonst προτού (vgl. |
πρίν γε, πρίν ή, προτού), πρίν, beovor ehe.131.58 132.7 143.4 etc. |
προβαίνω, Fut. Θα προβάλω, προφαίνεσθαι, erscheinen. |
πρόβειος, προβάτειος, ovinus, vom Schafe. |
πρόβολος, εξαίρετος, hervorragend. |
προεστός oder προεστώς ο, προεστώς κώμης, κωμάρχης Dorfschulze.61.13 etc. Davon προεστοκαπετάνιος, |
58.57 |
προξενητής ο, ο προξενητής, der Brautwerber. |
προσερινός und προσωρινός (προς ώραν), εφήμερος, praesentaneus, provisorisch, augenblicklich. |
προσκέφαλο το, το προσκεφάλαιον, das Kopfkissen. 103.11 |
προυκιά τα und προύκα η, η προίξ, die Mitgift. |
πρωτομέρι το (πρώτον ήμερος), πρωτόζευκτος βούς, ein im ersten Jahr eins Joch gespanntes Rind. 274.16 |
πυροφύτυλο το (siehe φτύλι), έναυσμα θειούχον, der Schwefelfaden. M.119 |
πχαίνω, Plur. Zweite Person |
πχαίνεστε. 1.10 73.8 79.8; siehe πηγαίνω. |
πωειθή = ειπωθή, λεχθή, 13.65 (vgl.116.13). |
πωρικό το, η οπώρα, die Baumfrucht, das Obst. 207.1 etc. |
|
Ρ |
|
ραγκάδι το, bei den Sphak. = λαγκάδι. |
ραέτι το (turk. Raϊet), η ξενία, das Gastmahl, die Gastfreundschaft. 13.48 |
ραζακί το(turk. Rasaki),βότρυς μεγαλόρραξ,eine Art schoner Weintrauben,deren Beeren besonders gross sind125.15 |
ράϊ το (ράχις? Vgl. Δείχνω τη ράχη μου=terga vertere),η υποταγή, die Unterwerfung.48.26. |
ραϊζω, ρηγνύναι, zersprengen; Ρήγνυσθαι, zerspringen, bersten. |
ρακή η und ρακί το (turk. Rakhi), οινόπνευμα, der Branntwein. 254.16 256.16 M.223. |
ραμπής ο, (turk. Rabi), ο θεός, der Gott.34.14 244.6 |
ραμπή η, bei den Sphak. = λαμπρή. |
ραμπροχριστόγεννα τα, bei den Sphak.= λαμπροχριστόγεννα = πάσχα και χριστούγενα, Ostern Und Weihnachten |
ραπάνι το, η ραφανίς, der Rettich. 317.5 |
ράπη η (ρίψ), η καλάμη, der Halm, die Stoppel. 262.13 |
ράσο το (rasum. It. Raso = abgetragen), sonst καπότο, ο τρίβων, η χλαίνα, ein grober Mantel, Ueberrock. Davon |
ρασοτυλιμμένος, τρίβωνα περιβεβλημένος (scherzh.). 35.16 |
ράχη η (ράχις), τα νώτα, der Rucken. |
ραχοκοκκάλα η, η σπονδυλική στήλη, η ράχις, der Ruckenwirbel, Die Wirbelsaule. 259.7 |
ρέγομαι, ορέγεσθαι, δι'ηδονής έχειν, gern haben, lieben. 154.4 etc. |
ρεφουδάρω (refutare), απολείπειν, αφιέναι aufgeben, lassen. 52.19 |
ρήγας ο, ρήγισσα (selten ρήγα), rex, βασιλεύς, Konig. 75.7 76.12 219.4 etc. |
ρημοκούραδο το = έρημο κουράδι, άθλιον ποίμνιον, elendes, verkruppeltes Zuchtvieh. |
ριάλι το (ven. Reale) =γρόσι. Μ.60 etc. |
ρίζα η, η ρίζα, die Wurzel; Υπώρεια, der Fuss eines Berges; Ρίζα τζή δουλειάς,η αρχή, το αίτιον, der Grund einer |
Sacheder Urgrund. |
ριζικάρης ο, sonst τυχερός, der Gluck hat. 309.2 |
ρίζικο und ριζικό το (it. Risico, rischio), η τύχη, das Gluck. 176.2 309.4 etc. |
ριζιμιός, ριζοπαγής, έμπεδος, eingewurzelt, fest. 126.28 |
ρίζωμα το (siehe ρίζα), το άναντες, acclivitas, die Steigung, der Wegbergauf. 153.3 etc. |
ρίμα η, (it. Rima; rumor), ο λόγος, die Sage. |
ριτζάς ο (turk. Ridja), η δέησις, die Bitte. 60.16 124.6 |
ρόβι το, ο όροβος,die Erbse(ervum Ervilia,L.) |
ρογιάζω, bei den Sphak. = λογιάζω. |
ρόγος ο, bei den Sphak. = λόγος. 90.6 |
ροδαρά η, ρόδινος στέφανος, στέφανος, Rosenkranz, Kranz. |
ροδίζω ψωμί, ροδίζειν, rosenroth farben (diese Farbe gibt man dem Brote, indem man einen Strauch am Backofenloch |
anbrennt); |
ροδίζει η γιανατολή, υποφαύσκει, η ημέρα υπολάμπει, der Tag bricht an. 41.69, 283.1 |
ροζοναμέντο το (it.Ragionamento),η διάλεξις, colloquium, das Gesprach. 143.1 etc. |
ροζονάρω und ροζοναρίζω (it. Ragionare), διαλέγεσθαι, λαλείν, colloqui, reden,plaudern; Ποιος σου μιλεί oder |
ροζονάρει oder ροζοναρίζει? Wer ist deiner wurdig? 28.46 |
ροισμός ο, bei den Sphak. Statt λοισμός, d.h. Λογισμός. |
ρόκα η (it. Rocca), η ηλακάτη, der Spinnrocken. 301.18 |
ροσμαρί το (it. Rosmarino), auch δεντρολίβανο, η λιβανωτή, rosmarinus, der Rosmarin. M.54. |
ροσπού η (turk. Rospu), η πόρνη, die Hure. 140.25 |
ρούγα η (vgl. Ρύμη, ρωγάς, fr. Rue, ρέω), αγυιά, vicus, die Gasse. |
ρουγόπορτα η, wie αυλόπορτα, η πύλη das Thor. |
ρουμάνι το und ρούμι (turk. Orman) = μαδάρα. 308.11 |
ρουφιανός (it. Ruffiano),μαστροπός, Kuppler. |
ρούχο το (Etym.?), ένδυμα kleid. 49.42 174.5 |
ρύζι το, η όρυζα, der Reis (it. Riso).Davon |
ρυζόγαλο το, der Milchreis. |
ρώγα η, η ράξ, die Weinbeere; Η θηλή, die Brustwarze, die Zitze; Ο μισθός, der Gehalt, der Lohn. 262.6 278.4 |
ρωτώ = ερωτώ. |
|
Σ |
΄ς = εις. |
σα, σαν, ωσάν, ως, gleichwie, wie; όταν, επειδάν, quum; Ει, εάν, si, wenn. |
σαγάνι το (turk. Sahan), χάλκωμα, χαλκίον, Kupfergefass. |
σαγούνα η, η σιαγών, der Kiefer, der Kinnbacken. 61.79 |
σαϊτα η, sagitta, το βέλος, der Pfeil; η κερκίς, das Webeschiff. 117.16. Davon |
σαϊτεύγω, sagittare, mit Pfeilen schiessen, verwunden. |
σακούλα oder σακκούλα η, sacculus, ein grosser Sack. 253.20. |
σακούλι το, σακίον, kleiner Sack; Mass fur Geld = 500 γρόσια 268.2 |
σαλεύγω, σαλεύεσθαι, κινείσθαι, sich bewegen; Εσάλεψε ο νούς μου, wie μού'γγιξε 'ς το νού, mente captus sum. |
σαλιάρης, σιαλώδης, voll Geifer. |
σαλιεριστής ο (Salii, Saliaris), μελωδός, αοιδός, Sanger. 299.23 |
σαμιάμιθος ο (μιαίνω, Etym.?), o ασκάλαβος, lacerta muralis, die Mauereidechse. Davon (scherzh.) |
σαμιαμιθόσφαχτα τα. 311.2 |
σαν = ωσάν. |
σανάδα η (Etym.?), η αίγαγρος, die weibliche Gemse. |
σαρδίνια τα (Σαρδινία), υποδήματα, κνημίδες, eine Art schoner rother Stiefeln. |
σαρίκι το (turk. Sahrik), η τιάρα, το στρόφιον, der Turban. 275.12 |
σαρμάς ο (turk. Sarma), όπλον, eine art verzierte und gute Flinte, deren innere Rohrwand spiralformig ist. 51.11 |
σάςε, Pron. (von dem Verbum) = σας, Gen. Und Accus. Plur. Von σύ. |
σασιρντίζω (turk. Sassirdi), πτοείσθαι, ταράττεσθαι, in Verlegenheit kommen, sich verwirren. 58.46 |
σαφής (turk. Safy), καθαρώς, σαφώς, lauter, rein; Αεί, immer. |
σγουραφιά η, η ζωγραφιά, das Gemalde. |
σγουραφίζω, ζωγραφείν, malen. |
σγουράφος ο, ο ζωγράφος, der Maler. |
σγουρός (vgl. Cirrus, γυρός und ούλος, wie σγουράφος von ζωγράφος), ούλος ουλόθριξ,cirrus, lockig, kraushaarig. |
294.45 Davon σγουρομάλλης und σγουροπλεμμένος. |
'ς έ = είς . |
σεβντάς ο (turk. Sewda), ο έρως cupido, die Liebe. M.68 |
σειρά η, η γενεά, das Geschlecht. 133.55 |
σεϊρι το (turk. Seϊr), η θέα, η τέρψις, der Anblick, das Vergnugen (beim Schauen). 122.35. |
σέλα η (sella), η σήγη, το εφίππιον, der Sattel |
σελάκι το, Demin. Von σελί. |
σελαμέτι η (turk. Selamet), η ευοδία, die Wohlfahrt. M.83. |
σελί το (σέλα), ίζημα, κοιλάς, Bergsattel, kleine Hochebene. |
σενέτι το (turk. Senet), χειρόγραφον, χρεόγραφον, der Schuldschein. 35.46 |
σεράγιο το (turk. Serai), τα βασίλεια, der Palast. |
σερασκέρης ο (turk. Serasker), στρατηγός, der Feldherr. 35.2 etc. |
σερταρέ η (σέρνω, σέρτης = σύρω, σύρτης), η αγχόνη, ο βρόχος, ein Strick zum Erhangen |
σεφέρι το (turk. Sefer), η στρατεία, der Kriegszug. |
σηκωμός ο, η στάσις, der Aufstand. |
σημάδι το, το σημείον, das Zeichen, das Merkmal; Ο σκοπός, το σημείον,das Ziel. |
σιάζω (ίσιος = ίσος), ευθετείν, ebenen, anordnen; Δε μου σιάζει = δε μου βολεί, es passt mir nicht. |
σιγγλί το (sitella, situla, vgl. Σίγλος), καθίσκος, ein kleiner Eimer. |
σιγούρος(securus, it. Sicuro),ασφαλής,βέβαιος,sicher, fest.Davon σιγουρέρνω und σιγουράρω, εχυρούνin Sicherheit |
setzen, befestigen. 46.40 |
σιλακλίκι το (turk. Silaklik), ζωστήρ οπλοδόχος, ein Ledergurt, der vorn breit und mit mehrern Lagen |
zur Aufnahme von Waffen versehen ist: Waffengurtel. 242.5 |
σιμά, Adv. (it. Prossimo, vgl. Στέρνα), εγγύς, nahe. |
σιμόνω (it. Prossimare), πλησιάζειν, sich nahern. 131.13 137.7 193.4 etc. |
σιορημάζω und σιορημάσσω, auch |
σιωρημάζω (σόος σώς ερημόω), κατερημούν, ganzlich zerstoren; κατερημούσθαι, ganz ode werden. |
σιργιάνι το (turk. Seϊran), ο περίπατος, der Spaziergang. Davon σιργιανίζω, spazieren gehen. 59.35 132.2 241.2 etc. |
σιρόκος ο (it. Siroco), ο εύρος, Dder Sudostwind. 116.3 |
σισιναμέντο το (it. Assassinamento),δολοφονία, der Meuchelmord; Ταραχή,κραυγαί, Larm, Geschrei, tumultus. |
σιτζίμι το (turk. Sidsim), σχοινίον, σπάρτον, das Seil. 21.18 |
σιώρ ο (it. Signor), κύριος Herr. |
σκάλα η, scalae, κλίμαξ, die Treppe, die Leiter: ο αναβολεύς, der Steigbugel.181.4 263.18 293.28 etc. |
σκαλί το, auch σκαλοπάτι, ο κλιμακτήρ,die Stufe. |
σκαλιά η (siehe σκάλα), πτερνισμός, κεντρισμός, der Spornstoss. |
σκαλίδα η, η σκαλίς, der Spaten. Davon σκαλίζω, scharren. |
σκαλόνω (siehe σκάλα), αναρριχάσθαι, klettern; Αγκιστρεύεσθαι, εμπλέκεσθαι, sich anhaken. |
σκαλοπάτι το, Plur. Τα σκαλοπάθια (σκάλα πατώ = σκαλί. |
σκαμνί το, scamnum, θώκος, der Stuhl; τράπεζα, Trisch. 110.5 177.4 |
σκανίζω (σκατίζω? Vgl. Εσχάρα und σικχαίνω), κακώς όζειν, stinken. 252.18 |
σκαντίζω, ερεθίζειν, aufreizen. |
σκαπαβία η (it. Scabavia), η άκατος, ein Fahrzeug, die Brigantine. 17.44 |
σκαπέτι το, η σκαπάνη, der Spaten. 257.15 |
σκαρί το, εσχάρα, υπόβαθρον, das Gestell. |
σκαρόνω, bei den Sphak. Statt σκαλόνω. 102.13 |
σκενιάδα η und σκενιός ο, auch σκενιό το,σκιάς, Schattendach, Schatten. 120.2 M.209 |
σκεντσές ο (turk. Iskendje), βάσανος, Qual. |
σκεντσεύγω, βασανίζειν, martern,qualen.49.44 |
σκιαέτι το, (turk. Schikiaet), η έγκλησις,η αιτίασις, die Anklage. |
σκιαουλές und σκαουλιάς δεν(σκιά ούλος, όλος)=το παράπαν,παντάπασι,durchaus nicht, ganz und gar nicht 48.8 etc |
σκιάς (σκιά), τουλάχιστον, wenigstens. 48.36 210.5 etc. |
σκίζω, σχίζειν, zerreissen. 155.4 etc. |
σκλαβέρι το (Etym.?), κώδων, Schelle, Glocke. |
σκλάβος ο (ven. Esclavo), δούλος, υποχείριος, der Sklave. |
σκοινί το, το σχοινίον, der Strick. |
σκολάζω (σχολή), παύεσθαι, aufhoren. |
σκόντρα η (it. Scottra; scutra), πλοίον, eine Art. Schiff. 299.15 |
σκοπός ο, ο νόμος, το μέλος, die Melodie.189.5 285.4 etc. |
σκοτεινάγρα η, το σκότος, die Finsterniss. 131.40 |
σκοτόνω (σκοτόω), φονεύειν, todten. |
σκούζια η (it. Scusa), excusatio, η πρόφασις, die Entschuldigung. |
σκουζιούμαι, σκύζεσθαι, knurren, murren; davon σκουζιάρομαι, se excusare, προφασίζεσθαι, sich entschuldigen. |
254.3 etc. |
σκουλούδι το (σκολλύς, σκόλλυς), ο λόφος, der Schopf; o πόκος, die Flocke. |
σκούρος und σκουρός (it. Scuro; obscurus) φαιός braun. |
σκουτέλι το (scutella), τρυβλίον, Teller.111.7 |
σκούφια η (it. Scufia), πιλίον, Haube, Mutze. |
σκουφίδα η, ο λόφος, der Helmbusch.133.100 |
σκραφνί το (Etym.?), ο κλήρος, das Loos. 118.7. |
σκροπίζω und σκροπώ, auch σκορπίζω und σκορπώ, σκορπίζειν, σκεδαννύναι, zerstreuen, umherstreuen. |
σκώτι το, Gen. Σκωθιού (vgl. Συκωτόν, σύκον), jecus, το ήπαρ, die Leber.201.4. M.62 |
σμαγδάλι το (turk. Masgal), η τοξότις, die Schiessscharte. |
σμίγω, μίσγειν, μιγνύναι, miscere, mischen; Συνέρχεσθαι, συνιέναι, zusammenkommen. |
σόϊ το (turk. Soϊ), το γένος, die Rasse, das Geschlecht. |
σοκάκι το (turk. Sokak),η λαύρα, die Gasse.267.12 284.2 etc. |
σολατσάρω (it. Sollazare), περιπατείν, spazieren gehen. M.37 |
σομάρι το (σαγμάτιον), το σάγμα, τα κανθήλια, clitellae, der Saumsattel. |
σονάρω (sonare), κωδωνίζειν, klingeln, lauten. 246.23 |
σόντας (ες, εις όταν), νύν ότε, jetzt da, jetzt wo. |
σοντηρώ = συντηρώ. 241.3 etc. |
σόπρα, Adv. (it. Sopra; super), άνω, oben; Άρον! Heb auf! M. 95 |
σούβλα η (subula), ο οβελός, veru, der Bratspiess. |
σουβλί το, subula, το οπήτιον, die Pfreime, die Ahle. M.177. |
σουλτάτος und σουρτάτος ο (it. Soldato), στρατιώτης, Soldat; Όπλον, Waffe,Flinte. M.227 |
σουράδι το (σύρω), πλόκαμος, βόστρυξ, Zopf, Locke. Davon σουραδοπλέκω.293.3 |
σουρόνω ( vgl. Σύρω,σειρόω, rorare ) , tran s. διυλίζειν, durchseihen; intrans. Διαρρείν, σταλάχειν , tropfeln , triefen; |
Καταυαίνεσθαι, trocken werden. |
σουσούμι το (σύσσημον), ο χαρακτήρ το γνώρισμα, der Zug, das Kennzeichen.172.14 305.12 |
σοφάς ο (turk. Soffah), το ανάκλιντρον, η κλισία, Ruhebank, das Sofa. 27.18 |
σπάγος ο (it. Spago), το λίνον, ο λινόδεσμος, die Schnur, der Bindfaden. |
σπαρμένο το, Plur. Σπαρμένα und σπαρτά, το σπέρμα, το λήϊον, die Saat, das Saatfeld. |
σπέρνω, σπείρειν, saen, besaen. |
σπίθα η, ο σπινθήρ, der Funke. |
σπίτι το, Gen. Σπαθιού (hospitium), οικία, οίκος, Haus. 135.10 etc. |
σπιτικό το, ο οίκος, domus, das Hanswesen, das Haus. |
σταθώρι το (statura), σώμα περικαλές, eine erhabene Gestalt. 131.8. |
σταλιά η (σταλάω), η σταγών. der Tropfen. |
σταλίζω ( it. Stallare, στατίζω, Eur. El. ) , εν μεσημβρία αναπαύειν , ausruhen lassen ( nur vom Vieh ) . 120.2 311.3. |
σταλίστρα η, αναπαυτήριον, Ruheplatz (vom Vieh). 126.49. |
σταμνί το, σταμνίον,Wasserkrug. |
στάρι το, ο σίτος, der Weizen; στάρι heissen auch mehrere nicht tanzende Personen, die sich einande ran der Handen |
halten und den zwei Tanzern folgen. |
σταροσήκαλι η (στάρι σήκαλι, secale), μίγμα σίτου και ζέας. 200.4 |
σταύλος ο, stabulum, ο σταθμός, ο σηκός, der Stall 307.13. |
στε = ώστε, έως bis. 13.5 eetc. στε = είστε 13.51 etc. |
στειράρης ο und στειροβοσκός, eine der die unfruchtbaren Schafe hutet. 272.19 |
στειροματζιέτα η (siehe ματζιέτα), στείρα βους, δάμαλις, juvenca, eine junge Kub. |
στειροπρόβατο το, πρόβατον, ενός έτους, einjahriges Schaf. |
στειροσάναδο το, στείρα, ακμαία αίγαγρος, eine junge Gemse. 187.4 |
στειροχωρίζω = χωρίζω τα στείρα από τα έγγαλα. 120.11 |
στέκω, εστηκέναι, stehen; Στέκει να…oder στέκεται να… επί ξυρού ακμής ίσταται,es steht auf dem |
Entscheidungspunkte. 116.4 |
στελιάρι το, το στελεόν, η λαβή, der Stiel, der Griff. |
στερεύγω (στερεός, στερεόω), αποτίθεσθαι, διαφυλάττειν, bei Seite legen, aufbewahren. |
στεριά η (στερεός), η ξηρά, continens, das feste Land; Στεριάς oder τσή στεριάς,κατά γήν, zu Lande 4.3 47.14 etc.. |
στέρνα η, cisterna, η δεξαμενή, der Wasserbehalter. Davon στερνιάζω, in einen Wasserbehalter leiten. |
121.13 240.4 |
στιβάνι το (it. Stivale), η κνημις, der Stiefe. 254.7 |
στιμάρω (it. Stimare), aestimare, τιμάν, hoch achten. |
στόρια η (ιστορία), γραφή εικών Bild. |
στραβός, τυφλός, blind. 271.6 ect. |
στραθειά η (στράτα, στρατεύω, vgl. Στρατειά) πορεία, οδοιπορία, die Reise (zv Fuss). 254.8 11.103 etc. |
στραθιώτης ο, στρατιώτης, Soldat; (von στράτα) οδοιπόρος, Reisender. |
στράτα η (strata), η οδός, der Weg, die Strasse. |
στρατεύγω, οδοιπορείν, αποδημείν, in die Fremde gehen, reisen. |
στρατί und στρατάκι το, ο στίβος, η ατραπός, semita, der Fussweg. |
στρίβγω und στρίφνω, στρέφειν, zusammendrehen. |
στριφογυρίζω, στροφοδινείν, drehen, umwenden. |
στρώμα το, auch κλίνη η, η κλίνη, η ευνή, das Bett. 129.27 |
στρωμνί το, η στρωμνή, die Decke. |
στυλόνω, στυλούν, mit Saulen stutzen; (vom Vieh) άναντα ελαύνειν, bergauf treiben. 122.12 |
συβάζω, συμβιβάζειν, vergleichen, versohnen. |
συζευτής ο (συζεύγνυμι), συγγέωργος,Genosse beim Acherbau. |
συθήκη η, συνθήκη, der Vertrag. 49.9 |
συμμισιακός (σύν μισός, d.h. Ήμισυς), αμφοτέροις κοινός, beiden gehorig, gemeinschaftlich. |
συμπάθειο το, συγνώμη Verzeihung; |
παίρνω συμπάθειο, um Verzeihung bitten. |
συναποβγάνω, προπέμπειν, deducere, begleiten. |
συνορίζομαι, συνερίζειν, αμιλλάσθαι, aemulari, wetteifern. |
σύντεκνος ο, σύντεκνισσα η, ανάδοχος, der Pathe. |
συντηρώ, θεωρείν, θεάσθαι, schauen, sehen. |
συνωροπαντρεμμένος, νεόγαμος, erst kurzlich verheirathet. 109.8. |
συρμαλί (turk. Sirmaly, vgl. Σύρμα) = συρμαλένιος, χρυσόπαστος, χροσοϋφής, mit Gold gesprenkelt. |
συρρογιάζομαι, bei den Sphak, statt συλλογιάζομαι, λογίζεσθαι, nachdenken |
σφάκα η (σφάκος), η ροδοδάφνη, der Oleander. 240.26 etc. |
σφαλίζω (ασφαλής), κλείειν, schliessen. |
σφαλιχτός, κεκλεισμένος, geschlossen. |
σφάνταμα το, το φάντασμα, das Phantom, das Gespenst. 134.5 |
σφαρώ und σφαράσσω, σφαδάζειν, zucken. |
σφαχτό το (σφάζω), το πρόβατον, η όϊς, das Schaf. |
σφυριά η, το σύρισμα, der Puff. 122.14 |
σφυρίζω, συρίζειν, pfeifen. |
σωθικά τα (έσω), τα εντόσθια, die Eingeweide. M.8 |
σωνίζω (σώς), παύεσθαι, aufhoren. 268.4 |
σώνω (σώς), εξαρκείν, ausreichen.268.4 |
σωπαίνω, σιωπάν, schweigen. |
T |
|
ταβέρνα η, taberna (it. Taverna), το καπηλείον, das Wirthshaus. 251.3 |
ταβερναράς und ταβερνάρης ο(it.Taverniere), o κάπηλος, der Weinschenker, der Wirth. 251.5 |
τάβλα η, tabula ( it. Tabola), η σανίς, das Bret; ein langes mit Esswaaren bedecktes Bret, an dem die Gaste sitzen und |
schmausen; uberhaupt Tisch.205.5 177.3. |
ταϊνι το (turk. Taϊn), τα σιτία, die Zehrung, die Bekostigung. 133.67. |
ταϊζω, ψωμίζειν, σιτίζειν, futtern, ernahren. 245.34. |
ταίρι το, εταίρος, der Genosse, der Geselle; ο ομοίος, der Gleiche. |
ταιφάς ο (turk. Taϊfa), συνεργάτης, Mitarbeiter, Genosse; Λαός, πλήθος, Volk, Menge. |
ταμπούρι το(turk.Tambur),ο προμαχεών, propugnaculum,die Schutzwehr;Τάγμα,τάξις Regiment.47.50 58.74 62.19etc |
ταρός ο (αήρ, αέρος?), ο άνεμος, der Wind. |
τάσι το (turk. Tass), το φιάλιον, die Tasse. 132.7 |
τάσσω, υπισχνείσθαι, versprechen; υποτιθέναι, νομίζειν, den Fall setzen, annehmen. |
ταϋτέρου, Adv. = ταχύ. |
ταϋτερωπά, Αdv. Πρωϊ τι, mane, etwas fruh. |
ταχύ, Adv. Πρωϊ, mane, fruh, 209.3 |
ταχυά, Adv. Αύριον, morgen. |
τέθοιος, τοίος, τοιούτος, talis, solcher. |
τελάλης ο (turk. Tellal), ο κήρυξ, praeco, der Ausrufern. 133.45. |
τέλι το (turk. Tel), ελασμάτιον, der Draht. |
τέντζερι το (turk. Tendjer), το χαλκίον, der Kupferkessel. |
τέρμενο το, auch τέρμα το (terminus, it. Termine), η λήξις, η παύσις, das Aufhoren, der Schluss. |
τερτίπι το (turk. Tertip), η τέχνη, το μηχάνημα, der Kunstgriff. |
τεψί το ( turk. Tepzi ), eine breite runde kupferne Schussel, welche die Turken statt des Tisches beim Essen gebrauchen . |
τζαγκάρης oder τζαγγάρης (sagarius; Hesych. Σκυτεύς, σαγγάριος καλιγάριος), σκυτορράφος, der Schuhmacher. |
τζαγκουρνώ auch γκρατσουνώ (it.grattare), αμύσσειν, kratzen, krallen. Davon τζαγκουρνομαδιώ κνήν και μαδάν |
kratzen und Haare ausreissen 72.5 286.21. |
τζαμί το (turk. Djami), ναός die Moschee.136.3 230.11 |
τζαμπίτης ο (turk. Sabit), τοπάρχης, Landrath. |
τζεβρές ο (turk. Tschevre), μίτρα, eine Art Kopftuch. 129.11 |
τζελάτης ο (turk. Tschelat), o δήμιος, der Henker. |
τζερεμές ο (turk. Djereme), auch το πρόστιμο, το πρόστιμον, die Geldstrafe. |
τζιγιέρι το (turk. Djiϊer), το ήπαρ, die Leber. 130.20. |
τζιλβές ο (turk.dsilve), βλέμμα ερωτικόν Liebesblick. |
τζιμπούκι το (turk. Dsubuk), καπνουλκείον, lange Pfeife. |
τζιμπούσι το (turk. Dsubuss), το συμπόσιον, η ευωχία, der Schmaus. 59.1 |
τζιμπώ (τζιμπείν, Ptochopr.), κνίζειν, κολάπτειν, kneifen, zwicken. |
τζιτζυφιά η, ζίζυφος, der Brustbeerbaum (Rhamnus jujuba). |
τζίτζιφο το, το ζίζυφον, die Brustbeere. M.219. |
τσουγκρί το, η όκρις, ein rauher Fels. 68.1 |
τήνε, Pron. (=την), αυτήν, ταύτην. |
τηρώ, wie συντηρώ, θεάσθαι, schauen, sehen. 61.15 M.32 etc. |
τίβοτσι und τίποτις (auch τίποτας und τίποτε), τι, aliquid, etwas.61.94 etc. |
τοιγάρες, τοιγάρ, τοιγαρούν (= πάτζης). |
τομάρι το (turk. Tomar), το σκύτος, η βύρσα, das Leder. 280.12 |
τόνε, Pron.(von dem Verbum) = τον, d.h. Αυτόν. |
τονε (nach dem Verbum) = αυτόν, d.h. Αυτόν. |
τοπόνω (τοπάζω), νοείν, οράν, etwas merken. 197.3 286.7 |
τορναλέτο το (it. Tornaletto), το της κλίνης περιπέτασμα, der Bettvorhang. |
τουδά, d.h. Ετουδά = αυτού δά, daselbst. 28.73 |
τουπί το (τύπος), το τυροβόλιον, der Kasekorb beim Kasebereiten (siehe τυρί). 252.7 |
τουρσί (turk. Tursu), όξει παρεσκευασμένος οξωτός, mit Essig zubereiten, in Essig gelegt. 256.20. |
τουσλούκι το (turk. Tusluk), κνημίς, die Beinschiene. 103.14 |
τουφέκι το (turk. Tufek), το όπλον, die Flinte, die Waffe. |
τοψής ο (turk. Topzu), ο πυροβολιστής (neugr.), der Kanonier. 58.81 |
τρά oder τρά = τρία. 145.1233.15 |
τραβάγια η (it. Travaglio), μέριμναι, πόνοι, die Sorgen, die Muhen; Ταραχή, κραυγαί, Larm, Geschrei. |
τραβαμπάς (abbas), Schwarzrock, Pfaffe (Schimpfwort gegen die Priester).15.20 |
τραλίζω (τραυλίζω), σκοτούν, schwindelig machen. 126.21 |
τραμουντάνα η (it. Tramontana), ο βορράς, der Nordwind; Χειμών, ζάλη, Sturm. |
τράγος und gewohnlich τράος ο, ο τράγος, der Bock, der Ziegenbock.100.6 107.6 etc. |
τρέλλης und τρελλός (στρεβλός), μωρός, ασύνετος, thoricht, albern |
τριμπούνι το (turk. Durbun), το τηλεσκόπιον, das Fernglas |
τριόχτης ο, τριετής, dreijahrig (von Bocken und Widdern.). 105.6 |
τρίχα η, η θρίξ, die Haare; Την τρίχα να, (starker) διάλε την τρίχα να, auch vollstandig διάλε την τρίχα που λείφτηκε |
oder πού'λειψε να..=bei einem Haare; Μονονού, μικρού δειν. 140.18 Μ.71 etc. |
τρουλλίτης ο (τρούλλα), ο κορυδαλός, die Haubenlerche. 315.3 |
τρουμπέτα η (it. Trompetta), η σάλπιγξ, die Trompete. 217.4 etc. |
τρυγώ, τρυγάν, δρέπειν, lesen, pflucken. |
τρώγω,τρώ(γ)εις und τρως,τρώ(γ)ει und τρώ,Plur.(τρώγομε) τρώμε,(τρώγετε) τρώτε, τρώγουσι, τρώσι,τρώνε und |
τρών, Aor. Έφαγα, Conj. Φάγω und φάω, φάγης, φάης, und φάς, φάγη, φάη und φά, Plur. Φάγωμε und φάμε, |
φάγετε und φάτε, φάγουσι, φάσι, φάνε und φάν; Εσθίειν, essen. 81.5 142.1 196.4 254.23 etc. |
τσακίζω, κατακλάν, knacken. |
τσαντήρι το (turk. Tschandir), η σκηνή, tentorium, das Zelt. |
τσαούσης ο (turk. Tschausch), neugr.ο λοχίας, der Feldwebel. |
τσαπίνης (turk. Tschaphin), έκλυτος, άσωτος, liederlich, ausschweifender Mensch. M.175 |
τσαρσιτεύγω, προδιδόναι, verrathen. 61.44 |
τσαρσίτης ο (turk. Tscharsit), κατάσκοπος, Spion; Προδότης, Verrather. |
τσεπανές ο (turk. Tschephane), neugr.τα πολεμοφόδια, die Munition. |
τσέπη η (turk. Dschep), o κόλπος, die Tasche. |
τσή = της |
τσή = τους |
τσή = ταις, d.h. Τας. |
τσιδά = ετσιδά (έτσι), ουτωσί, gerade so. 15.39. |
τσικίνι το (it. Zecchino), νόμισμα χρυσούν, Goldstuck, Goldmunze. 133.129 etc. |
τσισμές ο (turk. Dsisme),υπόδημα, σανδάλιον Schuh 275.18 |
τσιστροκόλλυβα τα, (vgl. Συρίζω und susuro, κόλλυβα), στάχυες, άωροι οπτοί, unreife Aehren gerostet. 251.4 |
τσιτσέκι το (turk. Tschitschek), άνθος, Blume. |
τσιφτές ο (turk. Tschifte), neugr. Δίκανον (όπλον), die Doppelflinte. |
τσίχλα η, η κίχλα, η κίχλη, die Singdrossel, die Zippe. 31.50 |
τσουρώ = rollen, κυλινδείν, κυλινδείσθαι.51.35. Μ.170 etc. |
τσόχα η (turk. Tschoka), έριον, wollenes Zeug. 254.9 |
τύραννο το, η τυραννία, das Tyrannisiren, das Plagen. 31.19 |
τυρί το. In einem grossen Kupferkessel ( λαβέντζι, λεβήτιον, λέβης, lebes ), kocht man vier Funftel der Milch so lange, |
bis sich, wenn man sie in einen Loffel nimmt, nach dreimaligem Blasen Rahm bildet.Hierauf lasst man die Milch etwas |
abkuhlen, wirft ein wenig Labmagen (αγαστέρα, γαστήρ, auch τυρεύτης) in dieselbe und wartet bis sie dick |
geworder ist. Sodann ruhrtman die dick gewordene Milch mit einer Ruhrkelle oder Piston (ταράχτης ο ταράκτης, |
τάρακτρον) anfangs schnell, dann immer langsamer (αναδένω), sodass sich die in der Milch enthaltenen festen |
Stucke um die Ruhrkelle herum absetzen und einen festen Teig (μαλάκα η, μαλακός, μαλάσσω) bilden. |
Dieser feste Teig wird hierauf in einen flachen, cylinderformigen korb (τουπί το, τυπίον, τύπος), gebracht, wo |
er zusammengedruckt wird, wobei sich der dabei beschaftigte Arbeiter oder Kasemacher (τυροκόμος) gewohnlich selbst |
darauf setzt. Dieser cylinderformige Teig, gesalzt und getrocknet, heisst τυρί.Zu der in dem Kessel gebliebenen Molke |
(ορρός, altgr. Auch ορρός) wird das noch fehlende Funftel Milch (ανάχυμα) zugegossen. Diese Mischung wird wieder |
eine Zeit lang gekocht und indessen fortwahrend mit einer Ruhrkelle (αηδόνισσος ο) geruhrt, damit sich nichts am Boden |
Φ |
φαγοπιοτούρα η (φάγω, πίω, πιοτό), συμπόσιον, ευωχία, Essen und Trinken, Schmauserei II.90 |
φάδι το, το υφάδιον, ein wollener Faden (zim Weben). 250.17 |
φαίνω, υφαίνειν, texere, weben. 296.1 300.2 M.23 |
φακή η , η φακή , die Linse ; Σπέρνω φακή , ( von Hasen und von feigen Leuten ) , in der Flucht seine Rettung suchen.. |
φαλκόνι το und φαλκονιά η, falco, ο ιέραξ, der Falke. |
φαμέγιος ο (it. Famiglio), οικέτης, υπηρέτης, Bedienter, Diener. 254.2 |
φανειά η, η εμφάνεια, das Erscheinen. 133.34 |
φαρφουρί το (turk. Farfur) das Porzellan; Adj. Aus Porzellan. |
φαφούτης (turk. Fafut), νωδός, edentulus, zahnlos. |
φελί το (ofella), τμήμα άρτου, Brotschnitte.272.30 |
φελλοκάλικο το ( φελλός καλίκι, caliga), σανδάλιον, eine Art elegante und leichte Halbschuhe, Pantoffel. 147.6 |
φελώ,ωφελείν, nutzlich sein, werth sein.186.17 etc. |
φερμάνι το (turk. Ferman), το επίταγμα, der Befehl des Sultans, das Mandat. |
φέσι το (turk. Fas), πίλος ερυθρούς, ein rother Hut, das Fess. |
φέστα η, (it. Festa), festum, εορτή, die Festlichkeit. |
φθυώ, πτύειν, spucken. |
φιλντισένιος (turk. Fildisi), ελεφάντινος, aus Elfenbein. |
φίνα, Adv. (it. Fino), ευ, καλώς, bene, gut, schon. |
φίλος ο, φιλενάδα η, φίλος, Freund. |
φίρος, bei den Sphak. = φίλος. |
φλακή η, η φυλακή, η ειρκτή, das Gefangniss. |
φλασκί το (φλάσκιον), η λύκηθος, die Kurbisflasche. 285.23 |
φλετζάνι το (turk. Fildjan), φιάλιον, die Tasse 16.72 23.29 etc. |
Φλεβάρης ο, Februarius, der Februar. Davon |
φλεβαρίζει,der Monat Februar fangt an. 191.1 |
φλουρί το (ven. Florino, fr.Florin), νόμισμα χρυσούν, Goldstuck. |
φονιάς ο, φονεύς, der Morder. |
φοράδα η, η φοράς, η ίππος, die Stute. 51.48 |
φόρος o, o φόρος, ο δασμός, die Kopfsteuer |
φόρος und φόρο το, forum, η αγορά, der Marktplatz; Το φανερόν, das Freie, das Oeffentliche. |
φουκάρι το = θηκάρι. |
φούλι το (turk. Fuli), ο νάρκισσος (narcissus, Jonquilla L.), die Jonquille. |
φούρια η, (furia), ορμή, der Trieb, der Drang. |
φούρκα η (furca), sonst σερταρέ, η αγχόνη, ein Strick zum Erhangen. |
φουρκίζω, απάγχειν, erhangen. |
φούρνος ο, furnus, ο ιπνός, der Backofen.M.237. |
φουρνάρης ο, φουρναρού η, furnarius, ο αρτοκόπος, der Backer. |
φουρτίνα η (it. Fortuna; fortuna), o χειμών, ο κλύδων, der Sturm, das Gewitter. 116.14 279.16 M.224 etc. |
φουσάτο το (φώσατον, Suid. Fossa), ο στρατός, das Heer. |
φούσκα η, φύσκη, κύστις φυσαλλίς, vesica,Blese. |
φουσκόνω, εξοιδαίνειν, aufschwellen; τυφούσθαι, ογκώδη είναι, aufgeblasen sein. |
φουστάνι το (it. Fustagno), γυναικείος χιτών, Frauenkleid. |
φρακή η, bei den Sphak. = φλακή. |
φριγάδα η (it. Fregatta), die Fregatte. |
φτάζυμο, d.h. Επτάζυμο (ζύμη) ψωμί,άρτος λεπτός, feines Brot. |
φταξούσιος (επταξούσιος oder αυτοξούσιος) κραταιότατος, sehr machtig.52.43 |
φταρνίζομαι und φθιαρμίζομαι, πταίρειν, niesen. |
φταρμός ο, ο πταρμός, das Niesen; (von φθείρω) = φθόρος. |
φτέρα η, η πτερίς, das Farrnkraut. |
φτέρνα η, η πτέρνα, die Ferse. |
φτερούγα η, η πτέρυξ, der Flugel. |
φτύλι το (turk. Fitil), η θρυαλλίς, το ελλύχνιον, der Docht. 262.25 |
φυλαχτάρι το, το φυλακτήριον, το περίαμμα, amuletum, das Schutzmittel, das Amulet 140.50 |
φύλλο το , το φύλλον, das Blatt ; Τα φύλλα τσή καρδιάς , οι της καρδίας κόλποι , die Herzkammern , das Herz... |
φυράγω und φυράσσω, bei den Sphak.=φυλάσσω. 202.4 |
φυράσσω (Εtym.?), ελαττούσθαι, μειούσθαι,sich vermindern, abnehmen. |
φυσέκι το (turk. Fussek), die Patrone. Davon |
φυσεκλίκια τα (turk. Fusseklik) =μπαλάσκα. 35.139. |
φωθιά η (φώς), πύρ, Feuer. |
φωλίτσα η , Dim. Von φωλιά η, η φωλεά, η καλιά, das Nest.71.4 231.5 Davon φωλεύγω, νεοττεύειν, nisten. 204.4 |
φώτα τα, η εορτή των φώτων oder επιφανειών das fest der Erscheinung oder der Taufe Christi; die Kleider die der |
Pathe seinem Taufling schenkt. |
|
X |
|
χάβγω und χάφτω, κάπτειν, καταβροχθίζειν, schlucken. |
χάδι το (Etym.?), αρέσκεια, θωπεία, blanditia, das Schonthun, die Liebkosung.Davon χαϊδεύγω. Μ. 193. |
χαζινές ο (turk. Chasne, vgl. Γάζα), το ταμιείον, der Schatz. |
χαζίρης (turk. Hasir), ετοίμος,fertig, bereit. Adv. Χαζίρι. |
χαϊβάνι το (turk. Chaϊvan), υποζύγιον, das Saumthier. |
χαϊμαλί το (turk. Hamaili) = φυλαχτάρι. |
χαϊμός ο (χάνω, χαίω, χάος), απώλεια, βλάβη, der Verlust, der Schaden. |
χαϊνεύγω, στασιάζειν. Rebelliren 25.1 |
χαϊνης (turk. Haϊn), άπιστος, treulos. |
χαϊρι το (turk. Chaϊr), το καλόν, das Heil; το όφελος, der Nutzen. |
χαλάλι (turk. Halal),δίκαιος, θεμιτός, legitimus, jestus, recht, richtig; Χαλάλι σου,soviel als: es sei dir von Herzen gern |
gegeben (Gegensatz χαράμι). 245.34 etc. |
χάλι το (turk. Hal), η κατάστασις, der Zustand. 133.80 140.41 .136 etc. |
χαλίκι το, ο χάλιξ, der Kieselstein 193.2 |
χαμαντράκι το, ανδράριον χθαμαλόν, ein kleines Mannchen. |
χαμπέρι το (turk. Habar), η αγγελία, die Nachricht. |
χαμομηλιά η, το χαμαίμηλον, das Kamillenkraut (it. Chamomilla). |
χαμολάγκαδο το (siehe λαγκός), φάραγξ βαθεία, tiefe Bergschlucht. 91.3 |
χάνι το (turk. Khan), ξενοδοχείον, Wirthshaus, herberge. |
χανούμισσα und χανούμη η, auch χανούμι und χανουμάκι το (turk. Hanum),δέσποινα, die Herrin, feine Dame. |
χαντζέρι το (turk. Chandjer), ξιφίδιον, εγχειρίδιον, der Dolch, das Messer. |
χάντρα η (Etym.?), το μάργαρον, die Perle. 250.28 |
χαντώ (Etym.?) νομίζειν, meinen, glauben.52.27 etc. |
χαράκι το (χάραξ), πέτρος, λίθος, der Fels. |
χαράσσω, χαράττειν, einschneiden; |
χαράσσει η μέρα wie αποδιαφωτά, διαυγάζει, der Tag bricht an. |
χαράτσι το (turk. Charatsch), ο φόρος, die Kopfsteuer. |
χαροκόπος, φιλέορτος, φιλοτερπής, Freund der Fest und Vergnugungen. 149.4 etc. |
χαροκοπώ, ευωχείσθαι, ευθυμείθαι, schmausen, lustig und frohlich leben.68.2 194.1 175.4 etc. |
χάρτζι το (turk. Khards), η δαπάνη, die Ausgabe, die Kosten. 59.7 |
χαρτζιλίκι το (turk. Khardsilik), δαπάνη πρόχειρος, Taschengeld. |
χαρτί το, Gen. Χαρθιού, χάρτης, Papier; γράμμα, Schreiben, Brief; Βιβλίον, Buch. 155.4 307.47 etc. |
χατζής ο (turk. Hadji),christlicher oder turkischer Pilger, der am Grabe Christi zu Jerusalem oder am Grabe Mohammed's |
zu Mekka gewesen ist. 59.14 etc. |
χατίρι το (turk. Hatir), σεμνότης, αξίωμα, Wurde, Einfluss; Χάρις, der Gefallen.M.49. M.99 etc. |
χαχανίζω, καγχάζειν, laut lachen M.155. |
χάψι το (turk.Habs),η ειρκτή, das Gefangniss |
χειμαδιό το, χειμάδιον, νομή χειμερινή, die Winterweide, die Weide. 187.5 |
χέρα η und χέρι το, η χείρ, die Hand; Είναι'ς το χέρι μου ;oder 'ς τη χέρα μου = mihi in manu est, εξεστί μοι, |
es liegt in meiner Hand, ich kann es. 61.116 135,12 etc. |
χερικό το (χέρα) = επιχείρημα, das Unternehmen, das Beginnen. |
χλιμιντρώ, χρεμετάν, χρεμετίζειν, wihern, hinnire. 265.35. |
χλωμός, χλωμή und χλωμιά (χλουνός, χλωρός), ωχρός, κερρός, blass, blassgelb. 70.13 148.3 272.16 etc. |
χολιάζω, χολούσθαι, bekummert oder traurig werden. 138.4 etc. |
χορατάς ο (vgl. Χορός, χαρά),ο χαριεντισμός, der Scherz, der Spass. M.182. |
χορθιώ (χόρτος), ποάζειν Gras hervorbringen. |
χότζας ο, (turk. Hondja), ιερεύς, turkisher Priester. |
χούκιμου (turk. Hukim), η κρίσις, der Richterspruch. |
χουμάς ο (χύμα, χέω), siehe τυρί. |
χοχλάδι το, ο κάχληξ, der Kiesel. 271.19 Davon χοχλαδάκι. |
χρισιανός = χριστιανός, der Christ. |
χρουσαφός ο, ο χρυσοχόος, der Goldschmied. |
χτήμα το (κτήμα, κτήνος), υποζύγιον, das Saumthier; Λιανό χτήμα = όνος ,Esel. |
χτυπαρέ η (κτυπέω), η πληγή, der Schlag. |
χτυπώ, κτυπείν, πλήττειν, sclagen; διασπείρεσθαι, τρέχειν, sich zerstreuen, laufen.49.41 |
χυλός ο , ο χυλός , der Saft ; gewohnliches Essen , das man bereitet indem man Mehl und zuweilen Honig in kochendes , |
Wasser schlagt bis es fest wird. Da sich das Wort χυλός mit dem Worte θεός reimt, so sagt man sehr oft |
μα το χυλό statt μα το θεό um die Gotteslasterung zu vermeiden. Gleichfalls sagt man μα το θεριό, μα το νιό, auch |
διάβοντρος statt διάβολος (vgl. Hole mich der kukuk). |
χύνω, χείν, giessen; Χύνομαι, εφορμάν, auf jemand lossturzen. |
χύτης ο, το κάταντες, η κλιτός, declivitas, der Abhang. |
χώνω (χώννυμι) κρύπτειν, verstechen. 59.37 133.81 etc. |
χώρα η, χώρα, Land; Πόλις stadt. |
χωριουδάκι το, bei den Sphak. Statt |
χωριουλάκι. Dimin. Von χωριό, κώμιον, Dorfchen. |
χωρίστρα η, η της κόμης διαίρεσις, der Scheitel. 250.8. |
χωσιά η (siehe χώνω), προλοχισμός, ενέδρα, Versteck, Hinterlist. |
χωστά, Adv. Λάθρα, secreto, heimlich.254.28 etc. |
|
ψ |
|
ψαλτήρι το, το ψαλτήριον, das Psalmenbuch; Kirchengesang. |
ψαράδα η (ψαρός), πολιότης, das Grau, das grane Haar. 250.23 |
ψαριά η, ψαρέ η, το πισάριον, ο πίσος, pisum, Erbse. 307.13 |
ψαρόγαρος ο (ψάρι = ιχθύς, γάρον) η αφύη η σαρδίνη, die Sardelle. |
ψεσινός (siehe οψές), χθεσινός, gestern. 61.71 |
ψήγομαι (έψω, έψημα), μαραίνεσθαι, verwelken, 164.2 |
ψείρα η, ο φθείρ, die Laus. |
ψηλαναμπουκόνομαι, auch ψηλανακουμπόνομαι (υψηλός ανά κομβόω),γυμνούσθαι, τους βραχίονας, die Aermel |
hoch aufstreifen. 146.8 271.23 |
ψηφί το, auch ψήφος το, (ψήφος), τιμή, Εhre, Verehrung, Schatzung. |
ψηφώ, περί πολλού ποιείσθαι, jemand hochschatzen. |
ψιχάλι und ψίχαλο το, το ψιχίον, η ψίξ, das Stuckchen, das Krumchen; Ψίχαλο δεν=gar nichts. |
ψοφώ (von Thieren und von allen die nicht Christen sind), θνήσκειν, verenden, verrechen, krepiren. 59.36 etc. |
ψυχάρι το, το ψυχάριον, η ψυχή, der Schmetterling. |
ψυχομαχημός ο, η ψυχομαχία, η ψυχορραγία, der Todeskampf. 240.25. |
ψυχομαχώ, ψυχομαχείν, ψυχορραγείν, mit dem Tode ringen, in den letzten Zugen liegen. |
ψυχοπονούμαι, συμπονείν, συμπάσχειν τινί, bemitleiden, Mitleid Haben. |
ψώμα το, το ψεύσμα, το ψεύδος, die Luge. |
Ω |
ωζό το (ζώον), πρόβατον, Schaf. 19.15 |
ως, έως, bis. |
ώρηος (ωραίος), καλός, schon. |
ωσά = ωσάν. |
ωσάν, ωσάν, ωσεί, ως, wie, sowie; Επεί επειδάν, wenn, wenn schon, nachdem. |
ώστε (nur nor να), έστε, έως, usque, bis dass. |
ώφου! Ausdruck des Schmerzes, oh! 21.49 etc. |